Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 13 στ. 139-216
Κι ο Δίας γυρνώντας τού αποκρίθηκεν ο νεφελοστοιβάχτης:
«Ωχού μου, Κοσμοσείστη ανίκητε, τί λόγια αυτά που κρένεις; 140
Και τώρα σε τιμούν οι αθάνατοι! Και πώς μπορεί να γένει
τον πιο τρανό τους, τον πιο κάλλιο τους σε καταφρόνια νά ᾽χουν;
Όμως θνητός αν ξεθαρρεύτηκε και βρήκε το κουράγιο
να σε αψηφήσει, πάντα δύνεσαι ξεγδικιωμό να πάρεις.
Και τώρα, ως κρίνεις, πάρε απόφαση, κι ως το ποθεί η ψυχή σου.» 145
Κι ο Ποσειδώνας αποκρίθηκεν, ο κοσμοσείστης, κι είπε:
«Θα τό ᾽χα πράξει, Μαυροσύγνεφε, καθώς ορίζεις, κιόλας,
μα τη δικιά σου γνώμη σέβουμαι και το θυμό φοβούμαι.
Τώρα των Φαίακων το τρισκάλλινο καθώς γυρνάει καράβι,
στο ανταριασμένο μέσα πέλαγο να το συντρίψω θέλω, 150
να σταματήσουν, το προβόδισμα που κάνουν των ανθρώπων
να πάψουν, και τρανό στην πόλη τους βουνό θα υψώσω γύρα.»
Κι ο Δίας γυρνώντας τού αποκρίθηκεν ο νεφελοστοιβάχτης:
«Άκου, καλέ, τί εμένα εικάζεται το πιο σωστό πως είναι·
πάνω στην ώρα που απ᾽ το κάστρο τους θα το θωρούν να φτάνει 155
οι Φαίακες όλοι, στο περίγιαλο μπροστά μαρμάρωσέ το,
να μοιάζει ο βράχος του πλεούμενου, που να θαμάζουν όλοι
οι ανθρώποι, και τρανό στην πόλη τους βουνό να υψώσεις γύρα.»
Κι ο Ποσειδώνας, μόλις άκουσε του Δία το λόγο τούτο,
για το νησί των Φαίακων κίνησε να πάει, για τη Σχερία, 160
κι εκεί περίμενε, ώσπου ζύγωσε τρεχάτο το καράβι
το πελαγόδρομο. Ζυγώνοντας ο Κοσμοσείστης τότε
τού ᾽δωσε μια με την παλάμη του και τους το μαρμαρώνει,
και στο βυθό βαθιά το ρίζωσε· μετά κινάει και φεύγει.
Κι οι Φαίακες, οι τρανοί μακρόκουποι θαλασσινοί, να ιδούνε 165
τέτοιο κακό, λόγια ανεμάρπαστα σταυρώναν μεταξύ τους,
κι έτσι μιλούσεν ο καθένας τους στο διπλανό γυρνώντας:
«Ωχού, στο πέλαο ποιός μάς έδεσε το γρήγορο καράβι,
ως πίσω αρμένιζε κι ολάκερο φαινόταν πια μπροστά μας;»
Αυτά αναθίβαναν· δεν κάτεχαν μαθές το τί είχε γένει. 170
Και τότε ο Αλκίνοος τέτοια μίλησε κι αναμεσό τους είπε:
«Αλί μου, τα παλιά μαντόλογα με βρίσκουν όλα τώρα,
που ο κύρης μου έλεγε, πως κάποτε θα θύμωνε μαζί μας
ο Ποσειδώνας, τι όλους σπίτια τους γερούς τους προβοδάμε·
κι ένα καράβι μας καλόφτιαστο, την ώρα που θα ᾽ρχόταν 175
από προβόδισμα, θα τό ᾽σπαζε στο αχνό το πέλαο μέσα,
και με βουνό τρανό θα σκέπαζε την πολιτεία μας γύρα.
Τέτοια ιστορούσε τότε ο γέροντας· τώρα τελεύουν όλα.
Ωστόσο ελάτε, ομπρός, το λόγο μου ν᾽ ακούσουμε όλοι θέλω·
να πάψουν πια τα προβοδίσματα του καθενός που φτάνει 180
στην πόλη μας εδώ· και δώδεκα στον Ποσειδώνα ταύρους
ξεδιαλεγμένους τώρα ας σφάξουμε, μπορεί σπλαχνιά να νιώσει
και τρίψηλο βουνό στην πόλη μας να μην υψώσει γύρα.»
Αυτά ειπε, κι όλοι τους φοβήθηκαν και σύνταζαν τους ταύρους.
Εκείνοι επήραν τότε κι εύχουνταν στο ρήγα Ποσειδώνα 185
των Φαίακων όλοι οι πρωτοκύβερνοι κι αρχόντοι, στο βωμό του
τρογύρα ορθοί. Κι από τον ύπνο του στο πατρικό του χώμα
ο ισόθεος Οδυσσέας πετάχτηκε, μα δεν το γνώρισε, όχι·
τι έλειπε χρόνια, κι είχε ολόγυρα του γιου του Κρόνου η κόρη
πυκνήν αντάρα χύσει· λόγιαζε την όψη του να κάνει 190
πιο πριν ανέγνωρη, τη γνώμη της καταλεπτώς ν᾽ ακούσει,
να μη φανερωθεί στο ταίρι του, στους φίλους και στους άλλους,
πριχού οι μνηστήρες νά ᾽χουν όλες τους τις ανομιές πλερώσει.
Γι᾽ αυτό τα πάντα τώρα αλλόξενα του βασιλιά φαντάζαν,
οι βράχοι οι απόγκρεμοι, τ᾽ ατέλειωτα που ανοίγαν μονοπάτια, 195
τα φουντωμένα δέντρα ολόγυρα και τα φαρδιά λιμάνια.
Κι ευτύς πετάχτη ορθός, κι ως κοίταξε τη γη την πατρική του,
σέρνει φωνή μεγάλη σκούζοντας, και τα μεριά χτυπώντας
με τ᾽ ανοιχτά του χεροπάλαμα μεμιάς κινάει το θρήνο:
«Αλί σε μένα, σε ποιών έφτασα θνητών ξανά τη χώρα; 200
Άνομοι τάχα νά ᾽ναι, ανέσπλαχνοι, που δεν ψηφούν το δίκιο,
γιά εχουν ψυχή θεοφοβούμενη και συμπαθούν τον ξένο;
Και πού να πάω το βιος μου το άμετρο; κι ατός μου πού να σύρω;
Χίλιες φορές εκεί ν᾽ απόμενε, στη χώρα των Φαιάκων,
κι εγώ σε κάποιον άλλο αδείλιαστο να πήγαινα ρηγάρχη, 205
να βρώ κοντά του φιλοκόνεμα και συνοδειά, να φύγω.
Τώρα γι᾽ αυτά κρυψώνα αν θά ᾽βρισκα, δεν ξέρω, μα εδώ πέρα
δε θα τ᾽ αφήσω εγώ να κείτουνται, μη μου τ᾽ αρπάξουν άλλοι.
Ωχού, καλά δεν το λογάριασαν το καθετί και μήτε
σωστά φερθήκαν οι πρωτόγεροι κι αρχόντοι των Φαιάκων, 210
που σε άλλον τόπο με κουβάλησαν. Μου λέγαν στην Ιθάκη
τάχα θα μ᾽ έφερναν την ξέφαντη, μα δεν το κάμαν, όχι.
Ο Δίας ο ικέσιος, που το μάτι του και σε άλλες χώρες πέφτει
και τιμωράει βαριά τον άνομο, το γδικιωμό μου ας πάρει!
Μόν᾽ έλα, να μετρήσω θά ᾽θελα το βιος μου, για να ξέρω, 215
πριν φύγουν, μη μου πήραν τίποτα στο βαθουλό καράβι.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς·
«ὢ πόποι, ἐννοσίγαι᾽ εὐρυσθενές, οἷον ἔειπες. 140
οὔ τί σ᾽ ἀτιμάζουσι θεοί· χαλεπὸν δέ κεν εἴη
πρεσβύτατον καὶ ἄριστον ἀτιμίῃσιν ἰάλλειν.
ἀνδρῶν δ᾽ εἴ πέρ τίς σε βίῃ καὶ κάρτεϊ εἴκων
οὔ τι τίει, σοὶ δ᾽ ἐστὶ καὶ ἐξοπίσω τίσις αἰεί.
ἔρξον ὅπως ἐθέλεις καί τοι φίλον ἔπλετο θυμῷ.» 145
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Ποσειδάων ἐνοσίχθων·
«αἶψά κ᾽ ἐγὼν ἔρξαιμι, κελαινεφές, ὡς ἀγορεύεις·
ἀλλὰ σὸν αἰεὶ θυμὸν ὀπίζομαι ἠδ᾽ ἀλεείνω.
νῦν αὖ Φαιήκων ἐθέλω περικαλλέα νῆα
ἐκ πομπῆς ἀνιοῦσαν ἐν ἠεροειδέϊ πόντῳ 150
ῥαῖσαι, ἵν᾽ ἤδη σχῶνται, ἀπολλήξωσι δὲ πομπῆς
ἀνθρώπων, μέγα δέ σφιν ὄρος πόλει ἀμφικαλύψαι.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς·
«ὦ πέπον, ὡς μὲν ἐμῷ θυμῷ δοκεῖ εἶναι ἄριστα,
ὁππότε κεν δὴ πάντες ἐλαυνομένην προΐδωνται 155
λαοὶ ἀπὸ πτόλιος, θεῖναι λίθον ἐγγύθι γαίης
νηῒ θοῇ ἴκελον, ἵνα θαυμάζωσιν ἅπαντες
ἄνθρωποι, μέγα δέ σφιν ὄρος πόλει ἀμφικαλύψαι.»
Αὐτὰρ ἐπεὶ τό γ᾽ ἄκουσε Ποσειδάων ἐνοσίχθων,
βῆ ῥ᾽ ἴμεν ἐς Σχερίην, ὅθι Φαίηκες γεγάασιν. 160
ἔνθ᾽ ἔμεν᾽· ἡ δὲ μάλα σχεδὸν ἤλυθε ποντοπόρος νηῦς
ῥίμφα διωκομένη· τῆς δὲ σχεδὸν ἦλθ᾽ ἐνοσίχθων,
ὅς μιν λᾶαν ἔθηκε καὶ ἐρρίζωσεν ἔνερθε
χειρὶ καταπρηνεῖ ἐλάσας· ὁ δὲ νόσφι βεβήκει.
Οἱ δὲ πρὸς ἀλλήλους ἔπεα πτερόεντ᾽ ἀγόρευον 165
Φαίηκες δολιχήρετμοι, ναυσικλυτοὶ ἄνδρες.
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον·
«ὤ μοι, τίς δὴ νῆα θοὴν ἐπέδησ᾽ ἐνὶ πόντῳ
οἴκαδ᾽ ἐλαυνομένην; καὶ δὴ προὐφαίνετο πᾶσα.»
Ὣς ἄρα τις εἴπεσκε· τὰ δ᾽ οὐκ ἴσαν ὡς ἐτέτυκτο. 170
τοῖσιν δ᾽ Ἀλκίνοος ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν·
«ὢ πόποι, ἦ μάλα δή με παλαίφατα θέσφαθ᾽ ἱκάνει
πατρὸς ἐμοῦ, ὃς ἔφασκε Ποσειδάων᾽ ἀγάσεσθαι
ἡμῖν, οὕνεκα πομποὶ ἀπήμονές εἰμεν ἁπάντων.
φῆ ποτε Φαιήκων ἀνδρῶν περικαλλέα νῆα 175
ἐκ πομπῆς ἀνιοῦσαν ἐν ἠεροειδέϊ πόντῳ
ῥαισέμεναι, μέγα δ᾽ ἧμιν ὄρος πόλει ἀμφικαλύψειν.
ὣς ἀγόρευ᾽ ὁ γέρων· τὰ δὲ δὴ νῦν πάντα τελεῖται.
ἀλλ᾽ ἄγεθ᾽, ὡς ἂν ἐγὼ εἴπω, πειθώμεθα πάντες·
πομπῆς μὲν παύσασθε βροτῶν, ὅτε κέν τις ἵκηται 180
ἡμέτερον προτὶ ἄστυ· Ποσειδάωνι δὲ ταύρους
δώδεκα κεκριμένους ἱερεύσομεν, αἴ κ᾽ ἐλεήσῃ
μηδ᾽ ἡμῖν περίμηκες ὄρος πόλει ἀμφικαλύψῃ.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἔδεισαν, ἑτοιμάσσαντο δὲ ταύρους.
ὣς οἱ μέν ῥ᾽ εὔχοντο Ποσειδάωνι ἄνακτι 185
δήμου Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες,
ἑσταότες περὶ βωμόν. ὁ δ᾽ ἔγρετο δῖος Ὀδυσσεὺς
εὕδων ἐν γαίῃ πατρωΐῃ, οὐδέ μιν ἔγνω,
ἤδη δὴν ἀπεών· περὶ γὰρ θεὸς ἠέρα χεῦε
Παλλὰς Ἀθηναίη, κούρη Διός, ὄφρα μιν αὐτὸν 190
ἄγνωστον τεύξειεν ἕκαστά τε μυθήσαιτο,
μή μιν πρὶν ἄλοχος γνοίη ἀστοί τε φίλοι τε,
πρὶν πᾶσαν μνηστῆρας ὑπερβασίην ἀποτῖσαι.
τοὔνεκ᾽ ἄρ᾽ ἀλλοειδέα φαινέσκετο πάντα ἄνακτι,
ἀτραπιτοί τε διηνεκέες λιμένες τε πάνορμοι 195
πέτραι τ᾽ ἠλίβατοι καὶ δένδρεα τηλεθάοντα.
στῆ δ᾽ ἄρ᾽ ἀναΐξας καί ῥ᾽ ἔσιδε πατρίδα γαῖαν·
ᾤμωξέν τ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα καὶ ὣ πεπλήγετο μηρὼ
χερσὶ καταπρηνέσσ᾽, ὀλοφυρόμενος δ᾽ ἔπος ηὔδα·
«ὤ μοι ἐγώ, τέων αὖτε βροτῶν ἐς γαῖαν ἱκάνω; 200
ἤ ῥ᾽ οἵ γ᾽ ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι,
ἦε φιλόξεινοι καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής;
πῇ δὴ χρήματα πολλὰ φέρω τάδε; πῇ δὲ καὶ αὐτὸς
πλάζομαι; αἴθ᾽ ὄφελον μεῖναι παρὰ Φαιήκεσσιν
αὐτοῦ· ἐγὼ δέ κεν ἄλλον ὑπερμενέων βασιλήων 205
ἐξικόμην, ὅς κέν μ᾽ ἐφίλει καὶ ἔπεμπε νέεσθαι.
νῦν δ᾽ οὔτ᾽ ἄρ πῃ θέσθαι ἐπίσταμαι, οὐδὲ μὲν αὐτοῦ
καλλείψω, μή πώς μοι ἕλωρ ἄλλοισι γένηται.
ὢ πόποι, οὐκ ἄρα πάντα νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι
ἦσαν Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες, 210
οἵ μ᾽ εἰς ἄλλην γαῖαν ἀπήγαγον· ἦ τέ μ᾽ ἔφαντο
ἄξειν εἰς Ἰθάκην εὐδείελον, οὐδ᾽ ἐτέλεσσαν·
Ζεύς σφεας τείσαιτο ἱκετήσιος, ὅς τε καὶ ἄλλους
ἀνθρώπους ἐφορᾷ καὶ τίνυται, ὅς τις ἁμάρτῃ.
ἀλλ᾽ ἄγε δὴ τὰ χρήματ᾽ ἀριθμήσω καὶ ἴδωμαι, 215
μή τί μοι οἴχωνται κοίλης ἐπὶ νηὸς ἄγοντες.»