Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 4 στ. 696-766
Της αποκρίθη τότε ο Μέδοντας, πού ᾽χε περίσσια γνώση:
«Νά ᾽ταν αυτό που λες, βασίλισσα, το πιο κακό, μακάρι!
Κάτι άλλο, ακόμα μεγαλύτερο και πιο φριχτό οι μνηστήρες
τώρα μελέτησαν στα φρένα τους, που ο Δίας να μην το στρέξει:
Ως πίσω θα γυρνά ο Τηλέμαχος, να τον σκοτώσουν θέλουν 700
με κοφτερό χαλκό· τι εκίνησε να πάει στην άγια Πύλο
και στη θεϊκιά τη Σπάρτη, ο κύρης του τί απόγινε να μάθει.»
Αυτά ειπε, κι εκεινής τα γόνατα λυθήκαν κι η καρδιά της,
κι έτσι πολληώρα απόμεινε άλαλη, και πλημμυρίσαν δάκρυα
τα δυο τα μάτια της, και πιάστηκεν η γάργαρη φωνή της. 705
Αργά στο τέλος τού αποκρίθηκε κι αυτά τα λόγια τού ᾽πε:
«Ποιός λόγος, κράχτη, ο γιος μου πού ᾽φυγε; Ποιά ανάγκη τον κρατούσε
να μπεί στα πλοία τα γοργοτάξιδα, που τά ᾽χουν οι άντρες γι᾽ άτια
μέσα στα κύματα, της θάλασσας τις στράτες σα διαβαίνουν;
Για να χαθεί απ᾽ τον κόσμο ανέγνωρο και τ᾽ όνομά του ακόμα;» 710
Της αποκρίθη τότε ο Μέδοντας, πού ᾽χε περίσσια γνώση:
«Θεός κανένας αν τον έσπρωξε δεν ξέρω, γιά αν μονάχος
να πάει στην Πύλο πέρα γύρεψε, να μάθει για τον κύρη,
αν είναι να γυρίσει σπίτι του γιά ποιός χαμός τον βρήκε.»
Είπε, και διάβηκε τις κάμαρες του παλατιού, να φύγει. 715
Κι εκείνην ο καημός την έζωσε, να την ψυχομαράνει·
να κάτσει σε σκαμνί δεν πρόφτασε, κι ας ήταν τόσα μέσα,
μόν᾽ στο κατώφλι κοντοκάθισε του στέριου γυναικίτη
με σπαραγμό θρηνώντας· γύρω της σιγόκλαιγαν κι οι σκλάβες,
νιες και γερόντισσες, που βρέθηκαν την ώρα αυτή στο σπίτι. 720
Κι η Πηνελόπη πήρε κι έλεγε στα κλάματά της μέσα:
«Καλές μου, ακούστε! Ο ρήγας του Όλυμπου μ᾽ έχει ποτίσει πίκρες
απ᾽ όλες πιο τις συνανάθροφες και συνομήλικές μου.
Χαμένο το αντρειωμένο ταίρι μου, με την καρδιά του λιόντα,
που μες στους Δαναούς ξεχώριζε σε όλα παράξιος, κι είναι 725
στο Άργος βαθιά απλωμένη η δόξα του και στην Ελλάδα πάσα.
Τώρα το γιο απ᾽ το σπίτι μού άρπαξαν οι Ανεμικές, να σβήσει
ανέγνωρος, κι ουδέ τον άκουσα την ώρα που κινούσε.
Πώς απ᾽ το νου καμιάς σας, άσπλαχνες, δεν πέρασε, απ᾽ τον ύπνο
να με σηκώσει; Κι όμως όλες σας την ξέρατε την ώρα 730
που εκείνος στο καράβι ανέβηκε το μαύρο να μισέψει.
Τέτοιο ταξίδι εγώ αν εμάθαινα πως λογαριάζει ο γιος μου,
το δίχως άλλο εδώ θ᾽ απόμενε, κι ας βιάζουνταν να φύγει,
γιά πρώτα αποθαμένη θ᾽ άφηνε τη μάνα του στο σπίτι.
Μα ας κράξει κάποια δίχως άργητα το γέρο το Δολίο, 735
το δούλο μου, που ο κύρης μού ᾽δωκε, για εδώ παλιά ως κινούσα,
και το πολύδεντρο μου γνοιάζεται περβόλι, στο Λαέρτη
να τρέξει κι όλα αυτά πώς έγιναν να του ιστορήσει, δίπλα
καθούμενος· βουλή στα φρένα του μπορεί να κλώσει εκείνος,
να βγεί να προσκλαυτεί στη μάζωξη σ᾽ αυτούς που το δικό του 740
και του Οδυσσέα του ισόθεου θέλησαν το σπέρμα ν᾽ αφανίσουν.»
Κι η Ευρύκλεια τότε η βάγια μίλησε κι απηλογιά τής δίνει:
«Θες, σκότωσέ με, θυγατέρα μου, με ανέσπλαχνο μαχαίρι,
θες, άσε με να ζω στο σπίτι σου· δε θα σου κρύψω λέξη·
τά ᾽ξερα τούτα κι ό,τι γύρεψε του τό ᾽δωκα μαζί του, 745
ψωμί, κρασί γλυκό, μα μ᾽ έβαλε κι όρκο τρανό τού αμόνω
να μη σου πω μια λέξη, δώδεκα πριχού διαβούνε μέρες,
ξον αν το μάθαινες πως έφυγε κι ατή σου τον ζητούσες·
τα κάλλη σου μαθές δεν ήθελε με θρήνους ν᾽ αφανίζεις.
Μα τώρα πάρε πλύσου κι άλλαξε σκουτιά καθάρια πρώτα, 750
κι ανέβα με τις βάγιες έπειτα στο ανώι και προσευκήσου
στην Αθηνά, του βροντοσκούταρου του Δία τη θυγατέρα·
κι εκείνη τότε κι απ᾽ το θάνατο μπορεί να τον γλιτώσει.
Και μην παιδεύεις πια το γέροντα τον παιδεμένο· τόσο
δεν τ᾽ οχτρευτήκαν οι τρισεύτυχοι θεοί θαρρώ το γένος 755
του γιου του Αρκείσιου· πάντα κάποιος τους θα μείνει ν᾽ αφεντεύει
τ᾽ αρχοντικά τ᾽ αψηλοτάβανα και τα παχιά χωράφια.»
Είπε, και γλύκανε το θρήνο της, της στέγνωξε τα δάκρυα
στα μάτια· κι έτσι επλύθη κι άλλαξε σκουτιά καθάρια πρώτα,
κι ανέβη με τις βάγιες έπειτα στο ανώι, και σε πανέρι 760
τ᾽ αγιοκριθάρια πήρε κι έβαλε, και στην Παλλάδα ευκήθη:
«Επάκουσέ με, κόρη αδάμαστη του Βροντοσκουταράτου!
Αν ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος στο αρχοντικό του μέσα
αρνίσια γιά ταυρίσια σού ᾽καψε παχιά μεριά ποτέ του,
τώρα θυμήσου τα και γλίτωσε τον ακριβό το γιο μας! 765
Διαφέντεψέ τον απ᾽ τους άνομους, αδιάντροπους μνηστήρες!»
Τὴν δ᾽ αὖτε προσέειπε Μέδων, πεπνυμένα εἰδώς·
«αἲ γὰρ δή, βασίλεια, τόδε πλεῖστον κακὸν εἴη.
ἀλλὰ πολὺ μεῖζόν τε καὶ ἀργαλεώτερον ἄλλο
μνηστῆρες φράζονται, ὃ μὴ τελέσειε Κρονίων·
Τηλέμαχον μεμάασι κατακτάμεν ὀξέϊ χαλκῷ 700
οἴκαδε νισόμενον· ὁ δ᾽ ἔβη μετὰ πατρὸς ἀκουὴν
ἐς Πύλον ἠγαθέην ἠδ᾽ ἐς Λακεδαίμονα δῖαν.»
Ὣς φάτο, τῆς δ᾽ αὐτοῦ λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ,
δὴν δέ μιν ἀφασίη ἐπέων λάβε· τὼ δέ οἱ ὄσσε
δακρυόφιν πλῆσθεν, θαλερὴ δέ οἱ ἔσχετο φωνή. 705
ὀψὲ δὲ δή μιν ἔπεσσιν ἀμειβομένη προσέειπε·
«Κῆρυξ, τίπτε δέ μοι πάϊς οἴχεται; οὐδέ τί μιν χρεὼ
νηῶν ὠκυπόρων ἐπιβαινέμεν, αἵ θ᾽ ἁλὸς ἵπποι
ἀνδράσι γίγνονται, περόωσι δὲ πουλὺν ἐφ᾽ ὑγρήν.
ἦ ἵνα μηδ᾽ ὄνομ᾽ αὐτοῦ ἐν ἀνθρώποισι λίπηται;» 710
Τὴν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Μέδων πεπνυμένα εἰδώς·
«οὐ οἶδ᾽ ἤ τίς μιν θεὸς ὤρορεν, ἦε καὶ αὐτοῦ
θυμὸς ἐφωρμήθη ἴμεν ἐς Πύλον, ὄφρα πύθηται
πατρὸς ἑοῦ ἢ νόστον ἢ ὅν τινα πότμον ἐπέσπεν.»
Ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη κατὰ δῶμ᾽ Ὀδυσῆος. 715
τὴν δ᾽ ἄχος ἀμφεχύθη θυμοφθόρον, οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔτ᾽ ἔτλη
δίφρῳ ἐφέζεσθαι πολλῶν κατὰ οἶκον ἐόντων,
ἀλλ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ οὐδοῦ ἷζε πολυκμήτου θαλάμοιο
οἴκτρ᾽ ὀλοφυρομένη· περὶ δὲ δμῳαὶ μινύριζον
πᾶσαι, ὅσαι κατὰ δώματ᾽ ἔσαν νέαι ἠδὲ παλαιαί. 720
τῇς δ᾽ ἁδινὸν γοόωσα μετηύδα Πηνελόπεια·
«Κλῦτε, φίλαι· πέρι γάρ μοι Ὀλύμπιος ἄλγε᾽ ἔδωκεν
ἐκ πασέων, ὅσσαι μοι ὁμοῦ τράφεν ἠδ᾽ ἐγένοντο,
ἣ πρὶν μὲν πόσιν ἐσθλὸν ἀπώλεσα θυμολέοντα,
παντοίῃς ἀρετῇσι κεκασμένον ἐν Δαναοῖσιν, 725
ἐσθλόν, τοῦ κλέος εὐρὺ καθ᾽ Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἄργος.
νῦν αὖ παῖδ᾽ ἀγαπητὸν ἀνηρέψαντο θύελλαι
ἀκλέα ἐκ μεγάρων, οὐδ᾽ ὁρμηθέντος ἄκουσα.
σχέτλιαι, οὐδ᾽ ὑμεῖς περ ἐνὶ φρεσὶ θέσθε ἑκάστη
ἐκ λεχέων μ᾽ ἀνεγεῖραι, ἐπιστάμεναι σάφα θυμῷ, 730
ὁππότε κεῖνος ἔβη κοίλην ἐπὶ νῆα μέλαιναν.
εἰ γὰρ ἐγὼ πυθόμην ταύτην ὁδὸν ὁρμαίνοντα,
τῶ κε μάλ᾽ ἤ κεν μεῖνε, καὶ ἐσσύμενός περ ὁδοῖο,
ἤ κέ με τεθνηυῖαν ἐνὶ μεγάροισιν ἔλειπεν.
ἀλλά τις ὀτρηρῶς Δολίον καλέσειε γέροντα, 735
δμῶ᾽ ἐμόν, ὅν μοι δῶκε πατὴρ ἔτι δεῦρο κιούσῃ,
καί μοι κῆπον ἔχει πολυδένδρεον, ὄφρα τάχιστα
Λαέρτῃ τάδε πάντα παρεζόμενος καταλέξῃ,
εἰ δή πού τινα κεῖνος ἐνὶ φρεσὶ μῆτιν ὑφήνας
ἐξελθὼν λαοῖσιν ὀδύρεται, οἳ μεμάασιν 740
ὃν καὶ Ὀδυσσῆος φθῖσαι γόνον ἀντιθέοιο.»
Τὴν δ᾽ αὖτε προσέειπε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια·
«νύμφα φίλη, σὺ μὲν ἄρ με κατάκτανε νηλέϊ χαλκῷ,
ἢ ἔα ἐν μεγάρῳ· μῦθον δέ τοι οὐκ ἐπικεύσω·
ᾔδε᾽ ἐγὼ τάδε πάντα, πόρον δέ οἱ ὅσσ᾽ ἐκέλευε, 745
σῖτον καὶ μέθυ ἡδύ· ἐμεῦ δ᾽ ἕλετο μέγαν ὅρκον
μὴ πρὶν σοὶ ἐρέειν, πρὶν δωδεκάτην γε γενέσθαι
ἤ σ᾽ αὐτὴν ποθέσαι καὶ ἀφορμηθέντος ἀκοῦσαι,
ὡς ἂν μὴ κλαίουσα κατὰ χρόα καλὸν ἰάπτῃς.
ἀλλ᾽ ὑδρηναμένη, καθαρὰ χροῒ εἵμαθ᾽ ἑλοῦσα, 750
εἰς ὑπερῷ᾽ ἀναβᾶσα σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶν
εὔχε᾽ Ἀθηναίῃ κούρῃ Διὸς αἰγιόχοιο·
ἡ γάρ κέν μιν ἔπειτα καὶ ἐκ θανάτοιο σαώσαι.
μηδὲ γέροντα κάκου κεκακωμένον· οὐ γὰρ ὀΐω
πάγχυ θεοῖς μακάρεσσι γονὴν Ἀρκεισιάδαο 755
ἐχθέσθ᾽, ἀλλ᾽ ἔτι πού τις ἐπέσσεται ὅς κεν ἔχῃσι
δώματά θ᾽ ὑψερεφέα καὶ ἀπόπροθι πίονας ἀγρούς.»
Ὣς φάτο, τῆς δ᾽ εὔνησε γόον, σχέθε δ᾽ ὄσσε γόοιο.
ἡ δ᾽ ὑδρηναμένη, καθαρὰ χροῒ εἵμαθ᾽ ἑλοῦσα,
εἰς ὑπερῷ᾽ ἀνέβαινε σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξίν, 760
ἐν δ᾽ ἔθετ᾽ οὐλοχύτας κανέῳ, ἠρᾶτο δ᾽ Ἀθήνῃ·
«Κλῦθί μευ, αἰγιόχοιο Διὸς τέκος, Ἀτρυτώνη,
εἴ ποτέ τοι πολύμητις ἐνὶ μεγάροισιν Ὀδυσσεὺς
ἢ βοὸς ἢ ὄϊος κατὰ πίονα μηρία κῆε,
τῶν νῦν μοι μνῆσαι, καί μοι φίλον υἷα σάωσον, 765
μνηστῆρας δ᾽ ἀπάλαλκε κακῶς ὑπερηνορέοντας.»