Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 23 στ. 123-180
Και τότε ο γνωστικός Τηλέμαχος του απηλογήθη κι είπε:
«Ατός σου, κύρη μου, στοχάσου το· τι, ως λεν, στον κόσμον όλο
άλλος δεν είναι με πιο φρόνιμη βουλή από σένα, κι ούτε 125
θνητός κανείς αποδυνάζεται να μετρηθεί μαζί σου.
Εμείς, ορμή γεμάτοι, πίσω σου θα ᾽ρθούμε· το κουράγιο
δε θα μας λείψει, με όση δύναμη πληθαίνει στο κορμί μας.»
Τότε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος του απηλογήθη κι είπε:
«Εγώ να σου την πω τη γνώμη μου, την πιο σωστή που ξέρω· 130
λουστείτε πρώτα πρώτα, αλλάξετε και γιορτινά ντυθείτε,
και βάλτε του σπιτιού τις δούλες μας να στολιστούν κι εκείνες·
κι ο τραγουδάρης την ψιλόφωνη κιθάρα του κρατώντας
να πάρει το σκοπό, χαρούμενο χορό να στήσετε όλοι·
κάποιος να πει πως γάμος γίνεται, γρικώντας σας απόξω, 135
γιά στρατοκόπος που προσδιάβηκε γιά κι οι γειτόνοι γύρα·
μην ξεχυθεί κι απλώσει το άκουσμα στο κάστρο, πως χαθήκαν
όλοι οι μνηστήρες, πριν προλάβουμε να βγούμε εμείς, να πάμε
όξω στο χτήμα το πολύδεντρο, κι εκεί να στοχαστούμε
όποια βουλή του Ολύμπου ο κύβερνος μας δώσει για καλό μας.» 140
Είπε ο Οδυσσέας, κι αυτοί στο λόγο του μετά χαράς συγκλίναν·
λουστήκαν πρώτα πρώτα κι άλλαξαν και γιορτινά ντυθήκαν,
στολίστηκαν κι οι δούλες· παίρνοντας τη βαθουλή κιθάρα
κι ο θείος τραγουδιστής στα στήθη τους ξεσήκωσε τον πόθο
χορό να στήσουν αψεγάδιαστο, γλυκά να τραγουδήσουν. 145
Κι απ᾽ των ποδιών τους χτύπους το τρανό παλάτι αντιδονούσε,
καθώς χορεύαν οι ομορφόζωστες γυναίκες με τους άντρες·
και τούτα λέγαν όσοι διάβαιναν γρικώντας τους απόξω:
«Κάποιος παντρεύτη τη βασίλισσα την πολυγυρεμένη,
κι ουδέ το αποδυνάστη η ανέσπλαχνη του αντρός της ν᾽ αφεντέψει 150
τα σπίτια ως τέλος, απαντέχοντας ως να διαγείρει εκείνος.»
Τέτοια αναθίβαναν· δεν κάτεχαν μαθές το τί είχε γίνει.
Την ώρα αυτή ο Οδυσσέας ο αντρόκαρδος στο σπίτι του απ᾽ τα χέρια
της Ευρυνόμης της κελάρισσας ελούστη κι εμυρώθη·
και φόρεσε χιτώνα κι όμορφη χλαμύδα, κι η Παλλάδα 155
απ᾽ το κεφάλι ως κάτω τού ᾽χυνε πολλή ομορφιά, να δείχνει
σαν πιο γεμάτος, πιο αψηλόκορμος, κι από την κεφαλή του
μαλλιά κρεμούσε σαν τα ολόσγουρα του ζουμπουλιού λουλούδια.
Πώς χύνει απά στο ασήμι μάλαμα καλός τεχνίτης, πού ᾽χει
απ᾽ την Παλλάδα και τον Ήφαιστο περίσσιες τέχνες μάθει, 160
κι είναι ό,τι φτιάξει μαστορεύοντας όλο ομορφιά και χάρη ―
όμοια κι εκείνη χάρη τού ᾽χυνε στην κεφαλή, στους ώμους,
κι απ᾽ το λουτρό θαρρείς αθάνατος ξεπρόβαλε στην όψη.
Κι ως πίσω στο θρονί του εκάθισε, που λίγο πριν καθόταν
αντικριστά με τη γυναίκα του, κινούσε λόγια κι είπε: 165
«Καημένη, απ᾽ όλες όσες βρίσκουνται γυναίκες μόνο εσένα
οι αθάνατοι του Ολύμπου αμάλαγη καρδιά στα στήθη εβάλαν!
Δε βρίσκεται άλλη τόσο αλύγιστη γυναίκα, να τραβιέται
μακριά απ᾽ τον άντρα της, που ως έσυρε στα ξένα μύρια πάθη,
στα είκοσι χρόνια ξαναγύρισε στη γη την πατρική του. 170
Μόν᾽ έλα, καλομάνα, στρώσε μου την κλίνη, να πλαγιάσω
μονάχος καν, τι τούτη σίδερη καρδιά στα στήθη κρύβει.»
Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη του απηλογήθη κι είπε:
«Καημένε, δε μεγαλοπιάνουμαι κι ουδέ αψηφώ κανένα
κι ουδέ ξαφνίζουμαι· τη θύμηση κρατώ πώς ήσουν τότε, 175
σαν έφευγες με το μακρόκουπο καράβι απ᾽ την Ιθάκη.
Μόν᾽ έλα, Ευρύκλεια, το κλινάρι του γοργά να στρώσεις όξω
απ᾽ την καλόχτιστή μας κάμαρα, πού ᾽χε μονάχος χτίσει·
όξω τη στέρια κλίνη σύρτε του, και βάλτε και στρωσίδια,
φλοκάτες και προβιές και λιόφωτα να σκεπαστεί σεντόνια.» 180
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«αὐτὸς ταῦτά γε λεῦσσε, πάτερ φίλε· σὴν γὰρ ἀρίστην
μῆτιν ἐπ᾽ ἀνθρώπους φάσ᾽ ἔμμεναι, οὐδέ κέ τίς τοι 125
ἄλλος ἀνὴρ ἐρίσειε καταθνητῶν ἀνθρώπων.
ἡμεῖς δ᾽ ἐμμεμαῶτες ἅμ᾽ ἑψόμεθ᾽, οὐδέ τί φημι
ἀλκῆς δευήσεσθαι, ὅση δύναμίς γε πάρεστιν.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«τοιγὰρ ἐγὼν ἐρέω ὥς μοι δοκεῖ εἶναι ἄριστα. 130
πρῶτα μὲν ἂρ λούσασθε καὶ ἀμφιέσασθε χιτῶνας,
δμῳὰς δ᾽ ἐν μεγάροισιν ἀνώγετε εἵμαθ᾽ ἑλέσθαι·
αὐτὰρ θεῖος ἀοιδὸς ἔχων φόρμιγγα λίγειαν
ὑμῖν ἡγείσθω πολυπαίγμονος ὀρχηθμοῖο,
ὥς κέν τις φαίη γάμον ἔμμεναι ἐκτὸς ἀκούων, 135
ἢ ἀν᾽ ὁδὸν στείχων ἢ οἳ περιναιετάουσι·
μὴ πρόσθε κλέος εὐρὺ φόνου κατὰ ἄστυ γένηται
ἀνδρῶν μνηστήρων, πρίν γ᾽ ἡμέας ἐλθέμεν ἔξω
ἀγρὸν ἐς ἡμέτερον πολυδένδρεον. ἔνθα δ᾽ ἔπειτα
φρασσόμεθ᾽ ὅττι κε κέρδος Ὀλύμπιος ἐγγυαλίξῃ.» 140
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδ᾽ ἐπίθοντο.
πρῶτα μὲν οὖν λούσαντο καὶ ἀμφιέσαντο χιτῶνας,
ὅπλισθεν δὲ γυναῖκες· ὁ δ᾽ εἵλετο θεῖος ἀοιδὸς
φόρμιγγα γλαφυρήν, ἐν δέ σφισιν ἵμερον ὦρσε
μολπῆς τε γλυκερῆς καὶ ἀμύμονος ὀρχηθμοῖο. 145
τοῖσιν δὲ μέγα δῶμα περιστεναχίζετο ποσσὶν
ἀνδρῶν παιζόντων καλλιζώνων τε γυναικῶν.
ὧδε δέ τις εἴπεσκε δόμων ἔκτοσθεν ἀκούων·
«ἦ μάλα δή τις ἔγημε πολυμνήστην βασίλειαν·
σχετλίη, οὐδ᾽ ἔτλη πόσιος οὗ κουριδίοιο 150
εἴρυσθαι μέγα δῶμα διαμπερές, ἧος ἵκοιτο.»
Ὣς ἄρα τις εἴπεσκε, τὰ δ᾽ οὐ ἴσαν ὡς ἐτέτυκτο.
αὐτὰρ Ὀδυσσῆα μεγαλήτορα ᾧ ἐνὶ οἴκῳ
Εὐρυνόμη ταμίη λοῦσεν καὶ χρῖσεν ἐλαίῳ,
ἀμφὶ δέ μιν φᾶρος καλὸν βάλεν ἠδὲ χιτῶνα· 155
αὐτὰρ κὰκ κεφαλῆς χεῦεν πολὺ κάλλος Ἀθήνη
μείζονά τ᾽ εἰσιδέειν καὶ πάσσονα· κὰδ δὲ κάρητος
οὔλας ἧκε κόμας, ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας.
ὡς δ᾽ ὅτε τις χρυσὸν περιχεύεται ἀργύρῳ ἀνὴρ
ἴδρις, ὃν Ἥφαιστος δέδαεν καὶ Παλλὰς Ἀθήνη 160
τέχνην παντοίην, χαρίεντα δὲ ἔργα τελείει,
ὣς μὲν τῷ κατέχευε χάριν κεφαλῇ τε καὶ ὤμοις.
ἐκ δ᾽ ἀσαμίνθου βῆ δέμας ἀθανάτοισιν ὁμοῖος·
ἂψ δ᾽ αὖτις κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετ᾽ ἐπὶ θρόνου ἔνθεν ἀνέστη,
ἀντίον ἧς ἀλόχου, καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπε· 165
«δαιμονίη, περὶ σοί γε γυναικῶν θηλυτεράων
κῆρ ἀτέραμνον ἔθηκαν Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχοντες·
οὐ μέν κ᾽ ἄλλη γ᾽ ὧδε γυνὴ τετληότι θυμῷ
ἀνδρὸς ἀφεσταίη, ὅς οἱ κακὰ πολλὰ μογήσας
ἔλθοι ἐεικοστῷ ἔτεϊ ἐς πατρίδα γαῖαν. 170
ἀλλ᾽ ἄγε μοι, μαῖα, στόρεσον λέχος, ὄφρα καὶ αὐτὸς
λέξομαι· ἦ γὰρ τῇ γε σιδήρεον ἐν φρεσὶν ἦτορ.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια·
«δαιμόνι᾽, οὐτ᾽ ἄρ τι μεγαλίζομαι οὐδ᾽ ἀθερίζω
οὐδὲ λίην ἄγαμαι, μάλα δ᾽ εὖ οἶδ᾽ οἷος ἔησθα 175
ἐξ Ἰθάκης ἐπὶ νηὸς ἰὼν δολιχηρέτμοιο.
ἀλλ᾽ ἄγε οἱ στόρεσον πυκινὸν λέχος, Εὐρύκλεια,
ἐκτὸς ἐϋσταθέος θαλάμου, τόν ῥ᾽ αὐτὸς ἐποίει·
ἔνθα οἱ ἐκθεῖσαι πυκινὸν λέχος ἐμβάλετ᾽ εὐνήν,
κώεα καὶ χλαίνας καὶ ῥήγεα σιγαλόεντα.» 180