Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 18 στ. 151-225
Είπε, και στάλαξε μελόγλυκο κρασί, πριν πιει κι ατός του,
και το ποτήρι στου αρχοντόπουλου το γύρισε τα χέρια.
Με την καρδιά βαριά κι ο Αμφίνομος, την κεφαλή σκυμμένη,
πίσω γυρνάει· ψυχανεμίζουνταν μαθές το χαλασμό του.
Μα ουδ᾽ έτσι γλίτωσε το θάνατο· και τούτον με τα χέρια 155
και το κοντάρι του Τηλέμαχου τον δάμασε η Παλλάδα.
Ωστόσο στο θρονί του εκάθισε, που λίγο πριν καθόταν.
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, στην Πηνελόπη ξάφνου
έδωκε φώτιση, στη φρόνιμη του Ικάριου θυγατέρα,
μπρος στους μνηστήρες νά ᾽βγει, τι ήθελε τα φρένα των μνηστήρων 160
να ξεσηκώσει ακόμα πιότερο, για να φανεί κι ατή της
μπροστά στο γιο, μπροστά στον άντρα της πιο τιμημένη ακόμα.
Και πρώτα γέλασε παράταιρα κι απέ μιλεί και κρένει:
«Πρώτη φορά, Ευρυνόμη, πόθησα να βγώ, ποτέ μου ως τώρα,
για να με ιδούν, κι ας τους οχτρεύουμαι, μπροστά τους οι μνηστήρες. 165
Κι ένα στο γιο μου λόγο νά ᾽λεγα, που θά ᾽ναι για καλό του·
όλη την ώρα με τους άνομους μνηστήρες να μη σμίγει·
λόγια γλυκά τού λεν, μα πίσω του κακό τού μελετούνε.»
Γυρνώντας τότε κι η κελάρισσα της μίλησε Ευρυνόμη:
«Αλήθεια, τούτα πού ᾽πες, κόρη μου, σωστά και δίκια ειν᾽ όλα. 170
Σύρε λοιπόν στο γιο σου, πές του τα, και τίποτα μην κρύψεις.
Όμως πιο πρώτα λούσου κι άλειψε τα μάγουλα με μύρα·
μην πας ως είσαι, με το πρόσωπο στα κλάματα λουσμένο·
καλό μαθές δεν είναι, αδιάκοπα να κλαις και να θρηνάσαι.
Κι ο γιος σου τώρα πια μεγάλωσε, του βγήκαν και τα γένια, 175
καθώς ευκιόσουν στους αθάνατους να τόνε δεις μια μέρα.»
Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη γυρνάει κι απηλογιέται:
«Όσο, Ευρυνόμη, κι αν με γνοιάζεσαι, του κάκου μη γυρεύεις
γνώμη ν᾽ αλλάξω τώρα, να λουστώ και ν᾽ αλειφτώ με μύρα.
Τα κάλλη τα δικά μου τά ᾽σβησαν οι αθάνατοι του Ολύμπου, 180
απ᾽ τον καιρό που εκείνος έφυγε στα βαθουλά καράβια.
Στην Ιπποδάμεια τώρα μίλησε και στην Αυτόνοη, νά ᾽ρθουν
μαζί μου, δίπλα εκεί να στέκουνται, στο αρχονταρίκι ως θά ᾽μπω·
τι να βρεθώ μονάχη ντρέπουμαι σε τόσους άντρες μέσα.»
Αυτά τής είπε, κι η γερόντισσα το γυναικίτη αφήκε, 185
στις σκλάβες για να πάει το μήνυμα και να τις σπρώξει νά ᾽ρθουν.
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, στοχάστηκε άλλα πάλε·
της Πηνελόπης με ύπνο ολόγλυκο περέχυσε τα μάτια·
κι έγειρε πίσω και κοιμήθηκε κι οι αρμοί της ελυθήκαν
πα στο θρονί· κι εκεί στον ύπνο της τη στόλισε με δώρα 190
αθάνατα η θεά η τρισεύγενη, για να τη δουν οι Αργίτες
και να σαστίσουν· πρώτα τ᾽ όμορφο παστρεύει πρόσωπό της
με θείο φταμόρφι, που το αλείβεται κι η ομορφοστεφανούσα
Κυθέρεια, σε χορό ερωτιάρικο κινώντας με τις Χάρες·
κι ακόμα πιο αψηλή την έκανε και πιο μεστή να δείχνει, 195
και πιο χιονάτη κι απ᾽ το φίλντισι το καλοδουλεμένο.
Ως τούτα τέλεψε η τρισεύγενη θεά, κινάει και φεύγει.
Κι ήρθαν οι δυο κρουσταλλοβράχιονες απ᾽ το παλάτι βάγιες,
κι όπως φωνάζαν, την εσήκωσαν απ᾽ το γλυκό τον ύπνο·
κι εκείνη, με τα χέρια τρίβοντας τα μάγουλά της, είπε: 200
«Γλυκό αποκάρωμα που μ᾽ έζωσε την τρισερημιασμένη!
Η Άρτεμη η αγνή μακάρι θάνατο τόσο γλυκό και τώρα
μεμιάς να μού ᾽δινε, τα κλάματα να λείπαν, τη ζωή μου
να μην αφάνιζα, τον άντρα μου, τις τόσες προκοπές του
αποζητώντας· τι ξεχώριζε μες στους Αργίτες όλους.» 205
Αυτά ειπε, κι απ᾽ το ανώι το λιόφωτο να κατεβαίνει πήρε,
όχι μονάχη· οι δυο ξοπίσω της την ακλουθούσαν βάγιες.
Και τους μνηστήρες σαν αντίκρισε των γυναικών το θάμα,
σε μια κολόνα δίπλα εστάθηκε της στέριας στέγης, κι είχε
κρυμμένα ολόγυρα τα μάγουλα με στραφτερή μαντίλα. 210
Κι ως οι πιστές της βάγιες στάθηκαν ζερβόδεξα, τα γόνα
σε μια στιγμή εκεινών παράλυσαν, και λαχταρήσαν όλοι
να κοιμηθούνε στο κρεβάτι της, του πόθου σκλαβωμένοι.
Μα αυτή μιλούσε στον Τηλέμαχο, τον ακριβό το γιο της:
«Δεν έχεις πια μυαλό, Τηλέμαχε, σού ᾽χει απολείψει η γνώση! 215
Παιδί σαν ήσουν, είχες πιότερη στα φρένα σου ξυπνάδα·
και τώρα, τόσο που μεγάλωσες και παλικάρι εγίνης,
που κι ένας ξένος λέω, το διώμα σου θωρώντας και τις χάρες,
θά ᾽λεγε ενός αντρούς καλότυχου πως είσαι η φύτρα ― τώρα
τα φρένα πια δεν τά ᾽χεις άδολα κι ουδέ σωστή τη γνώμη. 220
Μες στο παλάτι μας πώς μπόρεσε να γίνει τέτοιο πράμα,
στον ξένο τούτον έτσι αταίριαστα ν᾽ αφήσεις να φερθούνε;
Τί θα γινόταν, πες, αν έβρισκε στο σπίτι μας τον ξένο
απ᾽ τ᾽ άγρια αυτά τραβοπαλέματα κακό κανένα ομπρός σου;
Του κόσμου πια η ντροπή θα σ᾽ έπνιγε κι η καταφρόνια αλήθεια!» 225
Ὣς φάτο, καὶ σπείσας ἔπιεν μελιηδέα οἶνον,
ἂψ δ᾽ ἐν χερσὶν ἔθηκε δέπας κοσμήτορι λαῶν.
αὐτὰρ ὁ βῆ κατὰ δῶμα φίλον τετιημένος ἦτορ,
νευστάζων κεφαλῇ· δὴ γὰρ κακὸν ὄσσετο θυμῷ.
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς φύγε κῆρα· πέδησε δὲ καὶ τὸν Ἀθήνη 155
Τηλεμάχου ὑπὸ χερσὶ καὶ ἔγχεϊ ἶφι δαμῆναι.
ἂψ δ᾽ αὖτις κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετ᾽ ἐπὶ θρόνου ἔνθεν ἀνέστη.
Τῇ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη,
κούρῃ Ἰκαρίοιο, περίφρονι Πηνελοπείῃ,
μνηστήρεσσι φανῆναι, ὅπως πετάσειε μάλιστα 160
θυμὸν μνηστήρων ἰδὲ τιμήεσσα γένοιτο
μᾶλλον πρὸς πόσιός τε καὶ υἱέος ἢ πάρος ἦεν.
ἀχρεῖον δ᾽ ἐγέλασσεν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζεν·
«Εὐρυνόμη, θυμός μοι ἐέλδεται, οὔ τι πάρος γε,
μνηστήρεσσι φανῆναι, ἀπεχθομένοισί περ ἔμπης· 165
παιδὶ δέ κεν εἴποιμι ἔπος, τό κε κέρδιον εἴη,
μὴ πάντα μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισιν ὁμιλεῖν,
οἵ τ᾽ εὖ μὲν βάζουσι, κακῶς δ᾽ ὄπιθεν φρονέουσι.»
Τὴν δ᾽ αὖτ᾽ Εὐρυνόμη ταμίη πρὸς μῦθον ἔειπε·
«ναὶ δὴ ταῦτά γε πάντα, τέκος, κατὰ μοῖραν ἔειπες. 170
ἀλλ᾽ ἴθι καὶ σῷ παιδὶ ἔπος φάο μηδ᾽ ἐπίκευθε,
χρῶτ᾽ ἀπονιψαμένη καὶ ἐπιχρίσασα παρειάς·
μηδ᾽ οὕτω δακρύοισι πεφυρμένη ἀμφὶ πρόσωπα
ἔρχευ, ἐπεὶ κάκιον πενθήμεναι ἄκριτον αἰεί.
ἤδη μὲν γάρ τοι παῖς τηλίκος, ὃν σὺ μάλιστα 175
ἠρῶ ἀθανάτοισι γενειήσαντα ἰδέσθαι.»
Τὴν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια·
«Εὐρυνόμη, μὴ ταῦτα παραύδα, κηδομένη περ,
χρῶτ᾽ ἀπονίπτεσθαι καὶ ἐπιχρίεσθαι ἀλοιφῇ·
ἀγλαΐην γὰρ ἐμοί γε θεοί, τοὶ Ὄλυμπον ἔχουσιν, 180
ὤλεσαν, ἐξ οὗ κεῖνος ἔβη κοίλῃς ἐνὶ νηυσίν.
ἀλλά μοι Αὐτονόην τε καὶ Ἱπποδάμειαν ἄνωχθι
ἐλθέμεν, ὄφρα κέ μοι παρστήετον ἐν μεγάροισιν·
οἴη δ᾽ οὐκ εἴσειμι μετ᾽ ἀνέρας· αἰδέομαι γάρ.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, γρηῢς δὲ διὲκ μεγάροιο βεβήκει 185
ἀγγελέουσα γυναιξὶ καὶ ὀτρυνέουσα νέεσθαι.
Ἔνθ᾽ αὖτ᾽ ἄλλ᾽ ἐνόησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
κούρῃ Ἰκαρίοιο κατὰ γλυκὺν ὕπνον ἔχευεν,
εὗδε δ᾽ ἀνακλινθεῖσα, λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα
αὐτοῦ ἐνὶ κλιντῆρι· τέως δ᾽ ἄρα δῖα θεάων 190
ἄμβροτα δῶρα δίδου, ἵνα μιν θησαίατ᾽ Ἀχαιοί.
κάλλεϊ μέν οἱ πρῶτα προσώπατα καλὰ κάθηρεν
ἀμβροσίῳ, οἵῳ περ ἐϋστέφανος Κυθέρεια
χρίεται, εὖτ᾽ ἂν ἴῃ Χαρίτων χορὸν ἱμερόεντα·
καί μιν μακροτέρην καὶ πάσσονα θῆκεν ἰδέσθαι, 195
λευκοτέρην δ᾽ ἄρα μιν θῆκε πριστοῦ ἐλέφαντος.
ἡ μὲν ἄρ᾽ ὣς ἕρξασ᾽ ἀπεβήσετο δῖα θεάων,
ἦλθον δ᾽ ἀμφίπολοι λευκώλενοι ἐκ μεγάροιο
φθόγγῳ ἐπερχόμεναι· τὴν δὲ γλυκὺς ὕπνος ἀνῆκε,
καί ῥ᾽ ἀπομόρξατο χερσὶ παρειὰς φώνησέν τε· 200
«ἦ με μάλ᾽ αἰνοπαθῆ μαλακὸν περὶ κῶμ᾽ ἐκάλυψεν.
αἴθε μοι ὣς μαλακὸν θάνατον πόροι Ἄρτεμις ἁγνὴ
αὐτίκα νῦν, ἵνα μηκέτ᾽ ὀδυρομένη κατὰ θυμὸν
αἰῶνα φθινύθω, πόσιος ποθέουσα φίλοιο
παντοίην ἀρετήν, ἐπεὶ ἔξοχος ἦεν Ἀχαιῶν.» 205
Ὣς φαμένη κατέβαιν᾽ ὑπερώϊα σιγαλόεντα,
οὐκ οἴη, ἅμα τῇ γε καὶ ἀμφίπολοι δύ᾽ ἕποντο.
ἡ δ᾽ ὅτε δὴ μνηστῆρας ἀφίκετο δῖα γυναικῶν,
στῆ ῥα παρὰ σταθμὸν τέγεος πύκα ποιητοῖο
ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα· 210
ἀμφίπολος δ᾽ ἄρα οἱ κεδνὴ ἑκάτερθε παρέστη.
τῶν δ᾽ αὐτοῦ λύτο γούνατ᾽, ἔρῳ δ᾽ ἄρα θυμὸν ἔθελχθεν,
πάντες δ᾽ ἠρήσαντο παραὶ λεχέεσσι κλιθῆναι.
ἡ δ᾽ αὖ Τηλέμαχον προσεφώνεεν, ὃν φίλον υἱόν·
«Τηλέμαχ᾽, οὐκέτι τοι φρένες ἔμπεδοι οὐδὲ νόημα· 215
παῖς ἔτ᾽ ἐὼν καὶ μᾶλλον ἐνὶ φρεσὶ κέρδε᾽ ἐνώμας·
νῦν δ᾽ ὅτε δὴ μέγας ἐσσὶ καὶ ἥβης μέτρον ἱκάνεις,
καί κέν τις φαίη γόνον ἔμμεναι ὀλβίου ἀνδρός,
ἐς μέγεθος καὶ κάλλος ὁρώμενος, ἀλλότριος φώς.
οὐκέτι τοι φρένες εἰσὶν ἐναίσιμοι οὐδὲ νόημα, 220
οἷον δὴ τόδε ἔργον ἐνὶ μεγάροισιν ἐτύχθη,
ὃς τὸν ξεῖνον ἔασας ἀεικισθήμεναι οὕτως.
πῶς νῦν, εἴ τι ξεῖνος ἐν ἡμετέροισι δόμοισιν
ἥμενος ὧδε πάθοι ῥυστακτύος ἐξ ἀλεγεινῆς;
σοί κ᾽ αἶσχος λώβη τε μετ᾽ ἀνθρώποισι πέλοιτο.» 225