Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 4 στ. 767-847
Είπε, και σκλήριξε, κι ο λόγος της απ᾽ τη θεά επακούστη.
Ωστόσο κι οι μνηστήρες φώναζαν στον ισκιερό αντρωνίτη,
και τούτα ελέγαν απ᾽ τους νιούτσικους τους φαντασμένους κάποιοι:
«Η πολυγύρευτη βασίλισσα μας ετοιμάζει γάμο, 770
κι ουδέ στοχάζεται το θάνατο που καρτερεί το γιο της!»
Αυτά αναθίβαναν· δεν κάτεχαν μαθές το τί είχε γένει·
και τότε ο Αντίνοος τέτοια μίλησε κι αναμεσό τους είπε:
«Γιά παρατάτε τώρα, ανέμυαλοι, τα φουσκωμένα λόγια
μια και καλή, μην τύχει και τα πει κανείς και πάρα μέσα! 775
Ας σηκωθούμε ωστόσο αμίλητοι, να βάλουμε σε πράξη
αυτά που λέγαμε και σε όλους μας πρεπούμενα φανήκαν.»
Είπε και διάλεξε άντρες είκοσι, τους πιο αντρειανούς του τόπου,
και στο γοργό καράβι εκίνησαν να παν και στο ακρογιάλι.
Πρώτα το πλοίο τους μες στη θάλασσα βαθιά να πέσει εσύραν, 780
στήσαν μετά κατάρτια κι άρμενα στα μελανό καράβι
και τα κουπιά από τις δερμάτινες περάσαν τροπωτήρες,
όλα ως εταίριαζε· τελειώνοντας τ᾽ άσπρα πανιά σηκώσαν·
και τα παιδόπουλα τα πέρφανα τους φέρναν τ᾽ άρματά τους.
Και στα ρηχά νερά σαν το άραξαν κι ατοί τους όξω βγήκαν, 785
σπεροδειπνούσαν απαντέχοντας το βράδυ πότε θά ᾽ρθει.
Ωστόσο η Πηνελόπη η φρόνιμη στο ανώι της είχε ανέβει,
και νηστική κειτόταν, άφαγη, χωρίς να τρώει, να πίνει,
έγνοιες γεμάτη ― ο γιος της ο άψεγος θα γλίτωνε του Χάρου,
γιά από τα χέρια των αδιάντροπων μνηστήρων θα χανόταν; 790
Πόσα λογιάζει ο λιόντας, πού ᾽τυχε παγάνα να τον ζώσει,
κι έχει δειλιάσει, τι τον στένεψαν με πονηριά τρογύρα,
τόσα κι ο νους εκείνης έβαζε· κι ήρθε ο γλυκός ο γύπνος,
κι έγειρε πίσω και κοιμήθηκε κι οι αρμοί της ελυθήκαν.
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, στοχάστηκε άλλα πάλι· 795
πήρε έναν ίσκιο και τον έπλασε, κορμί γυναίκας νά ᾽χει,
παρόμοιας με την κόρη του άτρομου του Ικάριου, την Ιφθίμη,
που ταίρι του την είχεν ο Εύμηλος και στις Φερές εζούσαν·
μετά στο αρχοντικό τον έστειλε του θεϊκού Οδυσσέα,
για να μερώσει, τον αλάρωτο της Πηνελόπης θρήνο, 800
να πάψει πια να κλαίει, να γόζεται και να μοιρολογιέται.
Κι εκείνος απ᾽ του σύρτη επέρασε πλάι το λουρί, κι ως βρέθη
στο γυναικίτη, στο κεφάλι της εστάθη και της είπε:
«Με πικραμένα αποκοιμήθηκες τα στήθη, Πηνελόπη!
Μα ουδέ κι αφήνουν οι τρισεύτυχοι θεοί να ζεις με θρήνους 805
και παιδεμούς χωρίς ξανάσαση· θα στρέψει δίχως άλλο
ο γιος σου, τι δεν έχει φταίξιμο μπρος στους θεούς κανένα.»
Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη γυρνάει κι απηλογιέται,
γλυκά απ᾽ τον ύπνο μπρος στων όνειρων τις πόρτες δαμασμένη:
«Τί θες εδώ, αδερφή; Στα μέρη μας πιο πρώτα δεν ερχόσουν 810
συχνά, κι αλάργα ειναι το σπίτι σου πολύ. Τί μου γυρεύεις
να πάψω τώρα εγώ τα κλάματα, τις πίκρες να ξεχάσω,
που αρίφνητες βαθιά σπαράζουνε το νου και την καρδιά μου;
Χαμένο το αντρειωμένο ταίρι μου, με την καρδιά του λιόντα,
που μες στους Αχαιούς ξεχώριζε σε όλα παράξιος, κι είναι 815
στο Άργος βαθιά απλωμένη η δόξα του και στην Ελλάδα πάσα.
Κι ο ακριβογιός μου τώρα ανέβηκε σε βαθουλό καράβι,
παιδί μικρό, σε κόπους άπραγος κι ακάτεχος σε λόγια.
Για τούτον πια εγώ τώρα μύρουμαι μαθές παρά για κείνον·
για τούτον τρέμω εγώ και σκιάζουμαι, μην τύχει και μου πάθει 820
γιά εκεί στους ξένους τόπους πού ᾽φυγε, γιά στα βαθιά πελάγη·
τι έχει πολλούς ο γιος μου αντίδικους, που το κακό του κλώθουν,
να τον σκοτώσουν, πριν στα χώματα τα πατρικά διαγείρει.»
Κι ο ανάερος ίσκιος τότε γύρισε κι απηλογιά τής δίνει:
«Κάμε κουράγιο και στα φρένα σου μην κακοβάνεις τόσο· 825
τι τέτοιο συνεβγάλτη αξιώθηκε νά ᾽χει μαζί, που κι άλλοι
να τους παράστεκε θα γύρευαν ―τόση είναι η μπόρεση του!―
την Αθηνά Παλλάδα, πού ᾽νιωσε στους θρήνους σου συμπόνια,
γι᾽ αυτό κοντά σου τώρα μ᾽ έστειλε, τα λόγια μου ν᾽ ακούσεις.»
Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη γυρνάει κι απηλογιέται: 830
«Θεός αλήθεια αν είσαι κι άκουσες ενός θεού τα λόγια,
αχ, και για κείνον τον τρισάμοιρο γιά μίλησε μου τώρα,
αν είναι στη ζωή και χαίρεται του ηλιού το φως ακόμα,
γιά αν τον εβρήκε κιόλα ο θάνατος κι έχει διαβεί στον Άδη.»
Κι ο ανάερος ίσκιος τότε γύρισε κι απηλογιά τής δίνει: 835
«Μην περιμένεις απ᾽ το στόμα μου να βγεί για κείνον λέξη,
αν ζει γιά αν πέθανε· είναι αταίριαστο να λέω του ανέμου λόγια.»
Αυτά ειπε, κι απ᾽ του σύρτη εδιάβηκε πλάι το λουρί, κι εχάθη
στου ανέμου τις πνοές. Πετάχτηκε κι εκείνη από τον ύπνο,
του Ικάριου η κόρη, και στα στήθη της είχε η καρδιά γλυκάνει, 840
που τόσο φανερό ειδε τ᾽ όνειρο μες στην καρδιά της νύχτας.
Στις στράτες του πελάγου αρμένιζαν την ώρα αυτή οι μνηστήρες,
τον άγριο φόνο του Τηλέμαχου στα φρένα μελετώντας.
Κάποιο ξερόνησο στης θάλασσας τη μέση ―εδώθε η Ιθάκη
κι εκείθε η Σάμη στέκει η απόγκρεμη― θωρείς, την Αστερίδα, 845
όχι τρανή, με καλολίμανους, χώρια μεριά καθέναν,
κόρφους διπλούς· εκεί τον πρόσμεναν οι Αργίτες στο καρτέρι.
Ὣς εἰποῦσ᾽ ὀλόλυξε, θεὰ δέ οἱ ἔκλυεν ἀρῆς.
μνηστῆρες δ᾽ ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα·
ὧδε δέ τις εἴπεσκε νέων ὑπερηνορεόντων·
«Ἦ μάλα δὴ γάμον ἄμμι πολυμνήστη βασίλεια 770
ἀρτύει, οὐδέ τι οἶδεν, ὅ οἱ φόνος υἷϊ τέτυκται.»
Ὣς ἄρα τις εἴπεσκε, τὰ δ᾽ οὐκ ἴσαν ὡς ἐτέτυκτο.
τοῖσιν δ᾽ Ἀντίνοος ἀγορήσατο καὶ μετέειπε·
«Δαιμόνιοι, μύθους μὲν ὑπερφιάλους ἀλέασθε
πάντες ὁμῶς, μή πού τις ἀπαγγείλῃσι καὶ εἴσω. 775
ἀλλ᾽ ἄγε σιγῇ τοῖον ἀναστάντες τελέωμεν
μῦθον, ὃ δὴ καὶ πᾶσιν ἐνὶ φρεσὶν ἤραρεν ἡμῖν.»
Ὣς εἰπὼν ἐκρίνατ᾽ ἐείκοσι φῶτας ἀρίστους,
βὰν δ᾽ ἰέναι ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῖνα θαλάσσης.
νῆα μὲν οὖν πάμπρωτον ἁλὸς βένθοσδε ἔρυσσαν, 780
ἐν δ᾽ ἱστόν τε τίθεντο καὶ ἱστία νηῒ μελαίνῃ,
ἠρτύναντο δ᾽ ἐρετμὰ τροποῖς ἐν δερματίνοισι
πάντα κατὰ μοῖραν· ἀνά θ᾽ ἱστία λευκὰ πέτασσαν·
τεύχεα δέ σφιν ἔνεικαν ὑπέρθυμοι θεράποντες.
ὑψοῦ δ᾽ ἐν νοτίῳ τήν γ᾽ ὅρμισαν, ἐκ δ᾽ ἔβαν αὐτοί· 785
ἔνθα δὲ δόρπον ἕλοντο, μένον δ᾽ ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν.
Ἡ δ᾽ ὑπερωΐῳ αὖθι περίφρων Πηνελόπεια
κεῖτ᾽ ἄρ᾽ ἄσιτος, ἄπαστος ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος,
ὁρμαίνουσ᾽ ἤ οἱ θάνατον φύγοι υἱὸς ἀμύμων,
ἦ ὅ γ᾽ ὑπὸ μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισι δαμείη. 790
ὅσσα δὲ μερμήριξε λέων ἀνδρῶν ἐν ὁμίλῳ
δείσας, ὁππότε μιν δόλιον περὶ κύκλον ἄγωσι,
τόσσα μιν ὁρμαίνουσαν ἐπήλυθε νήδυμος ὕπνος·
εὗδε δ᾽ ἀνακλινθεῖσα, λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα.
Ἔνθ᾽ αὖτ᾽ ἄλλ᾽ ἐνόησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη· 795
εἴδωλον ποίησε, δέμας δ᾽ ἤϊκτο γυναικί,
Ἰφθίμῃ, κούρῃ μεγαλήτορος Ἰκαρίοιο,
τὴν Εὔμηλος ὄπυιε, Φερῇς ἔνι οἰκία ναίων.
πέμπε δέ μιν πρὸς δώματ᾽ Ὀδυσσῆος θείοιο,
ἧος Πηνελόπειαν ὀδυρομένην, γοόωσαν, 800
παύσειε κλαυθμοῖο γόοιό τε δακρυόεντος.
ἐς θάλαμον δ᾽ εἰσῆλθε παρὰ κληῗδος ἱμάντα,
στῆ δ᾽ ἄρ᾽ ὑπὲρ κεφαλῆς, καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν·
«Εὕδεις, Πηνελόπεια, φίλον τετιημένη ἦτορ;
οὐ μέν σ᾽ οὐδὲ ἐῶσι θεοὶ ῥεῖα ζώοντες 805
κλαίειν οὐδ᾽ ἀκάχησθαι, ἐπεί ῥ᾽ ἔτι νόστιμός ἐστι
σὸς πάϊς· οὐ μὲν γάρ τι θεοῖς ἀλιτήμενός ἐστι.»
Τὴν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα περίφρων Πηνελόπεια,
ἡδὺ μάλα κνώσσουσ᾽ ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν·
«Τίπτε, κασιγνήτη, δεῦρ᾽ ἤλυθες; οὔ τι πάρος γε 810
πωλέαι, ἐπεὶ μάλα πολλὸν ἀπόπροθι δώματα ναίεις·
καί με κέλεαι παύσασθαι ὀϊζύος ἠδ᾽ ὀδυνάων
πολλέων, αἵ μ᾽ ἐρέθουσι κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν,
ἣ πρὶν μὲν πόσιν ἐσθλὸν ἀπώλεσα θυμολέοντα,
παντοίῃς ἀρετῇσι κεκασμένον ἐν Δαναοῖσιν, 815
ἐσθλόν, τοῦ κλέος εὐρὺ καθ᾽ Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἄργος.
νῦν αὖ παῖς ἀγαπητὸς ἔβη κοίλης ἐπὶ νηός,
νήπιος, οὔτε πόνων εὖ εἰδὼς οὔτ᾽ ἀγοράων.
τοῦ δὴ ἐγὼ καὶ μᾶλλον ὀδύρομαι ἤ περ ἐκείνου.
τοῦ δ᾽ ἀμφιτρομέω καὶ δείδια μή τι πάθῃσιν, 820
ἢ ὅ γε τῶν ἐνὶ δήμῳ, ἵν᾽ οἴχεται, ἢ ἐνὶ πόντῳ·
δυσμενέες γὰρ πολλοὶ ἐπ᾽ αὐτῷ μηχανόωνται,
ἱέμενοι κτεῖναι, πρὶν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενον προσέφη εἴδωλον ἀμαυρόν·
«θάρσει, μηδέ τι πάγχυ μετὰ φρεσὶ δείδιθι λίην· 825
τοίη γάρ οἱ πομπὸς ἅμ᾽ ἔρχεται, ἥν τε καὶ ἄλλοι
ἀνέρες ἠρήσαντο παρεστάμεναι, δύναται γάρ,
Παλλὰς Ἀθηναίη· σὲ δ᾽ ὀδυρομένην ἐλεαίρει·
ἣ νῦν με προέηκε τεῒν τάδε μυθήσασθαι.»
Τὴν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια· 830
«εἰ μὲν δὴ θεός ἐσσι, θεοῖό τε ἔκλυες αὐδῆς,
εἰ δ᾽ ἄγε μοι καὶ κεῖνον ὀϊζυρὸν κατάλεξον,
ἤ που ἔτι ζώει καὶ ὁρᾷ φάος ἠελίοιο,
ἦ ἤδη τέθνηκε καὶ εἰν Ἀΐδαο δόμοισι.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενον προσέφη εἴδωλον ἀμαυρόν· 835
«οὐ μέν τοι κεῖνόν γε διηνεκέως ἀγορεύσω,
ζώει ὅ γ᾽ ἦ τέθνηκε· κακὸν δ᾽ ἀνεμώλια βάζειν.»
Ὣς εἰπὸν σταθμοῖο παρὰ κληῗδα λιάσθη
ἐς πνοιὰς ἀνέμων· ἡ δ᾽ ἐξ ὕπνου ἀνόρουσε
κούρη Ἰκαρίοιο· φίλον δέ οἱ ἦτορ ἰάνθη, 840
ὥς οἱ ἐναργὲς ὄνειρον ἐπέσσυτο νυκτὸς ἀμολγῷ.
Μνηστῆρες δ᾽ ἀναβάντες ἐπέπλεον ὑγρὰ κέλευθα,
Τηλεμάχῳ φόνον αἰπὺν ἐνὶ φρεσὶν ὁρμαίνοντες.
ἔστι δέ τις νῆσος μέσσῃ ἁλὶ πετρήεσσα,
μεσσηγὺς Ἰθάκης τε Σάμοιό τε παιπαλοέσσης, 845
Ἀστερίς, οὐ μεγάλη· λιμένες δ᾽ ἔνι ναύλοχοι αὐτῇ
ἀμφίδυμοι· τῇ τόν γε μένον λοχόωντες Ἀχαιοί.