Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 21 στ. 163-220
Είπε, και το δοξάρι απίθωσε μακριά του, γέρνοντάς το
στο γυαλιστό, αρμοστό πορτόφυλλο, και τη γοργή σαγίτα
αυτού την έγειρε, πλάι στ᾽ όμορφο του δοξαριού κοράκι, 165
και πήγε στο θρονί και κάθισε, που λίγο πριν καθόταν.
Κι ο Αντίνοος τότε πήρε κι έλεγε, βαριά αποπαίρνοντάς τον:
«Λειώδη, τί λόγος που σου ξέφυγε της δοντωσιάς το φράχτη,
βαρύς κι αβάσταχτος; Γρικώντας τον ανάβω απ᾽ το θυμό μου ―
πως θα πλερώσουν τ᾽ αρχοντόπουλα με τη ζωή τους τάχα 170
το τόξο αυτό, γιατί δεν μπόρεσες εσύ να το τανύσεις!
Μονάχα εσένα λέω σε γέννησεν η σεβαστή σου η μάνα
για να τραβάς δοξάρι ανήμπορο και σαγιτιές να ρίχνεις·
μα άλλοι τρανοί μνηστήρες σίγουρα γοργά θα το τανύσουν.»
Είπε, και το Μελάνθιο πρόσταξε, το γιδολάτη, κι είπε: 175
«Τρέχα, Μελάνθιε, πάρε κι άναψε φωτιά στο αρχονταρίκι,
θρονί μεγάλο δίπλα απίθωσε και μια προβιά από πάνω,
κι ένα χοντρό από μέσα φέρε μας κεφάλι ξίγκι, νά ᾽χουν
στη στια μαλάζοντάς το οι νιούτσικοι ν᾽ αλείβουν το δοξάρι,
κι έτσι μετά να δοκιμάσουμε, να πάρει ο αγώνας τέλος.» 180
Αυτά ειπε, κι ο Μελάνθιος άναψε φωτιά τρανή με βιάση,
κι ένα θρονί εκεί δίπλα απίθωσε και μια προβιά από πάνω·
μετά κι ένα χοντρό τούς έφερε κεφάλι ξίγκι, κι έτσι
ζεσταίνοντάς το οι νιοι δοκίμαζαν να σύρουν το δοξάρι
― του κάκου! η λίγη πού ᾽χαν δύναμη μεμιάς τους παρατούσε. 185
Δυο μόνο, ο Αντίνοος κι ο θεόμορφος Ευρύμαχος, οι πρώτοι
απ᾽ τους μνηστήρες τώρα απόμεναν, οι πιο τρανοί κι οι κάλλιοι.
Να βγεί απ᾽ το σπίτι ωστόσο κίνησε του αρχοντικού Οδυσσέα
ο θείος χοιροβοσκός· αντάμα του τραβούσε κι ο βουκόλος.
Τότε ο Οδυσσέας ο αρχοντογέννητος βγήκε κι αυτός ξοπίσω· 190
κι όξω απ᾽ τις πόρτες πια σα βρέθηκαν και την αυλή διαβήκαν,
τους φώναξε και με γλυκόλογα τους μίλησε έτσι κι είπε:
«Χοιροβοσκέ, βουκόλε, θά ᾽θελα να μολογήσω κάτι.
Γιά να το κρύψω κάλλιο μέσα μου; Μα να μιλήσω θέλω!
Στον Οδυσσέα σαν ποιά διαφέντεψη θα δίνατε, αν ερχόταν 195
κάπου απ᾽ τα ξένα και τον έφερνε θεός μπροστά σας ξάφνου;
Το μέρος του Οδυσσέα θα παίρνατε γιά των μνηστήρων τάχα;
σαν τί σας λέει η καρδιά να κάνετε κι ο νους σας, φανερώστε!»
Κι ο αγελαδάρης τότε μίλησε και του αποκρίθη κι είπε:
«Νά ᾽ταν, πατέρα Δία, να τέλευες την πεθυμιά μου ετούτη: 200
Νά ᾽φτανε εκείνος, από αθάνατο θεό φερμένος πίσω,
τη δύναμή μου τότε θά ᾽βλεπες και πώς με ακούν τα χέρια!»
Παρόμοια κι ο Εύμαιος τους αθάνατους ανακαλιόταν όλους,
το γνωστικό Οδυσσέα στο σπίτι του να ιδεί να φτάνει τέλος.
Κι εκείνος τότε, μόλις ένιωσε την άδολή τους γνώμη, 205
ξαναδευτέρωσε τα λόγια του κι αυτά τούς συντυχαίνει:
«Εγώ ειμαι, ατός μου, μες στο σπίτι μου! πολλά εχω σύρει πάθη,
και τώρα στην πατρίδα διάγειρα στα είκοσι χρόνια πάνω.
Εδώ φτασμένος το κατάλαβα: μονάχα εσείς απ᾽ όλους
με αποζητούσατε· δεν άκουσα κανέναν άλλο δούλο 210
ευκή να κάνει, στο παλάτι μου μια μέρα να διαγείρω.
Μα εσείς το τί θα γίνει ακούστε μου, θα πω την πάσα αλήθεια:
Αν τους τρανούς μνηστήρες ο θεός μού δώσει ν᾽ αφανίσω,
θα σας γνοιαστώ το γάμο γρήγορα, και βιος στους δυο θα δώσω
και σπίτι, δίπλα στο παλάτι μου χτισμένο, και συντρόφους 215
θα σας λογιάζω του Τηλέμαχου κι αδέρφια εδώ και πέρα.
Όμως ένα άλλο εγώ ολοφάνερο σημάδι θα σας δείξω,
για να πιστέψει ο νους σας σίγουρα, να με καλογνωρίστε:
Νά το σημάδι εδώ που μου άνοιξε με τ᾽ άσπρο δόντι ο κάπρος,
με τους υγιούς παλιά του Αυτόλυκου στον Παρνασό σαν πήγα.» 220
Ὣς ἄρ᾽ ἐφώνησεν καὶ ἀπὸ ἕο τόξον ἔθηκε,
κλίνας κολλητῇσιν ἐϋξέστῃς σανίδεσσιν,
αὐτοῦ δ᾽ ὠκὺ βέλος καλῇ προσέκλινε κορώνῃ, 165
ἂψ δ᾽ αὖτις κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετ᾽ ἐπὶ θρόνου ἔνθεν ἀνέστη.
Ἀντίνοος δ᾽ ἐνένιπεν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«Ληῶδες, ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων,
δεινόν τ᾽ ἀργαλέον τε, ―νεμεσσῶμαι δέ τ᾽ ἀκούων,―
εἰ δὴ τοῦτό γε τόξον ἀριστῆας κεκαδήσει 170
θυμοῦ καὶ ψυχῆς, ἐπεὶ οὐ δύνασαι σὺ τανύσσαι.
οὐ γάρ τοι σέ γε τοῖον ἐγείνατο πότνια μήτηρ
οἷόν τε ῥυτῆρα βιοῦ τ᾽ ἔμεναι καὶ ὀϊστῶν·
ἀλλ᾽ ἄλλοι τανύουσι τάχα μνηστῆρες ἀγαυοί.»
Ὣς φάτο, καί ῥ᾽ ἐκέλευσε Μελάνθιον, αἰπόλον αἰγῶν· 175
«ἄγρει δή, πῦρ κῆον ἐνὶ μεγάροισι, Μελανθεῦ,
πὰρ δὲ τίθει δίφρον τε μέγαν καὶ κῶας ἐπ᾽ αὐτοῦ,
ἐκ δὲ στέατος ἔνεικε μέγαν τροχὸν ἔνδον ἐόντος,
ὄφρα νέοι θάλποντες, ἐπιχρίοντες ἀλοιφῇ,
τόξου πειρώμεσθα καὶ ἐκτελέωμεν ἄεθλον.» 180
Ὣς φάθ᾽, ὁ δ᾽ αἶψ᾽ ἀνέκαιε Μελάνθιος ἀκάματον πῦρ,
πὰρ δὲ φέρων δίφρον θῆκεν καὶ κῶας ἐπ᾽ αὐτοῦ,
ἐκ δὲ στέατος ἔνεικε μέγαν τροχὸν ἔνδον ἐόντος·
τῷ ῥα νέοι θάλποντες ἐπειρῶντ᾽· οὐδ᾽ ἐδύναντο
ἐντανύσαι, πολλὸν δὲ βίης ἐπιδευέες ἦσαν. 185
Ἀντίνοος δ᾽ ἔτ᾽ ἐπεῖχε καὶ Εὐρύμαχος θεοειδής,
ἀρχοὶ μνηστήρων· ἀρετῇ δ᾽ ἔσαν ἔξοχ᾽ ἄριστοι.
Τὼ δ᾽ ἐξ οἴκου βῆσαν ὁμαρτήσαντες ἅμ᾽ ἄμφω
βουκόλος ἠδὲ συφορβὸς Ὀδυσσῆος θείοιο·
ἐκ δ᾽ αὐτὸς μετὰ τοὺς δόμου ἤλυθε δῖος Ὀδυσσεύς. 190
ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἐκτὸς θυρέων ἔσαν ἠδὲ καὶ αὐλῆς,
φθεγξάμενός σφ᾽ ἔπεσσι προσηύδα μειλιχίοισι·
«βουκόλε καὶ σύ, συφορβέ, ἔπος τί κε μυθησαίμην,
ἦ αὐτὸς κεύθω; φάσθαι δέ με θυμὸς ἀνώγει.
ποῖοί κ᾽ εἶτ᾽ Ὀδυσῆϊ ἀμυνέμεν, εἴ ποθεν ἔλθοι 195
ὧδε μάλ᾽ ἐξαπίνης καί τις θεὸς αὐτὸν ἐνείκαι;
ἤ κε μνηστήρεσσιν ἀμύνοιτ᾽ ἦ Ὀδυσῆϊ;
εἴπαθ᾽ ὅπως ὑμέας κραδίη θυμός τε κελεύει.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε βοῶν ἐπιβουκόλος ἀνήρ·
«Ζεῦ πάτερ, αἲ γὰρ τοῦτο τελευτήσειας ἐέλδωρ, 200
ὡς ἔλθοι μὲν κεῖνος ἀνήρ, ἀγάγοι δέ ἑ δαίμων·
γνοίης χ᾽ οἵη ἐμὴ δύναμις καὶ χεῖρες ἕπονται.»
Ὣς δ᾽ αὔτως Εὔμαιος ἐπεύξατο πᾶσι θεοῖσι
νοστῆσαι Ὀδυσῆα πολύφρονα ὅνδε δόμονδε.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τῶν γε νόον νημερτέ᾽ ἀνέγνω, 205
ἐξαῦτίς σφ᾽ ἔπεσσιν ἀμειβόμενος προσέειπεν·
«Ἔνδον μὲν δὴ ὅδ᾽ αὐτὸς ἐγώ, κακὰ πολλὰ μογήσας,
ἤλυθον εἰκοστῷ ἔτεϊ ἐς πατρίδα γαῖαν.
γιγνώσκω δ᾽ ὡς σφῶϊν ἐελδομένοισιν ἱκάνω
οἴοισι δμώων· τῶν δ᾽ ἄλλων οὔ τευ ἄκουσα 210
εὐξαμένου ἐμὲ αὖτις ὑπότροπον οἴκαδ᾽ ἱκέσθαι.
σφῶϊν δ᾽, ὡς ἔσεταί περ, ἀληθείην καταλέξω·
εἴ χ᾽ ὑπ᾽ ἐμοί γε θεὸς δαμάσῃ μνηστῆρας ἀγαυούς,
ἄξομαι ἀμφοτέροις ἀλόχους καὶ κτήματ᾽ ὀπάσσω
οἰκία τ᾽ ἐγγὺς ἐμεῖο τετυγμένα· καί μοι ἔπειτα 215
Τηλεμάχου ἑτάρω τε κασιγνήτω τε ἔσεσθον.
εἰ δ᾽ ἄγε δὴ καὶ σῆμα ἀριφραδὲς ἄλλο τι δείξω,
ὄφρα μ᾽ ἐῢ γνῶτον πιστωθῆτόν τ᾽ ἐνὶ θυμῷ,
οὐλήν, τήν ποτέ με σῦς ἤλασε λευκῷ ὀδόντι
Παρνησόνδ᾽ ἐλθόντα σὺν υἱάσιν Αὐτολύκοιο.» 220