Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 9 στ. 82-151
Εννιά μερόνυχτα παράδερνα μ᾽ ενάντιους τους ανέμους
στο ψαροθρόφο απάνω πέλαγο· στις δέκα βγήκαμε όξω
στη γη των Λωτοφάγων, με άνθινη που ζουν θροφή μονάχα.
Μόλις στο ακρόγιαλο ανασύραμε νερό, γοργά το γιόμα 85
δίπλα στα γρήγορα καράβια μας συντάζαν οι συντρόφοι.
Και πια σα φάγαμε, σαν ήπιαμε και φράθηκε η καρδιά μας,
είπα να πέψω απ᾽ τους συντρόφους μου να παν μπροστά να μάθουν
σαν ποιοί θνητοί, ψωμί που γεύουνται, στα μέρη τούτα ζούνε,
απ᾽ τους δικούς μου δυο διαλέγοντας, μαζί τους κι έναν κράχτη. 90
Κι αυτοί γοργά το δρόμο παίρνοντας τους Λωτοφάγους βρήκαν.
Κι οι Λωτοφάγοι δε μελέτησαν κακό στους σύντροφούς μας
κανένα, μοναχά τούς έδιναν λωτό ν᾽ απογευτούνε.
Μα αν του λωτού το μελοστάλαχτο καρπό κανείς γευόταν,
πια δε γνοιαζόταν για μηνύματα κι ουδ᾽ έλεε να διαγείρει· 95
τό ᾽χε να μείνει εκεί καλύτερο και με τους Λωτοφάγους
λωτό να γεύεται, κι ολότελα το γυρισμό ξεχνούσε.
Μα τους δικούς μου εγώ τραβώντας τους στα βαθουλά καράβια
μεβιάς τους έδεσα θρηνάμενους στους πάγκους από κάτω.
Τους άλλους πάλι μπιστεμένους μου συντρόφους να βιαστούνε 100
και ν᾽ ανεβούν στα γοργοτάξιδα πλεούμενα προστάζω,
κανείς μη φάει λωτό κι ολότελα το γυρισμό ξεχάσει.
Κι ως ανεβήκαν δίχως άργητα και στα ζυγά καθίσαν
γραμμή, την αφρισμένη θάλασσα με τα κουπιά χτυπούσαν.
Κι ανοίξαμε πανιά και φύγαμε με πικραμένα σπλάχνα, 105
ώσπου ξεπέσαμε στων άνομων, ανήμερων Κυκλώπων
τη γη, που αφήνουν στους αθάνατους θεούς τις έγνοιες όλες,
κι ουδέ φυτεύουν με τα χέρια τους ποτέ κι ουδέ κι οργώνουν·
όλα τους άσπαρτα κι ανόργωτα φυτρώνουν απ᾽ το χώμα,
στάρι, κριθάρι· μεγαλόρωγα στ᾽ αμπέλια τους σταφύλια 110
απ᾽ τις βροχές του Δία τρανεύοντας κρασί τούς δίνουν πλήθιο.
Να βουλευτούν δεν έχουν σύναξες κι ουδέ από νόμους ξέρουν·
στων αψηλών βουνών τ᾽ ακρόκορφα σε σπήλια μέσα ως ζούνε,
χώρια απ᾽ τους άλλους τις γυναίκες του και τα παιδιά του ορίζει
ο καθανείς, κι ουδέ που γνοιάζεται τί κάνει ο γείτονάς του. 115
Ένα νησί που λέτε απλώνεται μπρός στο λιμάνι, αγρίδι,
μήτε κοντά μήτε κι απόμακρα στη χώρα των Κυκλώπων,
πυκνό λογγάρι· γίδια αρίφνητα βοσκολογούνε μέσα
―αγριόγιδα· τι ανθρώπου πάτημα δεν τ᾽ αποδιώχνει εκείθε·
οι αγριμολόοι, που από ᾽να ακρόκορφο σε άλλο περνούν και σέρνουν 120
στους λόγγους μέσα τόσα βάσανα, δεν έρχουνται εδώ πέρα·
κάμποι οργωμένοι εδώ δε βρίσκουνται μηδέ θωρείς κοπάδια·
όλα ειναι ανέσπαρτα κι ανόργωτα χειμώνα καλοκαίρι,
κι ούτε άνθρωπος κανείς, αγριόγιδες βελάστρες βόσκουν μόνο·
τι οι Κύκλωπες αλικομάγουλα πλεούμενα δεν έχουν, 125
κι ουδέ μαστόρους έχουν γι᾽ άρμενα, να πιάσουν να σκαρώσουν
γι᾽ αυτούς καράβια καλοκούβερτα, να τα τελεύουν όλα
σε ξένες πολιτείες αράζοντας, ως συνηθούν οι ανθρώποι
να σκίζουν με τα πλοία τη θάλασσα και να συναγρικιούνται.
Αυτοί και το νησί θα μέρωναν, σοδειά να δίνει πλούσια· 130
τι η γη κακή δεν ήταν· θά ᾽βγαζε τα πάντα στον καιρό τους·
λιβάδια στης ψαριάς της θάλασσας το κύμα πλάι θωρούσες,
αφράτα, με νερά· θα κάρπιζαν εδώ τ᾽ αμπέλια αιώνια.
Κι είχε καλά χωράφια ο τόπος τους· σπαρτά τον κάθε χρόνο
βαθιά θα θέριζαν στην ώρα τους, τι ήταν παχύ το χώμα. 135
Είχε και κόρφο καλολίμανο· να δέσεις χρεία δεν ήταν
σκοινιά καθόλου, ουδέ αγκυρόπετρες να ρίξεις και πρυμάτσες,
μόν᾽ στα ρηχά να βγείς, προσμένοντας οι ναύτες πότε πάλε
θα πουν να φύγουν, μόλις οι ανέμοι ξανά φυσήξουν πρίμοι.
Στου λιμανιού την κόχη κρούσταλλο νερό αναβρεί από σπήλιο 140
―μιαν ανεβάλλουσα― κι ολόγυρα πολλές φυτρώνουν λεύκες.
Κει πέρα μπήκαμε κι αράξαμε· κάποιος θεός το δρόμο
στη σκοτεινή νυχτιά μάς έδειχνε· δεν έφεγγε να ιδούμε.
Πυκνή κατάχνια τα καράβια μας περίζωνε· σε νέφη
κρυμμένο το φεγγάρι είχε χαθεί κι αυτό ψηλά απ᾽ τα ουράνια. 145
Γι᾽ αυτό και το νησί τα μάτια μας δεν τό ᾽χαν ξεχωρίσει
μηδέ τα κύματα, που ολόμακρα καταγιαλού κυλούσαν,
ως τη στιγμή τα καλοκούβερτα που αράξαν άρμενά μας.
Κι ως τα καράβια αράξαν, τα πανιά μαϊνάραμε όλα, κι όξω
κι εμείς εβγήκαμε στο ακρόγιαλο της θάλασσας απάνω, 150
και καρτερούσαμε κοιμάμενοι τη θείαν Αυγή να φέξει.
Ἔνθεν δ᾽ ἐννῆμαρ φερόμην ὀλοοῖς ἀνέμοισι
πόντον ἐπ᾽ ἰχθυόεντα· ἀτὰρ δεκάτῃ ἐπέβημεν
γαίης Λωτοφάγων, οἵ τ᾽ ἄνθινον εἶδαρ ἔδουσιν.
ἔνθα δ᾽ ἐπ᾽ ἠπείρου βῆμεν καὶ ἀφυσσάμεθ᾽ ὕδωρ, 85
αἶψα δὲ δεῖπνον ἕλοντο θοῇς παρὰ νηυσὶν ἑταῖροι.
αὐτὰρ ἐπεὶ σίτοιό τ᾽ ἐπασσάμεθ᾽ ἠδὲ ποτῆτος,
δὴ τότ᾽ ἐγὼν ἑτάρους προΐειν πεύθεσθαι ἰόντας
οἵ τινες ἀνέρες εἶεν ἐπὶ χθονὶ σῖτον ἔδοντες,
ἄνδρε δύω κρίνας, τρίτατον κήρυχ᾽ ἅμ᾽ ὀπάσσας. 90
οἱ δ᾽ αἶψ᾽ οἰχόμενοι μίγεν ἀνδράσι Λωτοφάγοισιν·
οὐδ᾽ ἄρα Λωτοφάγοι μήδονθ᾽ ἑτάροισιν ὄλεθρον
ἡμετέροις, ἀλλά σφι δόσαν λωτοῖο πάσασθαι.
τῶν δ᾽ ὅς τις λωτοῖο φάγοι μελιηδέα καρπόν,
οὐκέτ᾽ ἀπαγγεῖλαι πάλιν ἤθελεν οὐδὲ νέεσθαι, 95
ἀλλ᾽ αὐτοῦ βούλοντο μετ᾽ ἀνδράσι Λωτοφάγοισι
λωτὸν ἐρεπτόμενοι μενέμεν νόστου τε λαθέσθαι.
τοὺς μὲν ἐγὼν ἐπὶ νῆας ἄγον κλαίοντας ἀνάγκῃ,
νηυσὶ δ᾽ ἐνὶ γλαφυρῇσιν ὑπὸ ζυγὰ δῆσα ἐρύσσας.
αὐτὰρ τοὺς ἄλλους κελόμην ἐρίηρας ἑταίρους 100
σπερχομένους νηῶν ἐπιβαινέμεν ὠκειάων,
μή πώς τις λωτοῖο φαγὼν νόστοιο λάθηται.
οἱ δ᾽ αἶψ᾽ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῗσι καθῖζον,
ἑξῆς δ᾽ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς.
Ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν ἀκαχήμενοι ἦτορ. 105
Κυκλώπων δ᾽ ἐς γαῖαν ὑπερφιάλων ἀθεμίστων
ἱκόμεθ᾽, οἵ ῥα θεοῖσι πεποιθότες ἀθανάτοισιν
οὔτε φυτεύουσιν χερσὶν φυτὸν οὔτ᾽ ἀρόωσιν,
ἀλλὰ τά γ᾽ ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα φύονται,
πυροὶ καὶ κριθαὶ ἠδ᾽ ἄμπελοι, αἵ τε φέρουσιν 110
οἶνον ἐριστάφυλον, καί σφιν Διὸς ὄμβρος ἀέξει.
τοῖσιν δ᾽ οὔτ᾽ ἀγοραὶ βουληφόροι οὔτε θέμιστες,
ἀλλ᾽ οἵ γ᾽ ὑψηλῶν ὀρέων ναίουσι κάρηνα
ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι, θεμιστεύει δὲ ἕκαστος
παίδων ἠδ᾽ ἀλόχων, οὐδ᾽ ἀλλήλων ἀλέγουσι. 115
Νῆσος ἔπειτα λάχεια παρὲκ λιμένος τετάνυσται
γαίης Κυκλώπων οὔτε σχεδὸν οὔτ᾽ ἀποτηλοῦ,
ὑλήεσσ᾽· ἐν δ᾽ αἶγες ἀπειρέσιαι γεγάασιν
ἄγριαι· οὐ μὲν γὰρ πάτος ἀνθρώπων ἀπερύκει,
οὐδέ μιν εἰσοιχνεῦσι κυνηγέται, οἵ τε καθ᾽ ὕλην 120
ἄλγεα πάσχουσιν κορυφὰς ὀρέων ἐφέποντες.
οὔτ᾽ ἄρα ποίμνῃσιν καταΐσχεται οὔτ᾽ ἀρότοισιν,
ἀλλ᾽ ἥ γ᾽ ἄσπαρτος καὶ ἀνήροτος ἤματα πάντα
ἀνδρῶν χηρεύει, βόσκει δέ τε μηκάδας αἶγας.
οὐ γὰρ Κυκλώπεσσι νέες πάρα μιλτοπάρῃοι, 125
οὐδ᾽ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν
νῆας ἐϋσσέλμους, αἵ κεν τελέοιεν ἕκαστα
ἄστε᾽ ἐπ᾽ ἀνθρώπων ἱκνεύμεναι, οἷά τε πολλὰ
ἄνδρες ἐπ᾽ ἀλλήλους νηυσὶν περόωσι θάλασσαν·
οἵ κέ σφιν καὶ νῆσον ἐϋκτιμένην ἐκάμοντο. 130
οὐ μὲν γάρ τι κακή γε, φέροι δέ κεν ὥρια πάντα·
ἐν μὲν γὰρ λειμῶνες ἁλὸς πολιοῖο παρ᾽ ὄχθας
ὑδρηλοὶ μαλακοί· μάλα κ᾽ ἄφθιτοι ἄμπελοι εἶεν.
ἐν δ᾽ ἄροσις λείη· μάλα κεν βαθὺ λήϊον αἰεὶ
εἰς ὥρας ἀμῷεν, ἐπεὶ μάλα πῖαρ ὑπ᾽ οὖδας. 135
ἐν δὲ λιμὴν εὔορμος, ἵν᾽ οὐ χρεὼ πείσματός ἐστιν,
οὔτ᾽ εὐνὰς βαλέειν οὔτε πρυμνήσι᾽ ἀνάψαι,
ἀλλ᾽ ἐπικέλσαντας μεῖναι χρόνον εἰς ὅ κε ναυτέων
θυμὸς ἐποτρύνῃ καὶ ἐπιπνεύσωσιν ἀῆται.
αὐτὰρ ἐπὶ κρατὸς λιμένος ῥέει ἀγλαὸν ὕδωρ, 140
κρήνη ὑπὸ σπείους· περὶ δ᾽ αἴγειροι πεφύασιν.
ἔνθα κατεπλέομεν, καί τις θεὸς ἡγεμόνευε
νύκτα δι᾽ ὀρφναίην, οὐδὲ προὐφαίνετ᾽ ἰδέσθαι·
ἀὴρ γὰρ περὶ νηυσὶ βαθεῖ᾽ ἦν, οὐδὲ σελήνη
οὐρανόθεν προὔφαινε, κατείχετο δὲ νεφέεσσιν. 145
ἔνθ᾽ οὔ τις τὴν νῆσον ἐσέδρακεν ὀφθαλμοῖσιν·
οὐδ᾽ οὖν κύματα μακρὰ κυλινδόμενα προτὶ χέρσον
εἰσίδομεν, πρὶν νῆας ἐϋσσέλμους ἐπικέλσαι.
κελσάσῃσι δὲ νηυσὶ καθείλομεν ἱστία πάντα,
ἐκ δὲ καὶ αὐτοὶ βῆμεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης· 150
ἔνθα δ᾽ ἀποβρίξαντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν.