Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 1 στ. 125-177
Είπε κι ομπρός εμπήκε· πίσω του κινούσε κι η Παλλάδα· 125
κι ως μπαίνοντας οι δυο τους βρέθηκαν μες στο αψηλό παλάτι,
έστησε εκείνος το κοντάρι της στην καλοτορνεμένη
κονταροθήκη, πλάι στην τρίψηλη κολόνα, εκεί που κι άλλα
κοντάρια πλήθος του τρανόψυχου στεκόνταν Οδυσσέα.
Ρίχνει λινό σεντόνι σε όμορφο θρονί πλουμάτο απάνω 130
και την καθίζει, κι είχε κάτωθε προσκάμνι για τα πόδια·
κι αυτός το σκαλιστό του εσίμωσε σκαμνί, από τους μνηστήρες
μακριά, στον τάραχο που ανάδιναν οι ξιπασμένοι εκείνοι
να μη βαρυγκομήσει ο ξένος του πα στο φαΐ, κι ακόμα
να τον ρωτήσει για τον κύρη του που γύριζε στα ξένα. 135
Μια παρακόρη τότε τρέχοντας νερό σε στάμνα φέρνει,
χρυσή, πανώρια, κι από κάτω της ένα αργυρό λεγένι,
για να πλυθούν, κι ομπρός τους άπλωσε στραφταλιστό τραπέζι.
Ψωμί κι η σεβαστή κελάρισσα τους κουβαλάει, και πλήθος
φαγιά απιθώνει, απ᾽ ό,τι βρέθηκε καλό φιλεύοντάς τους. 140
Απλάδες κρέατα πήρε κι έφερε κι ο τραπεζάρης μπρος τους
λογής λογής, και πλάι τους έβαλε μαλαματένιες κούπες·
και κάθε τόσο ο κράχτης σίμωνε, κρασί να τους κεράσει.
Μαζί κι οι ξιπασμένοι μπήκανε μνηστήρες στο παλάτι
και σε σκαμνιά και σε καθίσματα γραμμή εκαθίζαν όλοι. 145
Κι οι κράχτες πήραν και τους έχυναν νερό στα χέρια απάνω,
κι οι σκλάβες το ψωμί τούς σώριαζαν μες σε πλεχτά πανέρια,
και τα κροντήρια τα παιδόπουλα κρασί τα ξεχειλίζαν.
Κι αυτοί στα ετοιμασμένα αντίκρυ τους φαγιά τα χέρια απλώσαν·
και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο, 150
στο νου τους οι μνηστήρες έβαλαν κάτι άλλο ― το τραγούδι
και το χορό, τι αυτά πρεπίζουνε τις τάβλες των ανθρώπων.
Κι ο κράχτης την πεντάμορφη έβαλε κιθάρα μες στα χέρια
του Φήμιου, στους μνηστήρες πού ᾽ψαλλε συχνά, μα αθέλητά του.
Κι ως την κιθάρα εκείνος παίζοντας γλυκό τραγούδι εκίνα, 155
γυρνάει στην Αθηνά ο Τηλέμαχος και λέει, τη γλαυκομάτα,
κοντά κρατώντας το κεφάλι του, να μην ακούσουν οι άλλοι:
«Ξένε καλέ μου, κάτι αν σού ᾽λεγα, θα τά ᾽βαζες μαζί μου;
Τούτοι γι᾽ αυτά μονάχα νοιάζουνται, κιθάρα και τραγούδι·
και τί τους μέλει, που αλογάριαστα το ξένο βιος ρημάζουν! ― 160
κάποιου, που τ᾽ άσπρα του τα κόκαλα στη γης σαπίζουν κάπου
απ᾽ τις βροχές, γιά και στο πέλαγο τα κυλιντράει το κύμα.
Μα αν στην Ιθάκη τον αντίκριζαν μια μέρα γυρισμένο,
θα ευκιόνταν όλοι τους πιο γρήγοροι να γίνουν στα ποδάρια
παρά σε ρούχα και σε μάλαμα πιο πλούσιοι να βρεθούνε. 165
Μα τώρα αυτός κακοθανάτισε! Και ποιά η παρηγοριά μας
θαρρείς, σαν έρχεται ένας άνθρωπος απ᾽ όσους ζουν στον κόσμο
και λέει πως θα διαγείρει; Χάθηκε του γυρισμού του η μέρα!
Μόν᾽ έλα τώρα, δώσε απόκριση, την πάσα αλήθεια πες μου:
Ποιός είσαι; πούθε; πού η πατρίδα σου και πού οι γονιοί σου εσένα; 170
και ποιό ειναι το καράβι πού ᾽φτασες; οι ναύτες στην Ιθάκη
πώς σ᾽ έφεραν μαθές; ποιοί πέτουνται πως είναι τάχα, πες μου·
στα μέρη ετούτα δε φαντάζουμαι πεζός φτασμένος νά ᾽σαι!
Κι ακόμα αυτό σωστά μολόγα μου, καλά να καταλάβω:
Τάχα πρωτόρχεσαι στον τόπο μας, γιά εισαι παλιάθε φίλος 175
του κύρη μου; πολλοί μάς έρχουνταν μαθές στο σπίτι ξένοι
χρόνια παλιά, γιατί τριγύριζε πολύν κι εκείνος κόσμο.»
Ὣς εἰπὼν ἡγεῖθ᾽, ἡ δ᾽ ἕσπετο Παλλὰς Ἀθήνη. 125
οἱ δ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἔντοσθεν ἔσαν δόμου ὑψηλοῖο,
ἔγχος μέν ῥ᾽ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα μακρὴν
δουροδόκης ἔντοσθεν ἐϋξόου, ἔνθα περ ἄλλα
ἔγχε᾽ Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἵστατο πολλά,
αὐτὴν δ᾽ ἐς θρόνον εἷσεν ἄγων, ὑπὸ λῖτα πετάσσας, 130
καλὸν δαιδάλεον· ὑπὸ δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν.
πὰρ δ᾽ αὐτὸς κλισμὸν θέτο ποικίλον, ἔκτοθεν ἄλλων
μνηστήρων, μὴ ξεῖνος ἀνιηθεὶς ὀρυμαγδῷ
δείπνῳ ἁδήσειεν, ὑπερφιάλοισι μετελθών,
ἠδ᾽ ἵνα μιν περὶ πατρὸς ἀποιχομένοιο ἔροιτο. 135
χέρνιβα δ᾽ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα
καλῇ χρυσείῃ, ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος,
νίψασθαι· παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν.
σῖτον δ᾽ αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα,
εἴδατα πόλλ᾽ ἐπιθεῖσα, χαριζομένη παρεόντων· 140
δαιτρὸς δὲ κρειῶν πίνακας παρέθηκεν ἀείρας
παντοίων, παρὰ δέ σφι τίθει χρύσεια κύπελλα,
κῆρυξ δ᾽ αὐτοῖσιν θάμ᾽ ἐπῴχετο οἰνοχοεύων.
Ἐς δ᾽ ἦλθον μνηστῆρες ἀγήνορες. οἱ μὲν ἔπειτα
ἑξείης ἕζοντο κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε. 145
τοῖσι δὲ κήρυκες μὲν ὕδωρ ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν,
σῖτον δὲ δμῳαὶ παρενήεον ἐν κανέοισι,
κοῦροι δὲ κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο.
οἱ δ᾽ ἐπ᾽ ὀνείαθ᾽ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο 150
μνηστῆρες, τοῖσιν μὲν ἐνὶ φρεσὶν ἄλλα μεμήλει,
μολπή τ᾽ ὀρχηστύς τε· τὰ γάρ τ᾽ ἀναθήματα δαιτός.
κῆρυξ δ᾽ ἐν χερσὶν κίθαριν περικαλλέα θῆκε
Φημίῳ, ὅς ῥ᾽ ἤειδε παρὰ μνηστῆρσιν ἀνάγκῃ.
ἦ τοι ὁ φορμίζων ἀνεβάλλετο καλὸν ἀείδειν, 155
αὐτὰρ Τηλέμαχος προσέφη γλαυκῶπιν Ἀθήνην,
ἄγχι σχὼν κεφαλήν, ἵνα μὴ πευθοίαθ᾽ οἱ ἄλλοι·
«Ξεῖνε φίλ᾽, ἦ καί μοι νεμεσήσεαι ὅττι κεν εἴπω;
τούτοισιν μὲν ταῦτα μέλει, κίθαρις καὶ ἀοιδή,
ῥεῖ᾽, ἐπεὶ ἀλλότριον βίοτον νήποινον ἔδουσιν, 160
ἀνέρος οὗ δή που λεύκ᾽ ὀστέα πύθεται ὄμβρῳ
κείμεν᾽ ἐπ᾽ ἠπείρου, ἢ εἰν ἁλὶ κῦμα κυλίνδει.
εἰ κεῖνόν γ᾽ Ἰθάκηνδε ἰδοίατο νοστήσαντα,
πάντες κ᾽ ἀρησαίατ᾽ ἐλαφρότεροι πόδας εἶναι
ἢ ἀφνειότεροι χρυσοῖό τε ἐσθῆτός τε. 165
νῦν δ᾽ ὁ μὲν ὣς ἀπόλωλε κακὸν μόρον, οὐδέ τις ἡμῖν
θαλπωρή, εἴ πέρ τις ἐπιχθονίων ἀνθρώπων
φῇσιν ἐλεύσεσθαι· τοῦ δ᾽ ὤλετο νόστιμον ἦμαρ.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον·
τίς πόθεν εἶς ἀνδρῶν; πόθι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες; 170
ὁπποίης τ᾽ ἐπὶ νηὸς ἀφίκεο· πῶς δέ σε ναῦται
ἤγαγον εἰς Ἰθάκην; τίνες ἔμμεναι εὐχετόωντο;
οὐ μὲν γάρ τί σε πεζὸν ὀΐομαι ἐνθάδ᾽ ἱκέσθαι.
καί μοι τοῦτ᾽ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, ὄφρ᾽ ἐῢ εἰδῶ,
ἠὲ νέον μεθέπεις, ἦ καὶ πατρώϊός ἐσσι 175
ξεῖνος, ἐπεὶ πολλοὶ ἴσαν ἀνέρες ἡμέτερον δῶ
ἄλλοι, ἐπεὶ καὶ κεῖνος ἐπίστροφος ἦν ἀνθρώπων.»