Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 20 στ. 122-184
Μες στου Οδυσσέα το σπίτι τ᾽ όμορφο μαζεύουνταν οι δούλες
οι άλλες την ώρα τούτη, αδάμαστη φωτιά στη στια ν᾽ ανάψουν.
Κι ο ισόθεος άντρας, ο Τηλέμαχος, πετάχτη από το στρώμα,
κι ως ντύθηκε, στον ώμο εκρέμασε το κοφτερό σπαθί του 125
και με σαντάλια πόδεσε όμορφα τ᾽ αστραφτερά του πόδια·
τρανό κοντάρι, καλοτρόχιστο παίρνει μετά και φεύγει,
ζητώντας την Ευρύκλεια· φτάνοντας της είπε απ᾽ το κατώφλι:
«Τον ξένο αλήθεια τον γνοιαστήκατε, κυρούλα, μες στο σπίτι,
να φάει, να κοιμηθεί; γιά απόμεινε δω μέσα ξεχασμένος; 130
Τέτοια ειναι, ξέρω, πάντα η μάνα μου, κι ας είναι μυαλωμένη·
απ᾽ τους ανθρώπους, όπως έτυχε, συχνά τιμάει τον ένα,
τον πιο κακό, και τον καλύτερο καταφρονεί και διώχνει.»
Κι η Ευρύκλεια τότε του αποκρίθηκε και τού ᾽πε, η μυαλωμένη:
«Στην άφταιγη μη θέλεις φταίξιμο να ρίξεις τώρα, γιε μου! 135
Κρασί καθόταν τούτος κι έπινε σαν πού ᾽θελε η καρδιά του,
μα για ψωμί καθώς τον ρώτησε, πως δεν πεινάει της είπε·
κι απά στην ώρα που θα λόγιαζε να γείρει, να πλαγιάσει,
εκείνη πρόσταξε τις δούλες της κλινάρι να του στρώσουν·
μα αυτός, σαν πού ᾽νιωθε κακότυχος και τρισερημιασμένος, 140
σε κλίνη απάνω και σκεπάσματα δεν ήθελε να πέσει·
άργαστο πήρε βοϊδοτόμαρο κι αρνοπροβιές και πήγε
να γείρει στην αυλή· του ρίξαμε και μεις μια κάπα απάνω.»
Έτσι μιλούσε, κι ο Τηλέμαχος το αρχονταρίκι αφήκε
κρατώντας το κοντάρι· πίσω του γοργοί δυο σκύλοι ακλούθουν· 145
και κίνησε να πάει στη μάζωξη, στους αντρειανούς Αργίτες.
Τις άλλες δούλες τότε πρόσταξε των γυναικών το θάμα,
η Ευρύκλεια, πού ᾽χε τον Πεισήνορα παππού, τον Ώπα κύρη:
«Ομπρός, τα χέρια σας κουνάτε τα, την κάμαρα σαρώστε,
ραντίστε τη, τα καλοκάμωτα θρονιά σκεπάσετέ τα 150
με τα χαλιά τ᾽ αλικοπόρφυρα· και σεις με τα σφουγγάρια
σκουπίστε τα τραπέζια· πλύσιμο και τα κροντήρια θέλουν
κι οι κούπες οι όμορφες, οι δίγουβες· κι άλλες στη βρύση σύρτε
νερό να φέρετε, και γρήγορα με τα σταμνιά γυρνάτε.
Σε λίγο λέω θα ιδούμε νά ᾽ρχουνται στο σπίτι εδώ οι μνηστήρες· 155
πουρνό πουρνό θα ᾽ρθούν, τι σήμερα γιορτή τρανή εχουν όλοι.»
Είπε, κι αυτές, γρικώντας, πρόθυμα στη γνώμη της συγκλίναν·
είκοσι τρέξαν στη μαυρόνερη για να γεμίσουν βρύση,
κι οι άλλες πιδέξια πήραν δούλευαν εκεί στο σπίτι μέσα.
Ήρθαν μετά και τα παιδόπουλα των Αχαιών, και ξύλα 160
με μαστοριά να σκίζουν έπιασαν, γυρίζαν κι οι γυναίκες
από τη βρύση· και κατόπι τους με τρεις θρεμμένους χοίρους
ο θείος χοιροβοσκός κατέβηκε, τους πιο καλύτερούς του,
και στον αυλόγυρο τον όμορφο τους άφησε να βόσκουν·
μετά γυρνώντας γλυκομίλησε στον Οδυσσέα και τού ᾽πε: 165
«Οι Αργίτες, ξένε, τώρα πιότερο σε γνοιάζουνται; γιά πες μου!
γιά, όπως και πρώτα, καταφρόνεση σου δείχνουν στο παλάτι;»
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
«Απ᾽ τους θεούς να τό ᾽βρουν, άμποτε μια μέρα να πλερώσουν
την ανομιά τους, Εύμαιε, τ᾽ άδικα, κακά που κλώθουν έργα 170
σε ξένο σπίτι μπαινοβγαίνοντας· σταλιά ντροπή δεν έχουν!»
Τέτοια σταυρώναν συναλλήλως τους εκείνοι λόγια τότε.
Σε λίγο, κι ο Μελάνθιος σίμωσε με δυο βοσκούς μαζί του,
ο γιδολάτης, απ᾽ τις μάντρες του τις πιο παχιές του γίδες
λαλώντας, οι μνηστήρες νά ᾽χουνε στο γιόμα τους να τρώνε. 175
Κι αφού τις έδεσε στο αχόλαλο μπροστά χαγιάτι, ατός του
στον Οδυσσέα γυρνώντας μίλησε με λόγια αγκιδωμένα:
«Και πάλε φόρτωμα θα σ᾽ έχουμε να τριγυρίζεις, ξένε,
μέσα στο σπίτι διακονεύοντας; γιατί δεν παίρνεις πόδι;
Το δίχως άλλο δε χωρίζουμε, θαρρώ, χωρίς τους γρόθους 180
ο ένας του αλλού να δοκιμάσουμε· σωστός δεν είναι ο τρόπος
που ζητιανεύεις· κι άλλα βρίσκουνται των Αχαιών τραπέζια!»
Αυτά ειπε, μα ο Οδυσσέας ο φρόνιμος δεν του αποκρίθη, μόνο
την κεφαλή του εκίνησε άλαλος, κακά στο νου λογιώντας.
Αἱ δ᾽ ἄλλαι δμῳαὶ κατὰ δώματα κάλ᾽ Ὀδυσῆος
ἀγρόμεναι ἀνέκαιον ἐπ᾽ ἐσχάρῃ ἀκάματον πῦρ.
Τηλέμαχος δ᾽ εὐνῆθεν ἀνίστατο, ἰσόθεος φώς,
εἵματα ἑσσάμενος· περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ᾽ ὤμῳ· 125
ποσσὶ δ᾽ ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα,
εἵλετο δ᾽ ἄλκιμον ἔγχος ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ·
στῆ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ οὐδὸν ἰών, πρὸς δ᾽ Εὐρύκλειαν ἔειπε·
«μαῖα φίλη, πῶς ξεῖνον ἐτιμήσασθ᾽ ἐνὶ οἴκῳ
εὐνῇ καὶ σίτῳ, ἦ αὔτως κεῖται ἀκηδής; 130
τοιαύτη γὰρ ἐμὴ μήτηρ, πινυτή περ ἐοῦσα·
ἐμπλήγδην ἕτερόν γε τίει μερόπων ἀνθρώπων
χείρονα, τὸν δέ τ᾽ ἀρείον᾽ ἀτιμήσασ᾽ ἀποπέμπει.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Εὐρύκλεια·
«οὐκ ἄν μιν νῦν, τέκνον, ἀναίτιον αἰτιόῳο. 135
οἶνον μὲν γὰρ πῖνε καθήμενος, ὄφρ᾽ ἔθελ᾽ αὐτός,
σίτου δ᾽ οὐκέτ᾽ ἔφη πεινήμεναι· εἴρετο γάρ μιν.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ κοίτοιο καὶ ὕπνου μιμνήσκοιτο,
ἡ μὲν δέμνι᾽ ἄνωγεν ὑποστορέσαι δμῳῇσιν,
αὐτὰρ ὅ γ᾽, ὥς τις πάμπαν ὀϊζυρὸς καὶ ἄποτμος, 140
οὐκ ἔθελ᾽ ἐν λέκτροισι καὶ ἐν ῥήγεσσι καθεύδειν,
ἀλλ᾽ ἐν ἀδεψήτῳ βοέῃ καὶ κώεσιν οἰῶν
ἔδραθ᾽ ἐνὶ προδόμῳ· χλαῖναν δ᾽ ἐπιέσσαμεν ἡμεῖς.»
Ὣς φάτο, Τηλέμαχος δὲ διὲκ μεγάροιο βεβήκει
ἔγχος ἔχων· ἅμα τῷ γε δύω κύνες ἀργοὶ ἕποντο. 145
βῆ δ᾽ ἴμεν εἰς ἀγορὴν μετ᾽ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς.
ἡ δ᾽ αὖτε δμῳῇσιν ἐκέκλετο δῖα γυναικῶν,
Εὐρύκλει᾽, Ὦπος θυγάτηρ Πεισηνορίδαο·
«ἀγρεῖθ᾽, αἱ μὲν δῶμα κορήσατε ποιπνύσασαι,
ῥάσσατέ τ᾽ ἔν τε θρόνοις εὐποιήτοισι τάπητας 150
βάλλετε πορφυρέους· αἱ δὲ σπόγγοισι τραπέζας
πάσας ἀμφιμάσασθε, καθήρατε δὲ κρητῆρας
καὶ δέπα ἀμφικύπελλα τετυγμένα· ταὶ δὲ μεθ᾽ ὕδωρ
ἔρχεσθε κρήνηνδε, καὶ οἴσετε θᾶσσον ἰοῦσαι.
οὐ γὰρ δὴν μνηστῆρες ἀπέσσονται μεγάροιο, 155
ἀλλὰ μάλ᾽ ἦρι νέονται, ἐπεὶ καὶ πᾶσιν ἑορτή.»
Ὣς ἔφαθ᾽, αἱ δ᾽ ἄρα τῆς μάλα μὲν κλύον ἠδ᾽ ἐπίθοντο.
αἱ μὲν ἐείκοσι βῆσαν ἐπὶ κρήνην μελάνυδρον,
αἱ δ᾽ αὐτοῦ κατὰ δώματ᾽ ἐπισταμένως πονέοντο.
Ἐς δ᾽ ἦλθον δρηστῆρες ἀγήνορες· οἱ μὲν ἔπειτα 160
εὖ καὶ ἐπισταμένως κέασαν ξύλα, ταὶ δὲ γυναῖκες
ἦλθον ἀπὸ κρήνης· ἐπὶ δέ σφισιν ἦλθε συβώτης
τρεῖς σιάλους κατάγων, οἳ ἔσαν μετὰ πᾶσιν ἄριστοι.
καὶ τοὺς μέν ῥ᾽ εἴασε καθ᾽ ἕρκεα καλὰ νέμεσθαι,
αὐτὸς δ᾽ αὖτ᾽ Ὀδυσῆα προσηύδα μειλιχίοισι· 165
«ξεῖν᾽, ἦ ἄρ τί σε μᾶλλον Ἀχαιοὶ εἰσορόωσιν,
ἦέ σ᾽ ἀτιμάζουσι κατὰ μέγαρ᾽, ὡς τὸ πάρος περ;»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«αἲ γὰρ δή, Εὔμαιε, θεοὶ τισαίατο λώβην,
ἣν οἵδ᾽ ὑβρίζοντες ἀτάσθαλα μηχανόωνται 170
οἴκῳ ἐν ἀλλοτρίῳ, οὐδ᾽ αἰδοῦς μοῖραν ἔχουσιν.»
Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,
ἀγχίμολον δέ σφ᾽ ἦλθε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν,
αἶγας ἄγων αἳ πᾶσι μετέπρεπον αἰπολίοισι,
δεῖπνον μνηστήρεσσι· δύω δ᾽ ἅμ᾽ ἕποντο νομῆες. 175
καὶ τὰς μὲν κατέδησαν ὑπ᾽ αἰθούσῃ ἐριδούπῳ,
αὐτὸς δ᾽ αὖτ᾽ Ὀδυσῆα προσηύδα κερτομίοισι·
«ξεῖν᾽, ἔτι καὶ νῦν ἐνθάδ᾽ ἀνιήσεις κατὰ δῶμα
ἀνέρας αἰτίζων, ἀτὰρ οὐκ ἔξεισθα θύραζε;
πάντως οὐκέτι νῶϊ διακρινέεσθαι ὀΐω 180
πρὶν χειρῶν γεύσασθαι, ἐπεὶ σύ περ οὐ κατὰ κόσμον
αἰτίζεις· εἰσὶν δὲ καὶ ἄλλαι δαῖτες Ἀχαιῶν.»
Ὣς φάτο, τὸν δ᾽ οὔ τι προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς,
ἀλλ᾽ ἀκέων κίνησε κάρη, κακὰ βυσσοδομεύων.