Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 22 στ. 126-177
Ήταν στον τοίχο τον καλόχτιστο ψηλά ενα παραπόρτι,
που τα σφιχτά του σανιδόφυλλα σε μακρυνάρι ανοίγαν,
στου κατωφλιού το ψήλος σύρριζα του στέριου του αντρωνίτη.
Τότε ο Οδυσσέας τον Εύμαιο πρόσταξε το παραπόρτι τούτο
στο νου του νά ᾽χει, δίπλα ως έστεκε, τι μια μπασιά ειχε μόνο. 130
Ωστόσο ο Αγέλαος πήρε κι έλεγε, ν᾽ ακούσουν όλοι γύρα:
«Φίλοι, κανείς μας αν ανέβαινε στο παραπόρτι, νά ᾽βγει
να κράξει το λαό, ν᾽ ασκώναμε συντάραχο μεγάλο,
θά ᾽ταν στερνή φορά που δόξεψε το δίχως άλλο ετούτος!»
Τότε ο Μελάνθιος του αποκρίθηκεν, ο γιδολάτης, κι είπε: 135
«Αγέλαε, μην το λες, δε γίνεται· πολύ σιμά ειναι οι πόρτες
που ανοίγουν στην αυλή, κι αβόλετο να βγεί απ᾽ το μακρυνάρι
κανείς μας· κι ένας μόνο αδείλιαστος θα μας αντίσκοφτε όλους.
Σταθείτε, από τη μέσα κάμαρα να κουβαλήσω αρμάτες,
να τις ζωστείτε· εκεί φαντάζουμαι ― πού αλλού; ― πως ο Οδυσσέας 140
κι ο γιος του ο παινεμένος τ᾽ άρματα μας κρύψαν του πολέμου.»
Σαν είπε αυτά ο γιδάρης, κίνησε κι απ᾽ του αντρωνίτη ανέβη
τ᾽ ανοίγματα γοργά, στις κάμαρες να τρέξει του Οδυσσέα.
Σκουτάρια πήρε εκείθε δώδεκα και δώδεκα κοντάρια,
κι ακόμα δώδεκα αλογόφουντα, χαλκοδεμένα κράνη, 145
και στους μνηστήρες τα κουβάλησε γοργά γυρνώντας πίσω.
Και τότε του Οδυσσέα τα γόνατα λυθήκαν κι η καρδιά του,
να τους θωρεί ν᾽ αρματοζώνουνται, και τα μακριά κοντάρια
να σειουν στα χέρια· τώρα τό ᾽νιωθε, βαριά πως θα παλέψει.
Στο γιο του εστράφη κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια τότε: 150
«Κάποια απ᾽ τις σκλάβες λέω, Τηλέμαχε, του αρχοντικού μας τώρα
βαρύ μάς ξεσηκώνει πόλεμο, μπορεί κι ο Μελανθέας.»
Και τότε ο γνωστικός Τηλέμαχος του απηλογήθη κι είπε:
«Κύρη, δικό μου ειναι το φταίξιμο, δε φταίει κανένας άλλος,
που αφήκα ορθάνοιχτη της κάμαρας τη σφιχταρμοδεμένη 155
πόρτα πριν λίγο, και το πρόσεξαν αυτοί καλύτερά μας.
Τρέξε, Εύμαιε, τώρα, αρχοντογέννητε, την πόρτα να σφαλίσεις,
και ιδές αν είναι κάποια δούλα μας σε τούτα εδώ μπλεγμένη,
γιά ο Μελανθέας ― αυτός φαντάζουμαι πως θά ᾽ναι, ο γιος του Δόλιου.»
Έτσι μιλούσαν συναλλήλως τους αυτοί, κι ο Μελανθέας 160
ξανά, ο γιδοβοσκός, στην κάμαρα να πάει κινούσε γι᾽ άλλες
ώριες αρμάτες, κι ο αρχοντόγεννος χοιροβοσκός τον είδε,
και του Οδυσσέα με βιάση μίλησε, που δίπλα του στεκόταν:
«Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
ο άνθρωπος νά τον ο κατάρατος, που βάζαμε στο νου μας, 165
τραβάει να πάει στη μέσα κάμαρα. Μα πες μου αλήθεια τώρα,
αν τον νικήσω αντιπαλεύοντας, να τον σκοτώσω θέλεις,
γιά να σ᾽ τον φέρω εδώ, τις άμετρες μπροστά σου να πλερώσει
τις ανομιές, που στο παλάτι σου σοφίστηκε να κάνει;»
Τότε ο Οδυσσέας ο πολυκάτεχος του απηλογήθη κι είπε: 170
«Αλήθεια, εγώ με τον Τηλέμαχο τους αντρειανούς μνηστήρες
στο αρχονταρίκι θα κρατήσουμε, με όση κι αν έχουν λύσσα.
Και σεις οι δυο και χέρια στρίφτε του και πόδια, και σανίδα
πίσω του δέστε, και στην κάμαρα πετάτε τον δεμένο,
και με τριχιά πλεμένη ζώστε τον, κι από την άλλην άκρη 175
στην αψηλή κολόνα σύρτε τον, να φτάσει ως τα δοκάρια,
που ζωντανός πολληώρα μέτωρος φριχτά να τυραννιέται.»
Ὀρσοθύρη δέ τις ἔσκεν ἐϋδμήτῳ ἐνὶ τοίχῳ,
ἀκρότατον δὲ παρ᾽ οὐδὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο
ἦν ὁδὸς ἐς λαύρην, σανίδες δ᾽ ἔχον εὖ ἀραρυῖαι·
τὴν Ὀδυσεὺς φράζεσθαι ἀνώγει δῖον ὑφορβὸν
ἑσταότ᾽ ἄγχ᾽ αὐτῆς· μία δ᾽ οἴη γίγνετ᾽ ἐφορμή. 130
τοῖς δ᾽ Ἀγέλεως μετέειπεν, ἔπος πάντεσσι πιφαύσκων·
«ὦ φίλοι, οὐκ ἂν δή τις ἀν᾽ ὀρσοθύρην ἀναβαίη
καὶ εἴποι λαοῖσι, βοὴ δ᾽ ὤκιστα γένοιτο;
τῷ κε τάχ᾽ οὗτος ἀνὴρ νῦν ὕστατα τοξάσσαιτο.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν· 135
«οὔ πως ἔστ᾽, Ἀγέλαε διοτρεφές· ἄγχι γὰρ αἰνῶς
αὐλῆς καλὰ θύρετρα, καὶ ἀργαλέον στόμα λαύρης·
καί χ᾽ εἷς πάντας ἐρύκοι ἀνήρ, ὅς τ᾽ ἄλκιμος εἴη.
ἀλλ᾽ ἄγεθ᾽, ὑμῖν τεύχε᾽ ἐνείκω θωρηχθῆναι
ἐκ θαλάμου· ἔνδον γάρ, ὀΐομαι, οὐδέ πῃ ἄλλῃ 140
τεύχεα κατθέσθην Ὀδυσεὺς καὶ φαίδιμος υἱός.»
Ὣς εἰπὼν ἀνέβαινε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν,
ἐς θαλάμους Ὀδυσῆος ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο.
ἔνθεν δώδεκα μὲν σάκε᾽ ἔξελε, τόσσα δὲ δοῦρα
καὶ τόσσας κυνέας χαλκήρεας ἱπποδασείας· 145
βῆ δ᾽ ἴμεναι, μάλα δ᾽ ὦκα φέρων μνηστῆρσιν ἔδωκε.
καὶ τότ᾽ Ὀδυσσῆος λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ,
ὡς περιβαλλομένους ἴδε τεύχεα χερσί τε δοῦρα
μακρὰ τινάσσοντας· μέγα δ᾽ αὐτῷ φαίνετο ἔργον.
αἶψα δὲ Τηλέμαχον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα· 150
«Τηλέμαχ᾽, ἦ μάλα δή τις ἐνὶ μεγάροισι γυναικῶν
νῶϊν ἐποτρύνει πόλεμον κακὸν ἠὲ Μελανθεύς.»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«ὦ πάτερ, αὐτὸς ἐγὼ τόδε γ᾽ ἤμβροτον ―οὐδέ τις ἄλλος
αἴτιος― ὃς θαλάμοιο θύρην πυκινῶς ἀραρυῖαν 155
κάλλιπον ἀγκλίνας· τῶν δὲ σκοπὸς ἦεν ἀμείνων.
ἀλλ᾽ ἴθι, δῖ᾽ Εὔμαιε, θύρην ἐπίθες θαλάμοιο,
καὶ φράσαι ἤ τις ἄρ᾽ ἐστὶ γυναικῶν ἣ τάδε ῥέζει,
ἦ υἱὸς Δολίοιο Μελανθεύς, τόν περ ὀΐω.»
Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον. 160
βῆ δ᾽ αὖτις θάλαμόνδε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν,
οἴσων τεύχεα καλά. νόησε δὲ δῖος ὑφορβός,
αἶψα δ᾽ Ὀδυσσῆα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα·
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
κεῖνος δὴ αὖτ᾽ ἀΐδηλος ἀνήρ, ὃν ὀϊόμεθ᾽ αὐτοί, 165
ἔρχεται ἐς θάλαμον· σὺ δέ μοι νημερτὲς ἐνίσπες,
ἤ μιν ἀποκτείνω, αἴ κε κρείσσων γε γένωμαι,
ἦέ σοι ἐνθάδ᾽ ἄγω, ἵν᾽ ὑπερβασίας ἀποτίσῃ
πολλάς, ὅσσας οὗτος ἐμήσατο σῷ ἐνὶ οἴκῳ.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς· 170
«ἦ τοι ἐγὼ καὶ Τηλέμαχος μνηστῆρας ἀγαυοὺς
σχήσομεν ἔντοσθεν μεγάρων, μάλα περ μεμαῶτας·
σφῶϊ δ᾽ ἀποστρέψαντε πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν
ἐς θάλαμον βαλέειν, σανίδας δ᾽ ἐκδῆσαι ὄπισθε,
σειρὴν δὲ πλεκτὴν ἐξ αὐτοῦ πειρήναντε 175
κίον᾽ ἀν᾽ ὑψηλὴν ἐρύσαι πελάσαι τε δοκοῖσιν,
ὥς κεν δηθὰ ζωὸς ἐὼν χαλέπ᾽ ἄλγεα πάσχῃ.»