Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 4 στ. 147-215
Τότε ο ξανθός Μενέλαος γύρισε κι απηλογιά τής δίνει:
«Τώρα που πρώτη τον απείκασες, κι εγώ νογώ ποιός είναι,
γυναίκα· τέτοια ηταν τα πόδια του, τέτοια τα χέρια εκείνου,
και των ματιών του τ᾽ αστραπόφεγγο κι η κεφαλή κι η κόμη. 150
Κι όταν λίγη ώρα πριν θυμήθηκα τον Οδυσσέα και πήρα
ν᾽ αναθιβάνω πόσα ετράβηξε για μένα πάθη εκείνος,
μπροστά στα μάτια τούτος σήκωσε το πορφυρό μαντί του
κι αφήκε κάτω από τα βλέφαρα πυκνά να τρέξουν δάκρυα.»
Κι ο γιος του Νέστορα, ο Πεισίστρατος, του απηλογήθη κι είπε: 155
«Μενέλαε, γιε του Ατρέα τρισεύγενε, ρηγάρχη τιμημένε,
τούτος εδώ ειναι, ως τον μελέτησες, ο γιος εκείνου αλήθεια·
μα δεν του λείπει η γνώση κι άπρεπο του εικάζεται πως είναι,
πρώτη φορά εδώ πέρα πού ᾽φτασε, χοντρές να λέει κουβέντες
μπροστά σου, που ως θεού χαιρόμαστε κι οι δυο μας τη λαλιά σου. 160
Και μένα μ᾽ έστειλεν ο Νέστορας ο αλογατάς μαζί του,
να μ᾽ έχει σύντροφο στο δρόμο του· τι να σε δει ποθούσε,
με λόγια γιά με πράξη αν ήθελες μαθές να τον συντρέξεις.
Ο γιος περίσσια σέρνει βάσανα, μακριά σα λείπει ο κύρης
από το σπίτι και δε βρίσκουνται να μεταπιάσουν άλλοι. 165
Έτσι και τώρα του Τηλέμαχου τού ᾽χει ο πατέρας φύγει,
κι άλλους δεν έχει σ᾽ ό,τι τού ᾽τυχε κακό να του σταθούνε.»
Τότε ο ξανθός Μενέλαος γύρισε κι απηλογήθη κι είπε:
«Γιά ιδές! Ο γιος στο σπίτι μου έφτασε πολύ ακριβού συντρόφου
που μύριους μόχτους πήρε πάνω του για το χατίρι εμένα. 170
Για να του δείξω την αγάπη μου πιο απ᾽ όλους τους Αργίτες,
λογάριαζα, αν στους δυο μας έδινεν ο Δίας ο μακροβίγλης
πάνω απ᾽ τα πέλαα να διαγείρουμε με τα γοργά καράβια,
απ᾽ την Ιθάκη με τα πλούτη του, το γιο του, το λαό του
να τον ξεσήκωνα, σε αργίτικη πια πολιτεία να μένει, 175
κι ένα παλάτι εκεί να τού ᾽χτιζα· τι απ᾽ όσες αφεντεύω
εδώ ενα γύρο, κάποια θά ᾽βρισκα ν᾽ αδειάσω, να του δώσω.
Έτσι στη Σπάρτη εδώ ανταμώνοντας πολλές φορές οι δυο μας
σε αγάπη και φιλιά αξεχώριστα θα ζούσαμε, ως να φτάσει
το μαύρο του θανάτου σύγνεφο να μας σκεπάσει γύρα. 180
Μα αυτά δε γίναν· λέω θα ζήλεψε κάποιος θεός μαζί μας
κι είπε μονάχα εκείνος ο άμοιρος ποτέ να μη διαγείρει!»
Με τέτοια λόγια σε όλους άναψε του θρήνου τη λαχτάρα·
πήρε να κλαίγει η Ελένη η αργίτισσα, του γιου του Κρόνου η κόρη,
πήρε να κλαίει μαζί ο Τηλέμαχος, μαζί κι ο γιος του Ατρέα. 185
Και του Νεστόρου ο γιος αδάκρυτα τα μάτια δεν κρατούσε,
τι τον Αντίλοχο τον άψεγο ξανάφερνε στο νου του,
πού ᾽χε σκοτώσει ο γιος της διάφωτης Αυγής ο φουμισμένος.
Τούτον θυμόταν κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια τώρα:
«Υγιέ του Ατρέα, συχνά μας έλεγε πως ξεπερνάς στη γνώση 190
τους άλλους τους θνητούς ο Νέστορας, κάθε φορά που ερχόταν
για σένα ο λόγος και ρωτούσαμε στο αρχοντικό μας μέσα.
Και τώρα, αν κάπως γίνεται, άκου με, τι δε μου αρέσει εμένα
τα κλάματα να βάζω απόδειπνα. Γιατί δεν καρτερούμε
η Αυγή να φτάσει η πουρνογέννητη; Κακό κι εγώ δεν τό ᾽χω 195
να κλαίμε εκείνον που μας πέθανε και πάει στον Κάτω Κόσμο.
Ποιά άλλη τιμή χαιρόνται οι δύστυχοι θνητοί στον Άδη κάτω,
εξόν απ᾽ των μαλλιών το κόψιμο και τ᾽ ανακαλητά μας;
Και μένα πέθανε το αδέρφι μου, που ο πιο αχαμνός δεν ήταν
απ᾽ τους Αργίτες· συ είσαι μάρτυρας, τι αλήθεια δεν τον είδα 200
ποτέ μου εγώ κι ουδέ τον έσμιξα· μα λεν πως ξεπερνούσε
ο Αντίλοχος πολύ στο τρέξιμο και στην αντρειά τους άλλους.»
Τότε ο ξανθός Μενέλαος γύρισε κι απηλογιά τού δίνει:
«Είπες, καλέ μου, αυτά που θά ᾽λεγε και θά ᾽κανε ένας άντρας,
που νά ᾽ναι πιο πολλά τα χρόνια του και να δουλεύει ο νους του. 205
Μα έχεις πατέρα τέτοιο, ο λόγος σου γι᾽ αυτό ειναι μυαλωμένος.
Η φύτρα ξεχωρίζει ανέκοπα του αντρός, που ο γιος του Κρόνου
μοίρα στο γάμο και στη γέννα του τού κλώσει ευτυχισμένη.
Νά πού ᾽χει δώσει και στο Νέστορα παντοτινά, κι ατός του
να χαίρεται εύτυχα γεράματα στο αρχοντικό του μέσα 210
και νά ᾽χει γιους περίσσια φρόνιμους και πρώτους στο κοντάρι!
Λοιπόν το θρήνο πια ας σκολάσουμε πού ᾽χαμε στήσει ως τώρα,
κι ας μην ξεχνάμε πως δειπνούσαμε. Να ᾽ρθούν και να μας χύσουν
νερό στα χέρια! Κι όσες έχουμε κουβέντες μεταξύ μας
εγώ να πούμε κι ο Τηλέμαχος, τις λέμε και σα φέξει.» 215
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη ξανθὸς Μενέλαος·
«οὕτω νῦν καὶ ἐγὼ νοέω, γύναι, ὡς σὺ ἐΐσκεις·
κείνου γὰρ τοιοίδε πόδες τοιαίδε τε χεῖρες
ὀφθαλμῶν τε βολαὶ κεφαλή τ᾽ ἐφύπερθέ τε χαῖται. 150
καὶ νῦν ἦ τοι ἐγὼ μεμνημένος ἀμφ᾽ Ὀδυσῆϊ
μυθεόμην, ὅσα κεῖνος ὀϊζύσας ἐμόγησεν
ἀμφ᾽ ἐμοί, αὐτὰρ ὁ πυκνὸν ὑπ᾽ ὀφρύσι δάκρυον εἶβε,
χλαῖναν πορφυρέην ἄντ᾽ ὀφθαλμοῖϊν ἀνασχών.»
Τὸν δ᾽ αὖ Νεστορίδης Πεισίστρατος ἀντίον ηὔδα· 155
«Ἀτρεΐδη Μενέλαε διοτρεφές, ὄρχαμε λαῶν,
κείνου μέν τοι ὅδ᾽ υἱὸς ἐτήτυμον, ὡς ἀγορεύεις·
ἀλλὰ σαόφρων ἐστί, νεμεσσᾶται δ᾽ ἐνὶ θυμῷ
ὧδ᾽ ἐλθὼν τὸ πρῶτον ἐπεσβολίας ἀναφαίνειν
ἄντα σέθεν, τοῦ νῶϊ θεοῦ ὣς τερπόμεθ᾽ αὐδῇ. 160
αὐτὰρ ἐμὲ προέηκε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ
τῷ ἅμα πομπὸν ἕπεσθαι· ἐέλδετο γάρ σε ἰδέσθαι,
ὄφρα οἱ ἤ τι ἔπος ὑποθήσεαι ἠέ τι ἔργον.
πολλὰ γὰρ ἄλγε᾽ ἔχει πατρὸς πάϊς οἰχομένοιο
ἐν μεγάροις, ᾧ μὴ ἄλλοι ἀοσσητῆρες ἔωσιν, 165
ὡς νῦν Τηλεμάχῳ ὁ μὲν οἴχεται, οὐδέ οἱ ἄλλοι
εἴσ᾽, οἵ κεν κατὰ δῆμον ἀλάλκοιεν κακότητα.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη ξανθὸς Μενέλαος·
«ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ φίλου ἀνέρος υἱὸς ἐμὸν δῶ
ἵκεθ᾽, ὃς εἵνεκ᾽ ἐμεῖο πολέας ἐμόγησεν ἀέθλους· 170
καί μιν ἔφην ἐλθόντα φιλησέμεν ἔξοχον ἄλλων
Ἀργείων, εἰ νῶϊν ὑπεὶρ ἅλα νόστον ἔδωκε
νηυσὶ θοῇσι γενέσθαι Ὀλύμπιος εὐρύοπα Ζεύς.
καί κέ οἱ Ἄργεϊ νάσσα πόλιν καὶ δώματ᾽ ἔτευξα,
ἐξ Ἰθάκης ἀγαγὼν σὺν κτήμασι καὶ τέκεϊ ᾧ 175
καὶ πᾶσιν λαοῖσι, μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας
αἳ περιναιετάουσιν, ἀνάσσονται δ᾽ ἐμοὶ αὐτῷ.
καί κε θάμ᾽ ἐνθάδ᾽ ἐόντες ἐμισγόμεθ᾽· οὐδέ κεν ἡμέας
ἄλλο διέκρινεν φιλέοντέ τε τερπομένω τε,
πρίν γ᾽ ὅτε δὴ θανάτοιο μέλαν νέφος ἀμφεκάλυψεν. 180
ἀλλὰ τὰ μέν που μέλλεν ἀγάσσεσθαι θεὸς αὐτός,
ὃς κεῖνον δύστηνον ἀνόστιμον οἶον ἔθηκεν.»
Ὣς φάτο, τοῖσι δὲ πᾶσιν ὑφ᾽ ἵμερον ὦρσε γόοιο.
κλαῖε μὲν Ἀργείη Ἑλένη, Διὸς ἐκγεγαυῖα,
κλαῖε δὲ Τηλέμαχός τε καὶ Ἀτρεΐδης Μενέλαος, 185
οὐδ᾽ ἄρα Νέστορος υἱὸς ἀδακρύτω ἔχεν ὄσσε·
μνήσατο γὰρ κατὰ θυμὸν ἀμύμονος Ἀντιλόχοιο,
τόν ῥ᾽ Ἠοῦς ἔκτεινε φαεινῆς ἀγλαὸς υἱός.
τοῦ ὅ γ᾽ ἐπιμνησθεὶς ἔπεα πτερόεντ᾽ ἀγόρευεν·
«Ἀτρεΐδη, περὶ μέν σε βροτῶν πεπνυμένον εἶναι 190
Νέστωρ φάσχ᾽ ὁ γέρων, ὅτ᾽ ἐπιμνησαίμεθα σεῖο
οἷσιν ἐνὶ μεγάροισι, καὶ ἀλλήλους ἐρέοιμεν,
καὶ νῦν, εἴ τί που ἔστι, πίθοιό μοι· οὐ γὰρ ἐγώ γε
τέρπομ᾽ ὀδυρόμενος μεταδόρπιος, ἀλλὰ καὶ Ἠὼς
ἔσσεται ἠριγένεια· νεμεσσῶμαί γε μὲν οὐδὲν 195
κλαίειν ὅς κε θάνῃσι βροτῶν καὶ πότμον ἐπίσπῃ.
τοῦτό νυ καὶ γέρας οἶον ὀϊζυροῖσι βροτοῖσι,
κείρασθαί τε κόμην βαλέειν τ᾽ ἀπὸ δάκρυ παρειῶν.
καὶ γὰρ ἐμὸς τέθνηκεν ἀδελφεός, οὔ τι κάκιστος
Ἀργείων· μέλλεις δὲ σὺ ἴδμεναι· οὐ γὰρ ἐγώ γε 200
ἤντησ᾽ οὐδὲ ἴδον· περὶ δ᾽ ἄλλων φασὶ γενέσθαι
Ἀντίλοχον, περὶ μὲν θείειν ταχὺν ἠδὲ μαχητήν.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη ξανθὸς Μενέλαος·
«ὦ φίλ᾽, ἐπεὶ τόσα εἶπες, ὅσ᾽ ἂν πεπνυμένος ἀνὴρ
εἴποι καὶ ῥέξειε, καὶ ὃς προγενέστερος εἴη· 205
τοίου γὰρ καὶ πατρός, ὃ καὶ πεπνυμένα βάζεις.
ῥεῖα δ᾽ ἀρίγνωτος γόνος ἀνέρος ᾧ τε Κρονίων
ὄλβον ἐπικλώσῃ γαμέοντί τε γεινομένῳ τε,
ὡς νῦν Νέστορι δῶκε διαμπερὲς ἤματα πάντα
αὐτὸν μὲν λιπαρῶς γηρασκέμεν ἐν μεγάροισιν, 210
υἱέας αὖ πινυτούς τε καὶ ἔγχεσιν εἶναι ἀρίστους.
ἡμεῖς δὲ κλαυθμὸν μὲν ἐάσομεν, ὃς πρὶν ἐτύχθη,
δόρπου δ᾽ ἐξαῦτις μνησώμεθα, χερσὶ δ᾽ ἐφ᾽ ὕδωρ
χευάντων· μῦθοι δὲ καὶ ἠῶθέν περ ἔσονται
Τηλεμάχῳ καὶ ἐμοὶ διαειπέμεν ἀλλήλοισιν.» 215