Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 2 στ. 146-207
Αυτά τούς έλεγε ο Τηλέμαχος, κι ο Δίας ο βροντολάλος
δυο αϊτούς για χάρη του απ᾽ ακρόκορφο βουνού ψηλάθε αφήκε,
για λίγην ώρα που φτερούγιζαν με τις πνοές του ανέμου
ο ένας κοντά στον άλλο, απλώνοντας ορθάνοιχτες φτερούγες.
Μα μόλις στης πολύβουης σύναξης τη μέση εφτάσαν, πήραν 150
να κόβουν γύρους από πάνω τους φτεροκοπώντας, κι όλων
τις κεφαλές ψηλάθε ακράγγιζαν κι άγριο χαμό μηνούσαν.
Κι ως με τα νύχια συναλλήλως τους λαιμούς, σαγόνια εσκίσαν,
δεξιά τραβήξαν, πίσω αφήνοντας τα σπίτια και το κάστρο.
Κι εκείνοι τα όρνια με τα μάτια τους σαν είδανε, σαστίσαν 155
και μέσα τους ψυχανεμίζουνταν τα μέλλουνταν να γένουν.
Πήρε ο Αλιθέρσης τότε ο γέροντας το λόγο, του Μαστόρου
ο γιος, που κάλλιο απ᾽ όλους κάτεχε τους συνομήλικούς του
τα όρνια τί δείχνουν και ξεδιάλυνε και τα σημάδια τ᾽ άλλα.
Και τότε μίλησε καλόγνωμος κι αναμεσό τους είπε: 160
«Βάλετε αφτί, Θιακοί, στα λόγια μου κι ό,τι σας πω γρικάτε,
για τους μνηστήρες όμως πιότερο τα λέω τα λόγια τούτα·
κακό μεγάλο καταπάνω τους πλακώνει, κι ούτε θά ᾽ναι
καιρό ο Οδυσσέας πολύ απ᾽ τους φίλους του μακριά· μπορεί και τώρα
νά ᾽ναι κοντά, για τούτους θάνατο και χαλασμό κλωσώντας ― 165
όλους· μα κι άλλοι λέω θα πάθουμε πολλοί κακό μεγάλο,
απ᾽ όσους ζούμε μες στην ξέφαντην Ιθάκη· μα ας γνοιαστούμε
τούτους πιο πριν ν᾽ ανακρατήσουμε, και τούτοι ατοί τους όμως
να κρατηθούν· τι άλλο δε βρίσκεται καλύτερο να κάνουν.
Μάντης δεν είμαι εγώ αδοκίμαστος, κι αυτά καλά τα ξέρω· 170
λέω και για κείνον πως τα λόγια μου σωστά ως την άκρη εβγήκαν,
καθώς του τά ᾽χα πει, σαν έφευγαν οι Αργίτες για την Τροία,
κι αναμεσό τους κι ο πολύβουλος κινούσεν Οδυσσέας.
Κακά πολλά θα πάθει, τού ᾽λεγα, και τους συντρόφους όλους
θα χάσει, και θα στρέψει σπίτι του στα είκοσι χρόνια απάνω 175
και δε θα τον γνωρίσει ούτ᾽ ένας μας. Τώρα τελεύουν όλα.»
Κι ο Ευρύμαχος, ο γιος του Πόλυβου, γυρνώντας τού αποκρίθη:
«Γέροντα, φεύγα, και μαντέματα για τα παιδιά σου κάνε
στο αρχοντικό σου, από μελλούμενο κακό να τα γλιτώσεις.
Να ξεδιαλύνω εγώ καλύτερα μπορώ από σένα τούτα: 180
Στου ηλιού το φως κι αν πηγαινόρχονται πουλιά πολλά, δεν είναι
σημαδιακά, να ξέρεις, όλα τους. Κι αν λες για του Οδυσσέα
τη μοίρα, αλάργα εκείνος χάθηκε. Νά ᾽ταν και συ μαζί του
νά ᾽χες χαθεί, να μην προφήτευες μπροστά μας τόσα τώρα,
μηδέ να κένταες τον Τηλέμαχο στη βράση του θύμου του, 185
δώρο στο σπίτι σου απαντέχοντας κανένα μη σου στείλει.
Πάνω σε τούτα κάτι θά ᾽λεγα, που σίγουρα θα γένει·
έναν πιο νιο σου εσύ, κατέχοντας πολλά και περασμένα,
αν τον πλανεύεις με τα λόγια σου κι ανάβεις το θυμό του,
εκείνος πρώτα θά ᾽χει βάσανα να σύρει, κι από πάνω 190
όλοι θα παν χαμένοι οι κόποι του για κείνα που παλεύει.
Και σένα, γέροντα, όμως πρόστιμο θα βάλουμε, στα φρένα
πλερώνοντάς το να συχύζεσαι· πολύ βαρύ θα σού ᾽ρθει.
Μπρος σε όλους τώρα στον Τηλέμαχο βουλή θα δώσω ατός μου:
Να πει της μάνας του στον κύρη της ξοπίσω να διαγείρει· 195
κι εκείνοι θα γνοιαστούν το γάμο της, θα φτιάξουν τα προικιά της,
αρίφνητα, στη θυγατέρα τους την ακριβή ως ταιριάζει.
Πιο πριν οι Αργίτες δε φαντάζουμαι τα προξενειά να πάψουν,
που σας πειράζουν· δε σκιαζόμαστε κανέναν, όπως νά ᾽ναι,
μηδέ τον ίδιο τον Τηλέμαχο, πολυλογάς κι ας είναι! 200
Κι ουδέ ψηφάμε τα μαντόλογα, που τώρα, γέροντά μου,
μας λες ― και δε θα βγούνε· πιότερο την έχτρα μας τρανεύεις.
Κακήν κακώς, χωρίς ξαντίμεμα, θα τρώγεται το βιος του,
όσο και κείνη με το γάμο της ανακρατά εδώ πέρα
τους Αχαιούς· κι εμείς προσμένοντας μέρα και νύχτα πάντα 205
για τις περίσσιες της μαλώνουμε τις χάρες, κι ούτε γι᾽ άλλες
γυναίκες πάμε, που θα ταίριαζε να παντρευτεί ο καθείς μας.»
Ὣς φάτο Τηλέμαχος, τῷ δ᾽ αἰετὼ εὐρύοπα Ζεὺς
ὑψόθεν ἐκ κορυφῆς ὄρεος προέηκε πέτεσθαι.
τὼ δ᾽ ἧός ῥ᾽ ἐπέτοντο μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο,
πλησίω ἀλλήλοισι τιταινομένω πτερύγεσσιν·
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ μέσσην ἀγορὴν πολύφημον ἱκέσθην, 150
ἔνθ᾽ ἐπιδινηθέντε τιναξάσθην πτερὰ πυκνά,
ἐς δ᾽ ἱκέτην πάντων κεφαλάς, ὄσσοντο δ᾽ ὄλεθρον,
δρυψαμένω δ᾽ ὀνύχεσσι παρειὰς ἀμφί τε δειρὰς
δεξιὼ ἤϊξαν διὰ οἰκία καὶ πόλιν αὐτῶν.
θάμβησαν δ᾽ ὄρνιθας, ἐπεὶ ἴδον ὀφθαλμοῖσιν· 155
ὅρμηναν δ᾽ ἀνὰ θυμὸν ἅ περ τελέεσθαι ἔμελλον.
τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε γέρων ἥρως Ἁλιθέρσης
Μαστορίδης· ὁ γὰρ οἶος ὁμηλικίην ἐκέκαστο
ὄρνιθας γνῶναι καὶ ἐναίσιμα μυθήσασθαι·
ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπε· 160
«Κέκλυτε δὴ νῦν μευ, Ἰθακήσιοι, ὅττι κεν εἴπω·
μνηστῆρσιν δὲ μάλιστα πιφαυσκόμενος τάδε εἴρω.
τοῖσιν γὰρ μέγα πῆμα κυλίνδεται· οὐ γὰρ Ὀδυσσεὺς
δὴν ἀπάνευθε φίλων ὧν ἔσσεται, ἀλλά που ἤδη
ἐγγὺς ἐὼν τοίσδεσσι φόνον καὶ κῆρα φυτεύει 165
πάντεσσιν· πολέσιν δὲ καὶ ἄλλοισιν κακὸν ἔσται,
οἳ νεμόμεσθ᾽ Ἰθάκην εὐδείελον. ἀλλὰ πολὺ πρὶν
φραζώμεσθ᾽ ὥς κεν καταπαύσομεν· οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ
παυέσθων· καὶ γάρ σφιν ἄφαρ τόδε λώϊόν ἐστιν.
οὐ γὰρ ἀπείρητος μαντεύομαι, ἀλλ᾽ ἐῢ εἰδώς· 170
καὶ γὰρ κείνῳ φημὶ τελευτηθῆναι ἅπαντα
ὥς οἱ ἐμυθεόμην, ὅτε Ἴλιον εἰσανέβαινον
Ἀργεῖοι, μετὰ δέ σφιν ἔβη πολύμητις Ὀδυσσεύς.
φῆν κακὰ πολλὰ παθόντ᾽, ὀλέσαντ᾽ ἄπο πάντας ἑταίρους,
ἄγνωστον πάντεσσιν ἐεικοστῷ ἐνιαυτῷ 175
οἴκαδ᾽ ἐλεύσεσθαι· τὰ δὲ δὴ νῦν πάντα τελεῖται.»
Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Εὐρύμαχος, Πολύβου πάϊς, ἀντίον ηὔδα·
«ὦ γέρον, εἰ δ᾽ ἄγε δὴ μαντεύεο σοῖσι τέκεσσιν
οἴκαδ᾽ ἰών, μή πού τι κακὸν πάσχωσιν ὀπίσσω·
ταῦτα δ᾽ ἐγὼ σέο πολλὸν ἀμείνων μαντεύεσθαι. 180
ὄρνιθες δέ τε πολλοὶ ὑπ᾽ αὐγὰς ἠελίοιο
φοιτῶσ᾽, οὐδέ τε πάντες ἐναίσιμοι· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ὤλετο τῆλ᾽, ὡς καὶ σὺ καταφθίσθαι σὺν ἐκείνῳ
ὤφελες. οὐκ ἂν τόσσα θεοπροπέων ἀγόρευες,
οὐδέ κε Τηλέμαχον κεχολωμένον ὧδ᾽ ἀνιείης, 185
σῷ οἴκῳ δῶρον ποτιδέγμενος, αἴ κε πόρῃσιν.
ἀλλ᾽ ἔκ τοι ἐρέω, τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται·
αἴ κε νεώτερον ἄνδρα παλαιά τε πολλά τε εἰδὼς
παρφάμενος ἐπέεσσιν ἐποτρύνῃς χαλεπαίνειν,
αὐτῷ μέν οἱ πρῶτον ἀνιηρέστερον ἔσται, 190
πρῆξαι δ᾽ ἔμπης οὔ τι δυνήσεται εἵνεκα τῶνδε·
σοὶ δὲ, γέρον, θωὴν ἐπιθήσομεν ἥν κ᾽ ἐνὶ θυμῷ
τίνων ἀσχάλλῃς· χαλεπὸν δέ τοι ἔσσεται ἄλγος.
Τηλεμάχῳ δ᾽ ἐν πᾶσιν ἐγὼν ὑποθήσομαι αὐτός·
μητέρ᾽ ἑὴν ἐς πατρὸς ἀνωγέτω ἀπονέεσθαι· 195
οἱ δὲ γάμον τεύξουσι καὶ ἀρτυνέουσιν ἔεδνα
πολλὰ μάλ᾽, ὅσσα ἔοικε φίλης ἐπὶ παιδὸς ἕπεσθαι.
οὐ γὰρ πρὶν παύσεσθαι ὀΐομαι υἷας Ἀχαιῶν
μνηστύος ἀργαλέης, ἐπεὶ οὔ τινα δείδιμεν ἔμπης,
οὔτ᾽ οὖν Τηλέμαχον, μάλα περ πολύμυθον ἐόντα· 200
οὔτε θεοπροπίης ἐμπαζόμεθ᾽, ἣν σύ, γεραιέ,
μυθέαι ἀκράαντον, ἀπεχθάνεαι δ᾽ ἔτι μᾶλλον.
χρήματα δ᾽ αὖτε κακῶς βεβρώσεται, οὐδέ ποτ᾽ ἶσα
ἔσσεται, ὄφρα κεν ἥ γε διατρίβῃσιν Ἀχαιοὺς
ὃν γάμον· ἡμεῖς δ᾽ αὖ ποτιδέγμενοι ἤματα πάντα 205
εἵνεκα τῆς ἀρετῆς ἐριδαίνομεν, οὐδὲ μετ᾽ ἄλλας
ἐρχόμεθ᾽, ἃς ἐπιεικὲς ὀπυιέμεν ἐστὶν ἑκάστῳ.»