Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 10 στ. 133-197
Κι ανοίξαμε πανιά και φύγαμε με πικραμένα σπλάχνα,
εμείς γλιτώνοντας το θάνατο, χωρίς τους σύντροφούς μας.
Σ᾽ ένα νησί κατόπι εφτάσαμε, την Αία· κει πέρα η Κίρκη 135
ζούσε, θεά τρανή, ωριοπλέξουδη και με ανθρωπίσιο λάλο,
η ομόσπλαχνη αδερφή του πίβουλου του Αιήτη, τι κι οι δυο τους
την Πέρση κάτεχαν για μάνα τους, του Ωκεανού την κόρη,
κι είχαν τον Ήλιο κύρη, στους θνητούς που διασκορπάει το φως του.
Χωρίς φωνές κει πέρα αράξαμε το πλοίο μας στ᾽ ακρογιάλι, 140
σε κόρφο σίγουρο· μας έδειχνε κάποιος θεός το δρόμο.
Κι ως όξω βγήκαμε, πλαγιάζαμε δυο μέρες και δυο νύχτες
κι από την έγνοια και τον κάματο μας σπάραζαν τα σπλάχνα.
Μα ως ήρθε η τρίτη κι η ωριοπλέξουδη πρόβαλε Αυγή στην πλάση,
το κοφτερό σπαθί μου αρπάζοντας και το κοντάρι, αφήνω 145
το άρμενο πίσω μου, σε ξάγναντο γοργά ν᾽ ανέβω απάνω,
γη δουλεμένη μην αντίκριζα, φωνή μην άκουα κάποια.
Κι ως στάθηκα σε βίγλα απόγκρεμη ψηλά, για ν᾽ αγναντέψω,
σαν να μου φάνη απ᾽ την πλατύδρομη τη γη καπνός να βγαίνει,
στης Κίρκης το παλάτι, ανάμεσα σε δάση και ρουμάνια. 150
Κι ως είδα τον καπνό το διάφωτο, για μια στιγμή στα φρένα
και στην ψυχή μου διαλογίστηκα να πάω να μάθω ατός μου·
κι αυτό μού εικάστη, ως διαλογίζομουν, το πιο σωστό: να τρέξω
πιο πρώτα στο γοργό πλεούμενο και στο γιαλό, να δώσω
να φάνε οι σύντροφοι, κι αργότερα να στείλω και να μάθω. 155
Ζύγωνα πια στο δρεπανόγυρτο πλεούμενό μας· ξάφνου
κάποιος θεός, που με σπλαχνίστηκε στην τόσην ερημιά μου,
πάνω στο δρόμο αψηλοκέρατο, τρανό μού στέλνει αλάφι.
Η πύρα του ήλιου το βασάνιζε, κι ως είχε πια βοσκήσει
στο δάσο μέσα, κατηφόριζε να πιει νερό στο ρέμα. 160
Κι ως πρόβαινε, στο ραχοκόκαλο, μεσοπλατίς, χτυπώντας
το βρήκα, κι απ᾽ την άλλη εδιάβηκε το χάλκινο κοντάρι·
στη σκόνη βόγγοντας σωριάστηκε και πέταξε η ψυχή του.
Κι έσυρα εγώ, πατώντας πάνω του, το χάλκινο κοντάρι
απ᾽ την πληγή, και το παράτησα στο χώμα πλαγιασμένο. 165
Μετά κλαδιά με βιάση ανάσπασα και λυγαριάς κλωνάρια,
κι ως τά ᾽πλεξα σκοινί, καλόστριφτο κι από τις δυο τις άκρες,
ως μιαν οργιά, τα πόδια του αγριμιού του φοβερού συδένω,
και κουβαλώντας το κατάσβερκα κινώ για το καράβι,
απακουμπώντας στο κοντάρι μου· τέτοιο που εστάθη αγρίμι, 170
με τό ᾽να χέρι απά στον ώμο μου να το κρατώ δεν ήταν.
Κι ως μπρος στο πλοίο το ξεφορτώθηκα, σιμώνω τους συντρόφους
και με γλυκόλογα τους γκάρδιωνα, μιλώντας σ᾽ έναν έναν:
“Φίλοι, τρανή ειναι αλήθεια η πίκρα μας, στον Κάτω Κόσμο ωστόσο
δε θα βουλιάξουμε, της μοίρας μας πριχού σημάνει η μέρα. 175
Ομπρός, φαγί, πιοτό όσο βρίσκεται στο γρήγορο καράβι,
να τρώμε ας μην ξεχνούμε, αδιάκοπα να μη μας δέρνει η πείνα.”
Είπα, κι αυτοί μεμιάς συγκλίνοντας απ᾽ το κεφάλι εβγάλαν,
εκεί στης άκαρπης της θάλασσας το ακρόγιαλο, τη σκέπη
κι αποθαμάζουνταν, αντίκρυ τους θωρώντας τέτοιο αγρίμι. 180
Και σα φραθήκαν πια τα μάτια τους κοιτάζοντας το αλάφι,
νίψαν τα χέρια τους και σύνταζαν αρχοντικό τραπέζι.
Έτσι ως του ηλιού τα βασιλέματα καθούμενοι όλη μέρα,
με πλήθος κρέατα και με ολόγλυκο κρασί φραινόμαστε όλοι.
Και σύντας ο ήλιος πια βασίλεψε και πήραν τα σκοτάδια, 185
σε ύπνο απογείραμε, στο ακρόγιαλο της θάλασσας απάνω.
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
όλους σε σύναξη τους κάλεσα κι αναμεσό τους είπα:
“Και τόσα που τραβάτε, σύντροφοι, γιά ακούτε! Πούθε πέφτει
η ανατολή, δεν ξέρει ούτ᾽ ένας μας, και πούθε η δύση, φίλοι! 190
Πούθε προβάλλει ο γήλιος, στους θνητούς που διασκορπάει το φως του;
και πού βουτάει; Μα ελάτε γρήγορα μαζί να στοχαστούμε,
τώρα αν μας έρθει κάποια φώτιση· τι εγώ καμιά δε βρίσκω.
Στη βίγλα την ψηλή που ανέβηκα, σ᾽ ένα νησί ριγμένοι
είδα πως είμαστε, που απέραντα το τριγυρνούν πελάγη· 195
ψηλό δεν είναι· ακόμα ξέκρινα καπνό στη μέση κάπου,
που ανάμεσα από δάση ανέβαινε κι από πυκνά ρουμάνια.”
Ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν ἀκαχήμενοι ἦτορ,
ἄσμενοι ἐκ θανάτοιο, φίλους ὀλέσαντες ἑταίρους.
Αἰαίην δ᾽ ἐς νῆσον ἀφικόμεθ᾽· ἔνθα δ᾽ ἔναιε 135
Κίρκη ἐϋπλόκαμος, δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα,
αὐτοκασιγνήτη ὀλοόφρονος Αἰήταο·
ἄμφω δ᾽ ἐκγεγάτην φαεσιμβρότου Ἠελίοιο
μητρός τ᾽ ἐκ Πέρσης, τὴν Ὠκεανὸς τέκε παῖδα.
ἔνθα δ᾽ ἐπ᾽ ἀκτῆς νηῒ κατηγαγόμεσθα σιωπῇ 140
ναύλοχον ἐς λιμένα, καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν.
ἔνθα τότ᾽ ἐκβάντες δύο τ᾽ ἤματα καὶ δύο νύκτας
κείμεθ᾽, ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἔδοντες.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τρίτον ἦμαρ ἐϋπλόκαμος τέλεσ᾽ Ἠώς,
καὶ τότ᾽ ἐγὼν ἐμὸν ἔγχος ἑλὼν καὶ φάσγανον ὀξὺ 145
καρπαλίμως παρὰ νηὸς ἀνήϊον ἐς περιωπήν,
εἴ πως ἔργα ἴδοιμι βροτῶν ἐνοπήν τε πυθοίμην.
ἔστην δὲ σκοπιὴν ἐς παιπαλόεσσαν ἀνελθών,
καί μοι ἐείσατο καπνὸς ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης
Κίρκης ἐν μεγάροισι διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην. 150
μερμήριξα δ᾽ ἔπειτα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμὸν
ἐλθεῖν ἠδὲ πυθέσθαι, ἐπεὶ ἴδον αἴθοπα καπνόν.
ὧδε δέ μοι φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι,
πρῶτ᾽ ἐλθόντ᾽ ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῖνα θαλάσσης
δεῖπνον ἑταίροισιν δόμεναι προέμεν τε πυθέσθαι. 155
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦα κιὼν νεὸς ἀμφιελίσσης,
καὶ τότε τίς με θεῶν ὀλοφύρατο μοῦνον ἐόντα,
ὅς ῥά μοι ὑψίκερων ἔλαφον μέγαν εἰς ὁδὸν αὐτὴν
ἧκεν· ὁ μὲν ποταμόνδε κατήϊεν ἐκ νομοῦ ὕλης
πιόμενος· δὴ γάρ μιν ἔχεν μένος ἠελίοιο. 160
τὸν δ᾽ ἐγὼ ἐκβαίνοντα κατ᾽ ἄκνηστιν μέσα νῶτα
πλῆξα· τὸ δ᾽ ἀντικρὺ δόρυ χάλκεον ἐξεπέρησε,
κὰδ δ᾽ ἔπεσ᾽ ἐν κονίῃσι μακών, ἀπὸ δ᾽ ἔπτατο θυμός.
τῷ δ᾽ ἐγὼ ἐμβαίνων δόρυ χάλκεον ἐξ ὠτειλῆς
εἰρυσάμην· τὸ μὲν αὖθι κατακλίνας ἐπὶ γαίῃ 165
εἴασ᾽· αὐτὰρ ἐγὼ σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε,
πεῖσμα δ᾽, ὅσον τ᾽ ὄργυιαν, ἐϋστρεφὲς ἀμφοτέρωθεν
πλεξάμενος συνέδησα πόδας δεινοῖο πελώρου,
βῆν δὲ καταλοφάδεια φέρων ἐπὶ νῆα μέλαιναν,
ἔγχει ἐρειδόμενος, ἐπεὶ οὔ πως ἦεν ἐπ᾽ ὤμου 170
χειρὶ φέρειν ἑτέρῃ· μάλα γὰρ μέγα θηρίον ἦεν.
κὰδ δ᾽ ἔβαλον προπάροιθε νεός, ἀνέγειρα δ᾽ ἑταίρους
μειλιχίοις ἐπέεσσι παρασταδὸν ἄνδρα ἕκαστον·
«Ὦ φίλοι, οὐ γάρ πω καταδυσόμεθ᾽, ἀχνύμενοί περ,
εἰς Ἀΐδαο δόμους, πρὶν μόρσιμον ἦμαρ ἐπέλθῃ· 175
ἀλλ᾽ ἄγετ᾽, ὄφρ᾽ ἐν νηῒ θοῇ βρῶσίς τε πόσις τε,
μνησόμεθα βρώμης μηδὲ τρυχώμεθα λιμῷ.»
Ὣς ἐφάμην, οἱ δ᾽ ὦκα ἐμοῖς ἐπέεσσι πίθοντο·
ἐκ δὲ καλυψάμενοι παρὰ θῖν᾽ ἁλὸς ἀτρυγέτοιο
θηήσαντ᾽ ἔλαφον· μάλα γὰρ μέγα θηρίον ἦεν. 180
αὐτὰρ ἐπεὶ τάρπησαν ὁρώμενοι ὀφθαλμοῖσι,
χεῖρας νιψάμενοι τεύχοντ᾽ ἐρικυδέα δαῖτα.
ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα
ἥμεθα δαινύμενοι κρέα τ᾽ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ·
ἦμος δ᾽ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθε, 185
δὴ τότε κοιμήθημεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης.
ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
καὶ τότ᾽ ἐγὼν ἀγορὴν θέμενος μετὰ πᾶσιν ἔειπον·
«Κέκλυτέ μευ μύθων, κακά περ πάσχοντες ἑταῖροι·
ὦ φίλοι, οὐ γὰρ ἴδμεν ὅπῃ ζόφος οὐδ᾽ ὅπῃ ἠώς, 190
οὐδ᾽ ὅπῃ ἠέλιος φαεσίμβροτος εἶσ᾽ ὑπὸ γαῖαν
οὐδ᾽ ὅπῃ ἀννεῖται· ἀλλὰ φραζώμεθα θᾶσσον
εἴ τις ἔτ᾽ ἔσται μῆτις· ἐγὼ δ᾽ οὐκ οἴομαι εἶναι.
εἶδον γὰρ σκοπιὴν ἐς παιπαλόεσσαν ἀνελθὼν
νῆσον, τὴν πέρι πόντος ἀπείριτος ἐστεφάνωται. 195
αὐτὴ δὲ χθαμαλὴ κεῖται· καπνὸν δ᾽ ἐνὶ μέσσῃ
ἔδρακον ὀφθαλμοῖσι διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην.»