Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 24 στ. 151-202
Εκεί ο Οδυσσέας ο θείος αντάμωσε το γιο του, που απ᾽ την Πύλο
την αμμουδάτη πίσω διάγερνε στο μαύρο του καράβι.
Κι ως των μνηστήρων αποφάσισαν εκείνοι οι δυο τον άγριο
το χαλασμό, κινήσαν κι έφτασαν στο ξακουσμένο κάστρο,
πίσω ο Οδυσσέας, μπροστά ο Τηλέμαχος, ανοίγοντας το δρόμο. 155
Με το χοιροβοσκό επορεύουνταν εκείνος, κουρελιάρης,
με την ειδή ζητιάνου, γέροντα και λεροφορεμένου,
και στο ραβδί ακουμπούσε, κι έζωναν ξεφτίδια το κορμί του.
Κι ουδέ κανείς μας το κατάλαβε πως ήταν ο Οδυσσέας,
έτσι ακαρτέρευτα που πρόβαλε, μηδέ κι οι πιο μεγάλοι, 160
μόν᾽ τον χτυπούσαμε, τον βρίζαμε με λόγια αγκιδωμένα.
Κι εκείνος πρώτα υπομονεύουνταν μες στο δικό του σπίτι
να τον χτυπούμε, να τον βρίζουμε, και τα δεχόταν όλα·
ως πια η βουλή του Δία τον στύλωσε του βροντοσκουταράτου,
και τ᾽ άρματα με τον Τηλέμαχο τα λιόκαλα σηκώνει, 165
στην πίσω να τα κλείσει κάμαρα, τραβώντας την αμπάρα.
Σπρώχνει απ᾽ την άλλη τη γυναίκα του με πονηριά, να δώσει
το τόξο και τα σταχτοσίδερα πελέκια στους μνηστήρες,
δοκίμι λέει για μας τους άμοιρους ― κι αρχή του χαλασμού μας.
Όμως η ανάκαρα μας έλειψε, κι απ᾽ το γερό δοξάρι 170
την κόρδα να τανύσει απ᾽ όλους μας δε βρέθηκε κανένας.
Μα το τρανό δοξάρι ως έφτασε στα χέρια του Οδυσσέα,
τότε όλοι τις φωνές εβάλαμε, μην τύχει το δοξάρι
και του το δώσουν, κι ας ξεσήκωνε τον κόσμο απ᾽ τις φωνές του.
Μόνο ο Τηλέμαχος τον γκάρδιωνε και να το πάρει αφήκε. 175
Στα χέρια ο αρχοντικός, πολύπαθος το δέχτηκε Οδυσσέας
και διάβη τα πελέκια, ακόπιαστα τανυώντας το δοξάρι·
κι ως στο κατώφλι εστάθη, ρίχνοντας άγριες ματιές τρογύρα
τις γρήγορες σαγίτες άδειασε. Το ρήγα Αντίνοο πρώτα
χτυπάει, μετά, σημάδι βάνοντας τους άλλους, να σκορπίζει 180
ριξιές φαρμακωμένες άρχισε, κι αυτοί σωρός επέφταν.
Όλοι το νιώσαν πως τους σύντρεχε κάποιος θεός· τι επήραν,
με άγριαν ορμή χιμώντας πάνω μας, να σφάζουν ένα γύρο
μες στο παλάτι· κι ως μας άνοιγαν, χτυπώντας, τα κεφάλια,
βαρύς γρικιόταν βόγγος, κι άχνιζε το πάτωμα απ᾽ το γαίμα. 185
Νά πώς χαθήκαμε, Αγαμέμνονα! Μες στου Οδυσσέα το σπίτι
και τώρα αποριγμένα, ακοίταχτα κειτόνται τα κορμιά μας·
στα σπίτια μας μαθές δεν τό ᾽μαθαν ακόμα, απ᾽ τις πληγές μας
να ᾽ρθούν το λύθρο να ξεπλύνουνε και μοιρολόι να στήσουν
στο στρώμα μας· τι άλλη δεν έλαχαν οι σκοτωμένοι χάρη.» 190
Κι απηλογήθη του Αγαμέμνονα τότε η ψυχή και τού ᾽πε:
«Τρισεύτυχε Οδυσσέα, πολύτεχνε γιε του Λαέρτη, αλήθεια
γυναίκα πήρες αξετίμητη και με περίσσιες χάρες!
Πόσο άδολη η καρδιά της γνωστικιάς του Ικάριου θυγατέρας,
της Πηνελόπης! Πώς δεν ξέχασε τον Οδυσσέα ποτέ της, 195
τον άντρα της! Της καλοσύνης της η δόξα δε θα σβήσει·
πεντάμορφο τραγούδι οι αθάνατοι θα πλέξουν, να το λένε
πάνω στη γη οι θνητοί, τη φρόνιμη τιμώντας Πηνελόπη.
Της κόρης του Τυνδάρεου, που άνομα μελέτησε, δε μοιάζει,
αυτής που σκότωσε τον άντρα της, και θα της βγει τραγούδι 200
στο στόμα των θνητών κατάρατο· κακό και στις γυναίκες
όνομα χάρισε, καλόπραγες κι ας είναι μερικές τους.»
ἔνθ᾽ ἦλθεν φίλος υἱὸς Ὀδυσσῆος θείοιο,
ἐκ Πύλου ἠμαθόεντος ἰὼν σὺν νηῒ μελαίνῃ·
τὼ δὲ μνηστῆρσιν θάνατον κακὸν ἀρτύναντε
ἵκοντο προτὶ ἄστυ περικλυτόν, ἦ τοι Ὀδυσσεὺς
ὕστερος, αὐτὰρ Τηλέμαχος πρόσθ᾽ ἡγεμόνευε. 155
τὸν δὲ συβώτης ἦγε κακὰ χροῒ εἵματ᾽ ἔχοντα,
πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι
σκηπτόμενον· τὰ δὲ λυγρὰ περὶ χροῒ εἵματα ἕστο·
οὐδέ τις ἡμείων δύνατο γνῶναι τὸν ἐόντα
ἐξαπίνης προφανέντ᾽, οὐδ᾽ οἳ προγενέστεροι ἦσαν, 160
ἀλλ᾽ ἔπεσίν τε κακοῖσιν ἐνίσσομεν ἠδὲ βολῇσιν.
αὐτὰρ ὁ τῆος ἐτόλμα ἐνὶ μεγάροισιν ἑοῖσι
βαλλόμενος καὶ ἐνισσόμενος τετληότι θυμῷ·
ἀλλ᾽ ὅτε δή μιν ἔγειρε Διὸς νόος αἰγιόχοιο,
σὺν μὲν Τηλεμάχῳ περικαλλέα τεύχε᾽ ἀείρας 165
ἐς θάλαμον κατέθηκε καὶ ἐκλήϊσεν ὀχῆας,
αὐτὰρ ὁ ἣν ἄλοχον πολυκερδείῃσιν ἄνωγε
τόξον μνηστήρεσσι θέμεν πολιόν τε σίδηρον,
ἡμῖν αἰνομόροισιν ἀέθλια καὶ φόνου ἀρχήν.
οὐδέ τις ἡμείων δύνατο κρατεροῖο βιοῖο 170
νευρὴν ἐντανύσαι, πολλὸν δ᾽ ἐπιδευέες ἦμεν.
ἀλλ᾽ ὅτε χεῖρας ἵκανεν Ὀδυσσῆος μέγα τόξον,
ἔνθ᾽ ἡμεῖς μὲν πάντες ὁμοκλέομεν ἐπέεσσι
τόξον μὴ δόμεναι, μηδ᾽ εἰ μάλα πόλλ᾽ ἀγορεύοι,
Τηλέμαχος δέ μιν οἶος ἐποτρύνων ἐκέλευσεν. 175
αὐτὰρ ὁ δέξατο χειρὶ πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
ῥηϊδίως δ᾽ ἐτάνυσσε βιόν, διὰ δ᾽ ἧκε σιδήρου,
στῆ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ οὐδὸν ἰών, ταχέας δ᾽ ἐκχεύατ᾽ ὀϊστοὺς
δεινὸν παπταίνων, βάλε δ᾽ Ἀντίνοον βασιλῆα.
αὐτὰρ ἔπειτ᾽ ἄλλοις ἐφίει βέλεα στονόεντα, 180
ἄντα τιτυσκόμενος· τοὶ δ᾽ ἀγχιστῖνοι ἔπιπτον.
γνωτὸν δ᾽ ἦν ὅ ῥά τίς σφι θεῶν ἐπιτάρροθος ἦεν·
αὐτίκα γὰρ κατὰ δώματ᾽ ἐπισπόμενοι μένεϊ σφῷ
κτεῖνον ἐπιστροφάδην, τῶν δὲ στόνος ὄρνυτ᾽ ἀεικὴς
κράτων τυπτομένων, δάπεδον δ᾽ ἅπαν αἵματι θῦεν. 185
ὣς ἡμεῖς, Ἀγάμεμνον, ἀπωλόμεθ᾽, ὧν ἔτι καὶ νῦν
σώματ᾽ ἀκηδέα κεῖται ἐνὶ μεγάροις Ὀδυσῆος·
οὐ γάρ πω ἴσασι φίλοι κατὰ δώμαθ᾽ ἑκάστου,
οἵ κ᾽ ἀπονίψαντες μέλανα βρότον ἐξ ὠτειλέων
κατθέμενοι γοάοιεν· ὃ γὰρ γέρας ἐστὶ θανόντων.» 190
Τὸν δ᾽ αὖτε ψυχὴ προσεφώνεεν Ἀτρεΐδαο·
«ὄλβιε Λαέρταο πάϊ, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
ἦ ἄρα σὺν μεγάλῃ ἀρετῇ ἐκτήσω ἄκοιτιν·
ὡς ἀγαθαὶ φρένες ἦσαν ἀμύμονι Πηνελοπείῃ,
κούρῃ Ἰκαρίου· ὡς εὖ μέμνητ᾽ Ὀδυσῆος, 195
ἀνδρὸς κουριδίου. τῷ οἱ κλέος οὔ ποτ᾽ ὀλεῖται
ἧς ἀρετῆς, τεύξουσι δ᾽ ἐπιχθονίοισιν ἀοιδὴν
ἀθάνατοι χαρίεσσαν ἐχέφρονι Πηνελοπείῃ,
οὐχ ὡς Τυνδαρέου κούρη κακὰ μήσατο ἔργα,
κουρίδιον κτείνασα πόσιν, στυγερὴ δέ τ᾽ ἀοιδὴ 200
ἔσσετ᾽ ἐπ᾽ ἀνθρώπους, χαλεπὴν δέ τε φῆμιν ὀπάσσει
θηλυτέρῃσι γυναιξί, καὶ ἥ κ᾽ εὐεργὸς ἔῃσιν.»