Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 15 στ. 130-188
Είπε, και τό ᾽βαλε στα χέρια του, κι εκείνος το προσδέχτη 130
όλο χαρά· κι ο αρχοντογέννητος Πεισίστρατος τα δώρα
πήρε, τα θάμαξε και τά ᾽κρυψε στο αμαξοκόφινό τους.
Μετά ο ξανθός Μενέλαος τράβηξε μαζί τους στο παλάτι
και σε σκαμνιά κει πέρα κάθισαν και σε θρονιά, να φάνε.
Μια παρακόρη τότε τρέχοντας νερό σε στάμνα φέρνει, 135
χρυσή, πανώρια, κι από κάτω της ένα αργυρό λεγένι,
για να πλυθούν, κι ομπρός τους άπλωσε στραφταλιστό τραπέζι.
Ψωμί κι η σεβαστή κελάρισσα τους κουβαλάει, και πλήθος
φαγιά απιθώνει, απ᾽ ό,τι βρέθηκε καλό φιλεύοντάς τους·
κι ο Ετεωνέας το κρέας ελιάνιζε και μοίραζε ένα γύρο, 140
κι έπαιρνε ο γιος του πολυδόξαστου Μενέλαου να κεράσει.
Κι αυτοί στα ετοιμασμένα αντίκρυ τους φαγιά τα χέρια απλώσαν·
και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,
ζέψαν τ᾽ αλόγατα ο Τηλέμαχος κι ο γιος ο παινεμένος
του Νέστορα κι ευτύς ανέβηκαν στο πλουμισμένο αμάξι, 145
και βγήκαν όξω απ᾽ την αυλόπορτα και το βουερό χαγιάτι.
Πίσω ο ξανθός Μενέλαος έρχουνταν, ο γιος του Ατρέα, κρατώντας
γεμάτη στο δεξί το χέρι του μαλαματένια κούπα,
σπονδές να κάνουν με γλυκόπιοτο κρασί, πριχού κινήσουν·
κι έλεε μπροστά στο αμάξι στέκοντας, καλοστρατίζοντάς τους: 150
«Γεια και χαρά σας τώρα, νιούτσικοι, και να μου χαιρετάτε
το ρήγα Νέστορα· μου στάθηκε στην Τροία τα δέκα χρόνια,
που οι γιοι των Αχαιών χτυπιόμαστε, σωστός καλός πατέρας.»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά τού δίνει:
«Μετά χαράς, αρχοντογέννητε, καθώς μας παραγγέλνεις, 155
θα του τα πούμε αυτά, ως διαγείρουμε. Και στην Ιθάκη νά ᾽ταν
παρόμοια, ως θα γυρνώ, ν᾽ αντάμωνα τον Οδυσσέα στο σπίτι,
να του ιστορήσω πόση μού ᾽δειξες στο αρχοντικό σου αγάπη
και πόσα κουβαλώ αξετίμητα χαρίσματα από σένα!»
Ως έλεε τούτα, αϊτός επρόβαλε, δεξιά μεριά πετώντας· 160
χήνα τρανή, χιονάτη κι ήμερη στα νύχια του κρατούσε,
απ᾽ την αυλή αρπαγμένη· πίσω του χουγιάζοντας ετρέχαν
γυναίκες κι άντρες· μα όπως σίμωσε κει που στεκόνταν οι άλλοι,
μπρος στ᾽ άλογα δεξιά χιτάρωσε· κι εκείνοι, σαν τον είδαν,
πήραν χαρά τρανή και γλύκαναν μέσα ολωνώ τα σπλάχνα. 165
Κι ο γιος του Νέστορα, ο Πεισίστρατος, το λόγο εκίνα πρώτος:
«Μενέλαε, ρήγα αρχοντογέννητε, γιά κρίνε: το σημάδι,
τώρα ο θεός που μας φανέρωσε, δικό μας γιά δικό σου;»
Αυτά ειπε· ωστόσο ο πολεμόχαρος Μενέλαος στοχαζόταν
πώς το σημάδι θα ξεδιάλυνε σωστά και μυαλωμένα· 170
όμως η Ελένη προλαβαίνοντας τους λέει η μακρομαντούσα:
«Θα το διαλύνω εγώ κι ακούστε με, τι οι αθάνατοι μου δίνουν
την ώρα αυτή στα φρένα φώτιση, κι αυτό θαρρώ θα γένει:
Απ᾽ το βουνό όπως τούτος έφτασεν, ούθε γενιά και φύτρα
κρατάει, τη χήνα, εμείς που θρέψαμε, ν᾽ αρπάξει απ᾽ την αυλή μας, 175
όμοια ο Οδυσσέας, αφού παράδειρε και τυραννήθη τόσο,
πίσω θα᾽ ρθεί να πάρει εγδίκηση· μπορεί και νά ᾽ναι κιόλας
στο σπίτι του, στο νου του κλώθοντας κακά για τους μνηστήρες.»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά τής δίνει:
«Της Ήρας ο άντρας ο βαρύβροντος αν τα τελέψει τούτα, 180
σα σε θεά θα σου προσεύχουμαι κει πέρα στο νησί μου.»
Είπε και τ᾽ άλογα μαστίγωσε· κι εκείνα ξεκινώντας
την πολιτεία διαβήκαν γρήγορα και χύθηκαν στον κάμπο,
και το ζυγό τα δυο ζερβόδεξα κουνούσαν όλη μέρα.
Κι ο ήλιος ως πήρε και βασίλεψε κι ισκιώσαν όλοι οι δρόμοι, 185
φτασμένοι στη Φηρή βρεθήκανε, μπρος στου Διοκλή το σπίτι,
που ήταν ο γιος του ρήγα Ορτίλοχου και του Αλφειού τ᾽ αγγόνι.
Αυτός εκεί τους καλοσκάμνισε και πέρασαν τη νύχτα.
Ὣς εἰποῦσ᾽ ἐν χερσὶ τίθει, ὁ δ᾽ ἐδέξατο χαίρων. 130
καὶ τὰ μὲν ἐς πείρινθα τίθει Πεισίστρατος ἥρως
δεξάμενος, καὶ πάντα ἑῷ θηήσατο θυμῷ·
τοὺς δ᾽ ἦγε πρὸς δῶμα κάρη ξανθὸς Μενέλαος.
ἑζέσθην δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε.
χέρνιβα δ᾽ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα 135
καλῇ χρυσείῃ, ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος,
νίψασθαι· παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν.
σῖτον δ᾽ αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα,
εἴδατα πόλλ᾽ ἐπιθεῖσα, χαριζομένη παρεόντων·
πὰρ δὲ Βοηθοΐδης κρέα δαίετο καὶ νέμε μοίρας· 140
οἰνοχόει δ᾽ υἱὸς Μενελάου κυδαλίμοιο.
οἱ δ᾽ ἐπ᾽ ὀνείαθ᾽ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
δὴ τότε Τηλέμαχος καὶ Νέστορος ἀγλαὸς υἱὸς
ἵππους τε ζεύγνυντ᾽ ἀνά θ᾽ ἅρματα ποικίλ᾽ ἔβαινον, 145
ἐκ δ᾽ ἔλασαν προθύροιο καὶ αἰθούσης ἐριδούπου.
τοὺς δὲ μετ᾽ Ἀτρεΐδης ἔκιε ξανθὸς Μενέλαος,
οἶνον ἔχων ἐν χειρὶ μελίφρονα δεξιτερῆφι,
ἐν δέπαϊ χρυσέῳ, ὄφρα λείψαντε κιοίτην.
στῆ δ᾽ ἵππων προπάροιθε, δεδισκόμενος δὲ προσηύδα· 150
«χαίρετον, ὦ κούρω, καὶ Νέστορι ποιμένι λαῶν
εἰπεῖν· ἦ γὰρ ἐμοί γε πατὴρ ὣς ἤπιος ἦεν,
ἦος ἐνὶ Τροίῃ πολεμίζομεν υἷες Ἀχαιῶν.»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«καὶ λίην κείνῳ γε, διοτρεφές, ὡς ἀγορεύεις, 155
πάντα τάδ᾽ ἐλθόντες καταλέξομεν αἲ γὰρ ἐγὼν ὣς
νοστήσας Ἰθάκηνδε κιχὼν Ὀδυσῆ᾽ ἐνὶ οἴκῳ
εἴποιμ᾽, ὡς παρὰ σεῖο τυχὼν φιλότητος ἁπάσης
ἔρχομαι, αὐτὰρ ἄγω κειμήλια πολλὰ καὶ ἐσθλά.»
Ὣς ἄρα οἱ εἰπόντι ἐπέπτατο δεξιὸς ὄρνις, 160
αἰετὸς ἀργὴν χῆνα φέρων ὀνύχεσσι πέλωρον,
ἥμερον ἐξ αὐλῆς· οἱ δ᾽ ἰύζοντες ἕποντο
ἀνέρες ἠδὲ γυναῖκες· ὁ δέ σφισιν ἐγγύθεν ἐλθὼν
δεξιὸς ἤϊξε πρόσθ᾽ ἵππων· οἱ δὲ ἰδόντες
γήθησαν, καὶ πᾶσιν ἐνὶ φρεσὶ θυμὸς ἰάνθη. 165
τοῖσι δὲ Νεστορίδης Πεισίστρατος ἄρχετο μύθων·
«φράζεο δή, Μενέλαε διοτρεφές, ὄρχαμε λαῶν,
ἢ νῶϊν τόδ᾽ ἔφηνε θεὸς τέρας ἦε σοὶ αὐτῷ.»
Ὣς φάτο, μερμήριξε δ᾽ ἀρηΐφιλος Μενέλαος,
ὅππως οἱ κατὰ μοῖραν ὑποκρίναιτο νοήσας. 170
τὸν δ᾽ Ἑλένη τανύπεπλος ὑποφθαμένη φάτο μῦθον·
«κλῦτέ μευ· αὐτὰρ ἐγὼ μαντεύσομαι, ὡς ἐνὶ θυμῷ
ἀθάνατοι βάλλουσι καὶ ὡς τελέεσθαι ὀΐω.
ὡς ὅδε χῆν᾽ ἥρπαξ᾽ ἀτιταλλομένην ἐνὶ οἴκῳ
ἐλθὼν ἐξ ὄρεος, ὅθι οἱ γενεή τε τόκος τε, 175
ὣς Ὀδυσεὺς κακὰ πολλὰ παθὼν καὶ πόλλ᾽ ἐπαληθεὶς
οἴκαδε νοστήσει καὶ τίσεται· ἠὲ καὶ ἤδη
οἴκοι, ἀτὰρ μνηστῆρσι κακὸν πάντεσσι φυτεύει.»
Τὴν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«οὕτω νῦν Ζεὺς θείη, ἐρίγδουπος πόσις Ἥρης· 180
τῷ κέν τοι καὶ κεῖθι θεῷ ὣς εὐχετοῴμην.»
Ἦ καὶ ἐφ᾽ ἵπποιϊν μάστιν βάλεν· τοὶ δὲ μάλ᾽ ὦκα
ἤϊξαν πεδίονδε διὰ πτόλιος μεμαῶτες.
οἱ δὲ πανημέριοι σεῖον ζυγὸν ἀμφὶς ἔχοντες.
Δύσετό τ᾽ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί· 185
ἐς Φηρὰς δ᾽ ἵκοντο Διοκλῆος ποτὶ δῶμα,
υἱέος Ὀρτιλόχοιο, τὸν Ἀλφειὸς τέκε παῖδα.
ἔνθα δὲ νύκτ᾽ ἄεσαν, ὁ δὲ τοῖς πὰρ ξείνια θῆκεν.