Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 16 στ. 135-200
Εύμαιε, και συ του απηλογήθηκες, χοιροβοσκέ, και τού ᾽πες: 135
«Κι εγώ το ξέρω, το κατάλαβα, νογώ την προσταγή σου.
Μόν᾽ έλα τώρα, δώσε απόκριση και μίλα μου σταράτα,
το μήνυμά σου αν θες πηγαίνοντας να πω και στο Λαέρτη ―
τον άμοιρο! Ο καημός τον έτρωγε και πρώτα του Οδυσσέα,
γνοιαζόταν όμως και τα χτήματα, και με τους δούλους σπίτι 140
κι έπινε κι έτρωγε, σαν πού ᾽θελε κάθε φορά η καρδιά του.
Μα τώρα, αφόντας ξενιτεύτηκες στην Πύλο με καράβι,
στο στόμα λεν νερό δεν έβαλε μηδέ φαγί καθόλου,
μηδέ κοιτάζει πια τα χτήματα· καθούμενος θρηνάται
και γόζεται, κι η σάρκα ολόγυρα στα κόκαλά του λιώνει.» 145
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά τού δίνει:
«Κακό πολύ, μα ας τον αφήσουμε, κι ας καίγεται η καρδιά μας.
Στο χέρι των θνητών αν έστεκε να γίνουνται όλα ως θέμε,
πρώτα θα διάλεγα του κύρη μου το γυρισμό απ᾽ τα ξένα.
Μα ως πας το μήνυμα, εσύ διάγειρε, στα ξώμερα μην τρέχεις 150
να βρείς εκείνον· στη μητέρα μου να πεις θυμήσου μόνο
να ξαποστείλει την κελάρισσα, χωρίς καιρό να χάσει,
κρυφά, κι εκείνη πια του γέροντα να φέρει το μαντάτο.»
Με τέτοια λόγια τον ξεσήκωσε· τα σάνταλά του εκείνος
στα πόδια φόρεσε και κίνησε. Της Αθηνάς ωστόσο 155
ο θείος χοιροβοσκός δεν ξέφυγε πως το μαντρί είχε αφήσει.
Χωρίς καιρό να χάσει, ζύγωσε, κι είχε την όψη πάρει
γυναίκας όμορφης, τρανόκορμης, πιδέξιας ανυφάντρας.
Όξω στην πόρτα αντίκρυ εστάθηκε, για να τη δει ο Οδυσσέας,
μα δεν την ένιωσε ο Τηλέμαχος κι ουδέ την είδε ομπρός του, 160
τι οι αθάνατοι δε φανερώνουνται στου καθενός τα μάτια.
Μόνο ο Οδυσσέας την είδε νά ᾽ρχεται κι οι σκύλοι, που σκορπίσαν
κείθε απ᾽ τη μάντρα γλαφουνίζοντας, χωρίς να τη γαυγίσουν.
Κι ως με τα φρύδια εκείνη τού ᾽γνεψε, κατάλαβε ο Οδυσσέας,
κι απ᾽ το καλύβι εβγήκε, της αυλής τον τοίχο προσπερνώντας, 165
και στην Παλλάδα αντίκρυ στάθηκε· κι αυτή τον λόγο επήρε:
«Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
όλα στο γιο σου πες τα, τίποτα μην του κρατάς κρυμμένο·
και των μνηστήρων πια σαν κλώσετε το χαλασμό, κινάτε
να πάτε οι δυο σας στην περίλαμπρη την πολιτεία· σε λίγο 170
κοντά σας θα βρεθώ· λαχτάρησα κι εγώ να πολεμήσω!»
Είπε η Αθηνά, κι όπως τον άγγιξε με το χρυσό ραβδί της,
πλυμένα καθαρά τού φόρεσε χλαμύδα και χιτώνα
στα στήθη γύρω, και του τράνεψε κι ανάστημα και νιότη·
ηλιοκαμένος πάλι βρέθηκε, τα μάγουλά του εσφίξαν, 175
και μαύρα γένια τού ξεφύτρωσαν τρογύρα στο πιγούνι.
Ως τούτα τέλεψε, ξεμάκρυνε· γυρίζει κι ο Οδυσσέας
στο καλυβόσπιτο· και σάστισε θωρώντας τον ο γιος του,
κι αλλού γυρνάει τα μάτια τρέμοντας, θεός κανείς μην είναι,
κι έτσι μιλώντας ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια: 180
«Τώρα μου φάνταξες αλλιώτικος απ᾽ ό,τι πρώτα, ξένε·
τα ρούχα σου άλλα, και στην όψη σου δε δείχνεις ίδιος νά ᾽σαι.
Θεός αν είσαι, απ᾽ όσους τ᾽ άσωστα ψηλά κρατούν ουράνια,
σπλαχνίσου μας! Θα σου προσφέρουμε θυσίες της αρεσκιάς σου
κι άλλα χαρίσματα από μάλαμα· μονάχα ελέησέ μας!» 185
Και τότε ο θεϊκός, πολύπαθος του μίλησε Οδυσσέας:
«Δεν είμαι εγώ θεός· με αθάνατους γιατί με συνομοιάζεις;
μόν᾽ είμαι ο κύρης σου! Για χάρη του τραβάς εσύ περίσσιους
καημούς και βάσανα, και δέχεσαι τις αδικιές των άλλων.»
Σαν είπε αυτά, το γιο του εφίλησε, κι από τα μάγουλά του 190
τα δάκρυα να κυλήσουν άφησε, που ως τότε ανακρατούσε.
Μα δεν το πίστευε ο Τηλέμαχος ακόμα πως μπροστά του
είχε τον κύρη του· ξανάπιασε λοιπόν το λόγο κι είπε:
«Δεν είσαι εσύ ο Οδυσσέας ο κύρης μου, μόν᾽ κάποιος με πλανεύει
απ᾽ τους θεούς, ακόμα πιότερο να κλαίω και να χτυπιέμαι. 195
Και ποιός θνητός ποτέ θα δύνουνταν να φτιάσει με το νου του
θάματα τέτοια; Μόνο αν έφτανε κανείς θεός, μπορούσε,
αν τό ᾽θελε, να κάνει ανέκοπα γιά νιο γιά γέρο κάποιον.
Κι εσύ πριν λίγο γέρος έδειχνες και λεροφορεμένος,
και τώρα τους θεούς, που τ᾽ άσωστα κρατούν ουράνια, μοιάζεις.» 200
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα· 135
«γιγνώσκω, φρονέω· τά γε δὴ νοέοντι κελεύεις.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον,
ἦ καὶ Λαέρτῃ αὐτὴν ὁδὸν ἄγγελος ἔλθω
δυσμόρῳ, ὃς τῆος μὲν Ὀδυσσῆος μέγ᾽ ἀχεύων
ἔργα τ᾽ ἐποπτεύεσκε μετὰ δμώων τ᾽ ἐνὶ οἴκῳ 140
πῖνε καὶ ἦσθ᾽, ὅτε θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἀνώγοι·
αὐτὰρ νῦν, ἐξ οὗ σύ γε οἴχεο νηῒ Πύλονδε,
οὔ πώ μίν φασιν φαγέμεν καὶ πιέμεν αὔτως,
οὐδ᾽ ἐπὶ ἔργα ἰδεῖν, ἀλλὰ στοναχῇ τε γόῳ τε
ἧσται ὀδυρόμενος, φθινύθει δ᾽ ἀμφ᾽ ὀστεόφι χρώς.» 145
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«ἄλγιον, ἀλλ᾽ ἔμπης μιν ἐάσομεν, ἀχνύμενοί περ·
εἰ γάρ πως εἴη αὐτάγρετα πάντα βροτοῖσι,
πρῶτόν κεν τοῦ πατρὸς ἑλοίμεθα νόστιμον ἦμαρ.
ἀλλὰ σύ γ᾽ ἀγγείλας ὀπίσω κίε, μηδὲ κατ᾽ ἀγροὺς 150
πλάζεσθαι μετ᾽ ἐκεῖνον· ἀτὰρ πρὸς μητέρα εἰπεῖν
ἀμφίπολον ταμίην ὀτρυνέμεν ὅττι τάχιστα
κρύβδην· κείνη γάρ κεν ἀπαγγείλειε γέροντι.»
Ἦ ῥα καὶ ὦρσε συφορβόν· ὁ δ᾽ εἵλετο χερσὶ πέδιλα,
δησάμενος δ᾽ ὑπὸ ποσσὶ πόλινδ᾽ ἴεν. οὐδ᾽ ἄρ᾽ Ἀθήνην 155
λῆθεν ἀπὸ σταθμοῖο κιὼν Εὔμαιος ὑφορβός,
ἀλλ᾽ ἥ γε σχεδὸν ἦλθε· δέμας δ᾽ ἤϊκτο γυναικὶ
καλῇ τε μεγάλῃ τε καὶ ἀγλαὰ ἔργα ἰδυίῃ.
στῆ δὲ κατ᾽ ἀντίθυρον κλισίης Ὀδυσῆϊ φανεῖσα·
οὐδ᾽ ἄρα Τηλέμαχος ἴδεν ἀντίον οὐδ᾽ ἐνόησεν, 160
οὐ γάρ πως πάντεσσι θεοὶ φαίνονται ἐναργεῖς,
ἀλλ᾽ Ὀδυσεύς τε κύνες τε ἴδον, καί ῥ᾽ οὐχ ὑλάοντο,
κνυζηθμῷ δ᾽ ἑτέρωσε διὰ σταθμοῖο φόβηθεν.
ἡ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ ὀφρύσι νεῦσε· νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεύς,
ἐκ δ᾽ ἦλθεν μεγάροιο παρὲκ μέγα τειχίον αὐλῆς, 165
στῆ δὲ πάροιθ᾽ αὐτῆς· τὸν δὲ προσέειπεν Ἀθήνη·
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
ἤδη νῦν σῷ παιδὶ ἔπος φάο μηδ᾽ ἐπίκευθε,
ὡς ἂν μνηστῆρσιν θάνατον καὶ κῆρ᾽ ἀραρόντε
ἔρχησθον προτὶ ἄστυ περικλυτόν· οὐδ᾽ ἐγὼ αὐτὴ 170
δηρὸν ἀπὸ σφῶϊν ἔσομαι μεμαυῖα μάχεσθαι.»
Ἦ καὶ χρυσείῃ ῥάβδῳ ἐπεμάσσατ᾽ Ἀθήνη.
φᾶρος μέν οἱ πρῶτον ἐϋπλυνὲς ἠδὲ χιτῶνα
θῆκ᾽ ἀμφὶ στήθεσσι, δέμας δ᾽ ὤφελλε καὶ ἥβην.
ἂψ δὲ μελαγχροιὴς γένετο, γναθμοὶ δὲ τάνυσθεν, 175
κυάνεαι δ᾽ ἐγένοντο γενειάδες ἀμφὶ γένειον.
ἡ μὲν ἄρ᾽ ὣς ἔρξασα πάλιν κίεν· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ἤϊεν ἐς κλισίην· θάμβησε δέ μιν φίλος υἱός,
ταρβήσας δ᾽ ἑτέρωσε βάλ᾽ ὄμματα μὴ θεὸς εἴη,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα· 180
«ἀλλοῖός μοι, ξεῖνε, φάνης νέον ἠὲ πάροιθεν,
ἄλλα δὲ εἵματ᾽ ἔχεις, καί τοι χρὼς οὐκέθ᾽ ὁμοῖος.
ἦ μάλα τις θεός ἐσσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν·
ἀλλ᾽ ἵληθ᾽, ἵνα τοι κεχαρισμένα δώομεν ἱρὰ
ἠδὲ χρύσεα δῶρα, τετυγμένα· φείδεο δ᾽ ἡμέων.» 185
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς·
«οὔ τίς τοι θεός εἰμι· τί μ᾽ ἀθανάτοισιν ἐΐσκεις;
ἀλλὰ πατὴρ τεός εἰμι, τοῦ εἵνεκα σὺ στεναχίζων
πάσχεις ἄλγεα πολλά, βίας ὑποδέγμενος ἀνδρῶν.»
Ὣς ἄρα φωνήσας υἱὸν κύσε, κὰδ δὲ παρειῶν 190
δάκρυον ἧκε χαμᾶζε· πάρος δ᾽ ἔχε νωλεμὲς αἰεί.
Τηλέμαχος δ᾽, οὐ γάρ πω ἐπείθετο ὃν πατέρ᾽ εἶναι,
ἐξαῦτίς μιν ἔπεσσιν ἀμειβόμενος προσέειπεν·
«οὐ σύ γ᾽ Ὀδυσσεύς ἐσσι πατὴρ ἐμός, ἀλλά με δαίμων
θέλγει, ὄφρ᾽ ἔτι μᾶλλον ὀδυρόμενος στεναχίζω. 195
οὐ γάρ πως ἂν θνητὸς ἀνὴρ τάδε μηχανόῳτο
ᾧ αὐτοῦ γε νόῳ, ὅτε μὴ θεὸς αὐτὸς ἐπελθὼν
ῥηϊδίως ἐθέλων θείη νέον ἠδὲ γέροντα.
ἦ γάρ τοι νέον ἦσθα γέρων καὶ ἀεικέα ἕσσο·
νῦν δὲ θεοῖσιν ἔοικας, οἳ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι.» 200