Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 17 στ. 150-232
Αυτά ειπε, κι εκεινής ταράχτηκε βαθιά η καρδιά στα στήθη. 150
Κι ο Θεοκλύμενος της μίλησεν ο θεοδιωματάρης:
«Του αρχοντικού Οδυσσέα συντρόφισσα, κυρά μου τιμημένη,
το λόγο μου άκουσε, τι θά ᾽θελα τα που δεν ξέρει τούτος
εγώ να προφητέψω αλάθευτα, χωρίς να σου τα κρύψω:
Πρώτος ο Δίας ας είναι μάρτυρας και της φιλιάς η τάβλα 155
και του Οδυσσέα το τζάκι του άψεγου, που εδέχτη εμέ τον ξένο,
πως ο Οδυσσέας στο χώμα βρίσκεται το πατρικό του κιόλας·
θες καθιστός, θες τριγυρίζοντας για τις δουλειές να μάθει
ρωτάει τις άνομες, και θάνατο για τους μνηστήρες κλώθει·
τι είδα σημάδι απ᾽ όρνιο αντίκρυ μου, και τό ᾽πα και στο γιο σου, 160
στο καλοκούβερτο καράβι του καθώς καθόμουν μέσα.»
Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη του απηλογήθη κι είπε:
«Άμποτε, ξένε, αυτός ο λόγος σου σωστός να βγεί ως την άκρη!
Θά ᾽βλεπες τότε την αγάπη μου και πόσα θα χαιρόσουν
δώρα από μένα, να σε βλέπουνε και να σε μακαρίζουν.» 165
Τέτοια μιλούσαν συναλλήλως τους εκείνοι, κι οι μνηστήρες
την ώρα τους περνούσαν παίζοντας και ξεσυνεριζόνταν
μπρος στου Οδυσσέα το αρχοντοπάλατο με δίσκους, με κοντάρια,
στο πατημένο σιάδι, οπού ᾽παιζαν, οι αδιάντροποι, και πρώτα.
Η ώρα για γιόμα ωστόσο σήμανε, κι απ᾽ τα χωράφια ολούθε 170
εκείνοι πάντα που τα γνοιάζουνταν τα ζα λαλούσαν πίσω.
Τότε τους μίλησεν ο Μέδοντας, τι από τους κράχτες τούτος
τους άρεσε και τους παράστεκε, σαν κάθουνταν στην τάβλα:
«Άγουροι, αφού συνεριστήκατε και φράθηκε η καρδιά σας,
το γιόμα τώρα να συντάξουμε στο σπίτι μέσα ελάτε· 175
στην ώρα πάνω δεν είναι άσκημο να βρείς να γιοματίσεις.»
Είπε, και σύγκλιναν στα λόγια του κι ασκώθηκαν να φύγουν·
και στο παλάτι μόλις έφτασαν το αρχοντοκαμωμένο
κι αφήκαν πάνω στα καθίσματα τις χλαίνες που φορούσαν,
πήραν τρανά κριάρια κι έσφαζαν, καλοθρεμμένες γίδες, 180
χοίρους παχιούς και μια που διάλεξαν γελάδα απ᾽ το κοπάδι,
το γιόμα να συντάξουν θέλοντας. Ωστόσο κι ο Οδυσσέας
κι ο θείος χοιροβοσκός στα ξώμερα κινούσαν για τη χώρα.
Γυρνώντας ο Εύμαιος τότε μίλησε, στους δούλους μέσα ο πρώτος:
«Έτσι λοιπόν, στη χώρα, ξένε μου, να πας ποθεί η καρδιά σου, 185
σήμερα ακόμα; Αυτό με πρόσταξε κι ο αφέντης μου, κι ωστόσο
κάλλιο θα τό ᾽χα εγώ να σ᾽ άφηνα να μας φυλάς τη μάντρα.
Μα τον φοβούμαι και τον σέβουμαι· μπορεί μετά μαζί μου
να ξοργιστεί, κι είναι το μάλωμα βαρύ των αφεντάδων.
Μόν᾽ έλα τώρα, δρόμο ας πάρουμε· πιά εχει τσακίσει η μέρα, 190
κι αν μας επρόφταινε το σούρουπο, φοβούμαι, θα κρυώσεις.»
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
«Κι εγώ το ξέρω, το κατάλαβα, νογώ την προσταγή σου,
μονάχα ας ξεκινάμε, κι άνοιγε το δρόμο εσύ μπροστά μου.
Κι ένα στειλιάρι δώσ᾽ μου, αν σού ᾽τυχε νά ᾽χεις κομμένο κάπου, 195
για ν᾽ ακουμπώ, γιατί είναι, λέγατε, κακόβολος ο δρόμος.»
Είπε, και πέρασε στους ώμους του το βρώμικο σακούλι,
που ήταν ολότρυπο και κρέμουνταν από σκοινί, κι ως πήρε
ραβδί απ᾽ τον Εύμαιο που τον βόλευε, κινούσαν για τη χώρα,
κι οι άλλοι βοσκοί κι οι σκύλοι απόμεναν για να φυλάν τη μάντρα. 200
Οδηγημένος απ᾽ το δούλο του τραβούσε ο ρήγας, κι είχε
την όψη ψωμοζήτη, γέροντα και λεροφορεμένου,
και στο ραβδί ακουμπούσε, κι έζωναν ξεφτίδια το κορμί του.
Το κακοτράχαλο ως κατέβηκαν στρατί κι είχαν σιμώσει
στη χώρα πια, στη βρύση φτάνοντας την ομορφοχτισμένη, 205
τη γάργαρη, ούθε ο κόσμος έπινε νερό ― την είχαν χτίσει
ο Ίθακος, λένε, κι ο Πολύχτορας κι ο Νήριτος· τρογύρα
δάσο ιερό από λεύκες φύτρωνε νερόχαρες, που εκάναν
κύκλο σωστό, και κάτω κρούσταλλα χυνόνταν τα νερά της
ψηλά από το γκρεμό, κι υψώνουνταν βωμός κατάκορφά του 210
στις Νεροκόρες, όσοι διάβαιναν θυσία να τους προσφέρνουν ―
εκεί ο Μελάνθιος τους αντάμωσε με δυο βοσκούς μαζί του,
του Δόλιου ο γιος, απ᾽ τα κοπάδια του τις πιο παχιές του γίδες
λαλώντας, οι μνηστήρες νά ᾽χουνε στο γιόμα τους να τρώνε.
Κι όπως τους είδε, πρώτος μίλησε, βαριά αποπαίρνοντάς τους, 215
άπρεπα, αδιάντροπα, και χόχλασαν τα στήθη του Οδυσσέα:
«Ο ένας αγύρτης, κοίτα, δεύτερο μαζί του σούρνει αγύρτη!
Όμοιος τον όμοιο! Τους ζευγάρωσε πάλι ο θεός, ως πάντα!
Πού πας με αυτό το βρωμογούρουνο, χοιροβοσκέ χαμένε,
τον ανεβάσταγο το ζήτουλα, των τραπεζιών τη λέπρα; 220
Σε πόσες πόρτες τώρα στέκοντας την πλάτη του θα ξύνει,
ζητώντας ένα ξεροκόμματο, κι όχι σπαθιά ή λεβέτια!
Αν μου τον έδινες, βλεπάτορα στη στάνη να τον βάλω,
να κουβαλάει κλαριά στα ρίφια μου, τη μάντρα να σαρώνει,
απ᾽ το τυρόγαλο που θά ᾽πινε θα σφίγγαν τα μεριά του. 225
Όμως κακόμαθε, δεν τού ᾽ρχεται να πιάσει να δουλεύει·
τό ᾽χει καλύτερο, την άπατη κοιλιά του για να θρέψει,
να τριγυρίζει ζητιανεύοντας σκυφτός μπροστά στον κόσμο.
Πάνω σε τούτο κάτι θά ᾽λεγα, που σίγουρα θα γένει:
Αν στου Οδυσσέα του αρχοντογέννητου πατήσει το παλάτι, 230
πλήθος απάνω στο κεφάλι του σκαμνιά απ᾽ αντρίκια χέρια
θα πεταχτούν, κι ως θα του ρίχνουνται, θα σπάσουν τα πλευρά του.»
Ὣς φάτο, τῇ δ᾽ ἄρα θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινε. 150
τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε Θεοκλύμενος θεοειδής·
«ὦ γύναι αἰδοίη Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος,
ἦ τοι ὅ γ᾽ οὐ σάφα οἶδεν, ἐμεῖο δὲ σύνθεο μῦθον·
ἀτρεκέως γάρ τοι μαντεύσομαι οὐδ᾽ ἐπικεύσω.
ἴστω νῦν Ζεὺς πρῶτα θεῶν ξενίη τε τράπεζα 155
ἱστίη τ᾽ Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ἣν ἀφικάνω,
ὡς ἦ τοι Ὀδυσεὺς ἤδη ἐν πατρίδι γαίῃ,
ἥμενος ἢ ἕρπων, τάδε πευθόμενος κακὰ ἔργα,
ἔστιν, ἀτὰρ μνηστῆρσι κακὸν πάντεσσι φυτεύει·
οἷον ἐγὼν οἰωνὸν ἐϋσσέλμου ἐπὶ νηὸς 160
ἥμενος ἐφρασάμην καὶ Τηλεμάχῳ ἐγεγώνευν.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια·
«αἲ γὰρ τοῦτο, ξεῖνε, ἔπος τετελεσμένον εἴη·
τῶ κε τάχα γνοίης φιλότητά τε πολλά τε δῶρα
ἐξ ἐμεῦ, ὡς ἄν τίς σε συναντόμενος μακαρίζοι.» 165
Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον·
μνηστῆρες δὲ πάροιθεν Ὀδυσσῆος μεγάροιο
δίσκοισιν τέρποντο καὶ αἰγανέῃσιν ἱέντες,
ἐν τυκτῷ δαπέδῳ, ὅθι περ πάρος, ὕβριν ἔχοντες.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ δείπνηστος ἔην καὶ ἐπήλυθε μῆλα 170
πάντοθεν ἐξ ἀγρῶν, οἱ δ᾽ ἤγαγον οἳ τὸ πάρος περ,
καὶ τότε δή σφιν ἔειπε Μέδων· ὃς γάρ ῥα μάλιστα
ἥνδανε κηρύκων, καί σφιν παρεγίγνετο δαιτί·
«κοῦροι, ἐπεὶ δὴ πάντες ἐτέρφθητε φρέν᾽ ἀέθλοις,
ἔρχεσθε πρὸς δώμαθ᾽, ἵν᾽ ἐντυνώμεθα δαῖτα· 175
οὐ μὲν γάρ τι χέρειον ἐν ὥρῃ δεῖπνον ἑλέσθαι.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἀνστάντες ἔβαν πείθοντό τε μύθῳ.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἵκοντο δόμους εὖ ναιετάοντας,
χλαίνας μὲν κατέθεντο κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε,
οἱ δ᾽ ἱέρευον ὄϊς μεγάλους καὶ πίονας αἶγας, 180
ἵρευον δὲ σύας σιάλους καὶ βοῦν ἀγελαίην,
δαῖτ᾽ ἐντυνόμενοι. τοὶ δ᾽ ἐξ ἀγροῖο πόλινδε
ὀτρύνοντ᾽ Ὀδυσεύς τ᾽ ἰέναι καὶ δῖος ὑφορβός.
τοῖσι δὲ μύθων ἄρχε συβώτης, ὄρχαμος ἀνδρῶν·
«ξεῖν᾽, ἐπεὶ ἂρ δὴ ἔπειτα πόλινδ᾽ ἴμεναι μενεαίνεις 185
σήμερον, ὡς ἐπέτελλεν ἄναξ ἐμός, ―ἦ σ᾽ ἂν ἐγώ γε
αὐτοῦ βουλοίμην σταθμῶν ῥυτῆρα λιπέσθαι·
ἀλλὰ τὸν αἰδέομαι καὶ δείδια, μή μοι ὀπίσσω
νεικείῃ· χαλεπαὶ δὲ ἀνάκτων εἰσὶν ὁμοκλαί·
ἀλλ᾽ ἄγε νῦν ἴομεν· δὴ γὰρ μέμβλωκε μάλιστα 190
ἦμαρ, ἀτὰρ τάχα τοι ποτὶ ἕσπερα ῥίγιον ἔσται.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«γιγνώσκω, φρονέω· τά γε δὴ νοέοντι κελεύεις.
ἀλλ᾽ ἴομεν, σὺ δ᾽ ἔπειτα διαμπερὲς ἡγεμόνευε.
δὸς δέ μοι, εἴ ποθί τοι ῥόπαλον τετμημένον ἐστί, 195
σκηρίπτεσθ᾽, ἐπεὶ ἦ φατ᾽ ἀρισφαλέ᾽ ἔμμεναι οὐδόν.»
Ἦ ῥα καὶ ἀμφ᾽ ὤμοισιν ἀεικέα βάλλετο πήρην,
πυκνὰ ῥωγαλέην· ἐν δὲ στρόφος ἦεν ἀορτήρ.
Εὔμαιος δ᾽ ἄρα οἱ σκῆπτρον θυμαρὲς ἔδωκε.
τὼ βήτην, σταθμὸν δὲ κύνες καὶ βώτορες ἄνδρες 200
ῥύατ᾽ ὄπισθε μένοντες· ὁ δ᾽ ἐς πόλιν ἦγεν ἄνακτα
πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι,
σκηπτόμενον· τὰ δὲ λυγρὰ περὶ χροῒ εἵματα ἕστο.
Ἀλλ᾽ ὅτε δὴ στείχοντες ὁδὸν κάτα παιπαλόεσσαν
ἄστεος ἐγγὺς ἔσαν καὶ ἐπὶ κρήνην ἀφίκοντο 205
τυκτὴν καλλίροον, ὅθεν ὑδρεύοντο πολῖται,
τὴν ποίησ᾽ Ἴθακος καὶ Νήριτος ἠδὲ Πολύκτωρ·
ἀμφὶ δ᾽ ἄρ᾽ αἰγείρων ὑδατοτρεφέων ἦν ἄλσος,
πάντοσε κυκλοτερές, κατὰ δὲ ψυχρὸν ῥέεν ὕδωρ
ὑψόθεν ἐκ πέτρης· βωμὸς δ᾽ ἐφύπερθε τέτυκτο 210
νυμφάων, ὅθι πάντες ἐπιρρέζεσκον ὁδῖται·
ἔνθα σφέας ἐκίχανεν υἱὸς Δολίοιο Μελανθεὺς
αἶγας ἄγων, αἳ πᾶσι μετέπρεπον αἰπολίοισι,
δεῖπνον μνηστήρεσσι· δύω δ᾽ ἅμ᾽ ἕποντο νομῆες.
τοὺς δὲ ἰδὼν νείκεσσεν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζεν 215
ἔκπαγλον καὶ ἀεικές· ὄρινε δὲ κῆρ Ὀδυσῆος·
«νῦν μὲν δὴ μάλα πάγχυ κακὸς κακὸν ἡγηλάζει,
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον.
πῇ δὴ τόνδε μολοβρὸν ἄγεις, ἀμέγαρτε συβῶτα,
πτωχὸν ἀνιηρόν, δαιτῶν ἀπολυμαντῆρα; 220
ὃς πολλῇς φλιῇσι παραστὰς φλίψεται ὤμους,
αἰτίζων ἀκόλους, οὐκ ἄορας οὐδὲ λέβητας·
τόν γ᾽ εἴ μοι δοίης σταθμῶν ῥυτῆρα γενέσθαι
σηκοκόρον τ᾽ ἔμεναι θαλλόν τ᾽ ἐρίφοισι φορῆναι,
καί κεν ὀρὸν πίνων μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο. 225
ἀλλ᾽ ἐπεὶ οὖν δὴ ἔργα κάκ᾽ ἔμμαθεν, οὐκ ἐθελήσει
ἔργον ἐποίχεσθαι, ἀλλὰ πτώσσων κατὰ δῆμον
βούλεται αἰτίζων βόσκειν ἣν γαστέρ᾽ ἄναλτον.
ἀλλ᾽ ἔκ τοι ἐρέω, τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται·
αἴ κ᾽ ἔλθῃ πρὸς δώματ᾽ Ὀδυσσῆος θείοιο, 230
πολλά οἱ ἀμφὶ κάρη σφέλα ἀνδρῶν ἐκ παλαμάων
πλευραὶ ἀποτρίψουσι δόμον κάτα βαλλομένοιο.»