Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 8 στ. 83-151
Αυτά ετραγούδα ο πολυδόξαστος τραγουδιστής· ωστόσο
πήρε ο Οδυσσέας μεμιάς κι ανάσυρε το πορφυρό μαντί του
κι αποκορφής ως κάτω εσκέπασε τ᾽ όμορφο πρόσωπό του· 85
τι ντρέπουνταν τους Φαίακες πού ᾽τρεχαν τα μάτια του ποτάμι.
Κάθε φορά που ο θείος Δημόδοκος σκολνούσε το τραγούδι,
τα δάκρυα σφούγγιζε, κατέβαζε το ρούχο απ᾽ το κεφάλι
και στους θεούς με κούπα δίγουβη κρασί εσταλαματούσε·
μα σαν ξανάρχιζε ―τον έσπρωχναν μαθές να τραγουδήσει 90
οι Φαίακες οι τρανοί, που ευφραίνουνταν ακούγοντας― εκείνος,
την κεφαλή ξανά κουκούλωνε και ξέσπαζε σε θρήνο.
Κανείς δεν τό ᾽χε νιώσει πού ᾽κλαιγεν από τους άλλους όλους·
ο Αλκίνοος μοναχά τον πρόσεξε και τον νογήθη, δίπλα
καθώς καθόταν, και τον άκουσε να βαριαναστενάζει. 95
Ευτύς στους Φαίακες, στους περίλαμπρους μιλούσε κουπολάτες:
«Ακούστε, Φαίακες πρωτοστράτορες και πρωτοκεφαλάδες·
το φαγητό πια το φραθήκαμε, καθείς το μερτικό του,
και την κιθάρα, τη συντρόφισσα στις πλούσιες τάβλες πάντα·
μα ας βγούμε τώρα, για να παίξουμε, να ξεσυνεριστούμε· 100
μια μέρα ο ξένος μας διαγέρνοντας στη γη την πατρική του
να τό ᾽χει να το λέει στους φίλους του το πόσο ξεπερνάμε
τους άλλους στη γροθιά, στο πάλεμα, στο πήδημα, στα πόδια.»
Αυτά σαν είπε ο Αλκίνοος, κίνησε, και πίσω του οι ρηγάδες.
Στο ξυλοκάρφι τη γλυκόλαλη κρεμάει κιθάρα ο κράχτης, 105
παίρνει απ᾽ το χέρι το Δημόδοκο κι από τον αντρωνίτη
τον βγάζει και τον ίδιο τράβηξε το δρόμο πού ᾽χαν πάρει
οι Φαίακες άρχοντες, τους όμορφους να θιαμαστούν αγώνες.
Στην αγορά σε λίγο βρέθηκαν, κι ο κόσμος ακλουθούσε
αρίφνητος· κι οι νιοι σηκώθηκαν, πολλοί κι αρχοντεμένοι· 110
ο Ακρόνεος κι ο Ελατρέας πετάχτηκαν κι ο Ωκύαλος κι ο Ναυτέας
κι ο Αγχίαλος κι ο Ερετμέας, κατόπι τους ο Θόωνας κι ο Πρυμνέας,
μετά ο Ποντέας κι ο Αναβησίνεος κι ο γιος του Πολυνήου
ο Αμφίαλος, ο εγγονός του Τέχτονα, μαζί στερνά ο Πρωρέας.
Πετάχτη ορθός κι ο Ευρύαλος, πού ᾽μοιαζε το ματοστάλαχτο Άρη, 115
ο γιος του Ναύβολου, ο καλύτερος στην ελικιά, στην όψη
ξον απ᾽ τον άψεγο Λαοδάμαντα μέσα στους Φαίακες όλους.
Κι οι τρεις υγιοί του Αλκίνου του άψεγου πετάχτηκαν απάνω,
ο Λαοδάμας κι ο Άλιος ο άτρομος κι ο ισόθεος ο Κλυτόνηος.
Και πιάσαν τους αγώνες κάνοντας αρχή απ᾽ τα πόδια πρώτα. 120
Απ᾽ το σημάδι ο δρόμος άνοιγε μπροστά τους, κι όλοι εκείνοι
γοργοπετώντας πήραν κι έτρεχαν στον κάμπο, μες στη σκόνη.
Στα πόδια πρώτος ο αψεγάδιαστος ξεχώριζε Κλυτόνηος·
όσο δυο μούλες νιάμα δύνουνται μοναναπνιάς να οργώσουν,
τόσο τους άλλους, σύντας γύρισε στους Φαίακες, προσπερνούσε. 125
Μετά, η σειρά στο ανήλεο πάλεμα να παραβγούν σαν ήρθε,
ήταν ο Ευρύαλος τώρα πού ᾽βαλε τους πρώτους όλους κάτω.
Μετά στο πήδημα απ᾽ τους άγουρους ο Αμφίαλος ήρθε πρώτος·
μετά, το δίσκο ως ρίξαν, νίκησε τους άλλους ο Ελατρέας,
και στις γροθιές του Αλκίνου ο αντρόψυχος υγιός, ο Λαοδάμας. 130
Κι αφού βαθιά στα φρένα ευφράθηκαν με τους αγώνες όλοι,
του Αλκίνου ο γιος, ο Λαοδάμαντας, αναμεσό τους είπε:
«Ελάτε, φίλοι, να ρωτήσουμε τον ξένο, κάποιο αγώνα
μην ξέρει κι έμαθε· το ανάριμμα δεν τον ντροπιάζει διόλου,
και τα μεριά και τ᾽ αντικνήμια του, ψηλά τα δυο του χέρια 135
κι ο σβέρκος του ο γερός κι η δύναμη, τρανή που δείχνει, κι ούτε
του λείπει η νιότη, μόν᾽ τα βάσανα τα πλήθια τον τσακίσαν·
εγώ μαθές από τη θάλασσα χειρότερο δεν ξέρω
να καταλυεί τον άντρα, δύναμη κι ας έχει αυτός περίσσια.»
Κι ο Ευρύαλος τότε του αποκρίθηκε κι αυτά τα λόγια τού ᾽πε: 140
«Ήταν σωστός, Λαοδάμα, ο λόγος σου και μίλησες ως πρέπει·
ατός σου τώρα σύρε μίλα του και πες του τί γυρεύεις.»
Ως άκουσεν ο γιος ο αντρόψυχος του Αλκίνου αυτά τα λόγια,
στη μέση εστάθηκε της μάζωξης και του Οδυσσέα μιλούσε:
«Και συ, πατέρα ξένε, κόπιασε να παραβγείς σε αγώνα, 145
κάποιον αν έμαθες· ακάτεχος δε δείχνεις απ᾽ αγώνες.
Γι᾽ άντρα δεν ξέρω εγώ τρανότερη στον κόσμο τούτο δόξα,
απ᾽ ό,τι κάνει με τα πόδια του μοχτώντας και τα χέρια.
Έλα λοιπόν και συ, δοκίμασε, τις έγνοιες πού ᾽χεις διώξε·
να φύγεις δε θ᾽ αργήσεις· έτοιμο για σένα το καράβι 150
βαθιά ριγμένο μες στη θάλασσα, κι οι σύντροφοι προσμένουν.»
Ταῦτ᾽ ἄρ᾽ ἀοιδὸς ἄειδε περικλυτός· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
πορφύρεον μέγα φᾶρος ἑλὼν χερσὶ στιβαρῇσι
κὰκ κεφαλῆς εἴρυσσε, κάλυψε δὲ καλὰ πρόσωπα· 85
αἴδετο γὰρ Φαίηκας ὑπ᾽ ὀφρύσι δάκρυα λείβων.
ἦ τοι ὅτε λήξειεν ἀείδων θεῖος ἀοιδός,
δάκρυ᾽ ὀμορξάμενος κεφαλῆς ἄπο φᾶρος ἕλεσκε
καὶ δέπας ἀμφικύπελλον ἑλὼν σπείσασκε θεοῖσιν·
αὐτὰρ ὅτ᾽ ἂψ ἄρχοιτο καὶ ὀτρύνειαν ἀείδειν 90
Φαιήκων οἱ ἄριστοι, ἐπεὶ τέρποντ᾽ ἐπέεσσιν,
ἂψ Ὀδυσεὺς κατὰ κρᾶτα καλυψάμενος γοάασκεν.
ἔνθ᾽ ἄλλους μὲν πάντας ἐλάνθανε δάκρυα λείβων,
Ἀλκίνοος δέ μιν οἶος ἐπεφράσατ᾽ ἠδ᾽ ἐνόησεν
ἥμενος ἄγχ᾽ αὐτοῦ, βαρὺ δὲ στενάχοντος ἄκουσεν. 95
αἶψα δὲ Φαιήκεσσι φιληρέτμοισι μετηύδα·
«Κέκλυτε, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες·
ἤδη μὲν δαιτὸς κεκορήμεθα θυμὸν ἐΐσης
φόρμιγγός θ᾽, ἣ δαιτὶ συνήορός ἐστι θαλείῃ·
νῦν δ᾽ ἐξέλθωμεν καὶ ἀέθλων πειρηθέωμεν 100
πάντων, ὥς χ᾽ ὁ ξεῖνος ἐνίσπῃ οἷσι φίλοισιν,
οἴκαδε νοστήσας, ὅσσον περιγινόμεθ᾽ ἄλλων
πύξ τε παλαιμοσύνῃ τε καὶ ἅλμασιν ἠδὲ πόδεσσιν.»
Ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο, τοὶ δ᾽ ἅμ᾽ ἕποντο.
κὰδ δ᾽ ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα λίγειαν, 105
Δημοδόκου δ᾽ ἕλε χεῖρα καὶ ἔξαγεν ἐκ μεγάροιο
κῆρυξ· ἄρχε δὲ τῷ αὐτὴν ὁδὸν ἥν περ οἱ ἄλλοι
Φαιήκων οἱ ἄριστοι, ἀέθλια θαυμανέοντες.
βὰν δ᾽ ἴμεν εἰς ἀγορήν, ἅμα δ᾽ ἕσπετο πουλὺς ὅμιλος,
μυρίοι· ἂν δ᾽ ἵσταντο νέοι πολλοί τε καὶ ἐσθλοί. 110
ὦρτο μὲν Ἀκρόνεώς τε καὶ Ὠκύαλος καὶ Ἐλατρεὺς
Ναυτεύς τε Πρυμνεύς τε καὶ Ἀγχίαλος καὶ Ἐρετμεὺς
Ποντεύς τε Πρῳρεύς τε, Θόων Ἀναβησίνεώς τε
Ἀμφίαλός θ᾽, υἱὸς Πολυνήου Τεκτονίδαο·
ἂν δὲ καὶ Εὐρύαλος, βροτολοιγῷ ἶσος Ἄρηϊ, 115
Ναυβολίδης, ὃς ἄριστος ἔην εἶδός τε δέμας τε
πάντων Φαιήκων μετ᾽ ἀμύμονα Λαοδάμαντα.
ἂν δ᾽ ἔσταν τρεῖς παῖδες ἀμύμονος Ἀλκινόοιο,
Λαοδάμας θ᾽ Ἅλιός τε καὶ ἀντίθεος Κλυτόνηος·
οἱ δ᾽ ἦ τοι πρῶτον μὲν ἐπειρήσαντο πόδεσσι. 120
τοῖσι δ᾽ ἀπὸ νύσσης τέτατο δρόμος· οἱ δ᾽ ἅμα πάντες
καρπαλίμως ἐπέτοντο κονίοντες πεδίοιο.
τῶν δὲ θέειν ὄχ᾽ ἄριστος ἔην Κλυτόνηος ἀμύμων·
ὅσσον τ᾽ ἐν νειῷ οὖρον πέλει ἡμιόνοιϊν,
τόσσον ὑπεκπροθέων λαοὺς ἵκεθ᾽, οἱ δ᾽ ἐλίποντο. 125
οἱ δὲ παλαιμοσύνης ἀλεγεινῆς πειρήσαντο·
τῇ δ᾽ αὖτ᾽ Εὐρύαλος ἀπεκαίνυτο πάντας ἀρίστους.
ἅλματι δ᾽ Ἀμφίαλος πάντων προφερέστατος ἦεν·
δίσκῳ δ᾽ αὖ πάντων πολὺ φέρτατος ἦεν Ἐλατρεύς,
πὺξ δ᾽ αὖ Λαοδάμας, ἀγαθὸς πάϊς Ἀλκινόοιο. 130
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντες ἐτέρφθησαν φρέν᾽ ἀέθλοις,
τοῖς ἄρα Λαοδάμας μετέφη, πάϊς Ἀλκινόοιο·
«Δεῦτε, φίλοι, τὸν ξεῖνον ἐρώμεθα, εἴ τιν᾽ ἄεθλον
οἶδέ τε καὶ δεδάηκε· φυήν γε μὲν οὐ κακός ἐστι,
μηρούς τε κνήμας τε καὶ ἄμφω χεῖρας ὕπερθεν 135
αὐχένα τε στιβαρὸν μέγα τε σθένος· οὐδέ τι ἥβης
δεύεται, ἀλλὰ κακοῖσι συνέρρηκται πολέεσσιν.
οὐ γὰρ ἐγώ γέ τί φημι κακώτερον ἄλλο θαλάσσης
ἄνδρα γε συγχεῦαι, εἰ καὶ μάλα καρτερὸς εἴη.»
Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Εὐρύαλος ἀπαμείβετο φώνησέν τε· 140
«Λαοδάμα, μάλα τοῦτο ἔπος κατὰ μοῖραν ἔειπες.
αὐτὸς νῦν προκάλεσσαι ἰὼν καὶ πέφραδε μῦθον.»
Αὐτὰρ ἐπεὶ τό γ᾽ ἄκουσ᾽ ἀγαθὸς πάϊς Ἀλκινόοιο,
στῆ ῥ᾽ ἐς μέσσον ἰὼν καὶ Ὀδυσσῆα προσέειπε·
«Δεῦρ᾽ ἄγε καὶ σύ, ξεῖνε πάτερ, πείρησαι ἀέθλων, 145
εἴ τινά που δεδάηκας· ἔοικε δέ σ᾽ ἴδμεν ἀέθλους.
οὐ μὲν γὰρ μεῖζον κλέος ἀνέρος ὄφρα κεν ᾖσιν
ἢ ὅ τι ποσσίν τε ῥέξῃ καὶ χερσὶν ἑῇσιν.
ἀλλ᾽ ἄγε πείρησαι, σκέδασον δ᾽ ἀπὸ κήδεα θυμοῦ·
σοὶ δ᾽ ὁδὸς οὐκέτι δηρὸν ἀπέσσεται, ἀλλά τοι ἤδη 150
νηῦς τε κατείρυσται καὶ ἐπαρτέες εἰσὶν ἑταῖροι.»