Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 7 στ. 78-152
Αυτά ειπεν η Αθηνά η γλαυκόματη κι αφήνει τη Σχερία
την έμνοστη, κι απάνω απ᾽ τ᾽ άκαρπα πετώντας τα πελάγη,
στο Μαραθώνα, στην πλατύδρομην εκείθε Αθήνα φτάνει, 80
και στου Ερεχθέα το στέριο εχώθηκε παλάτι. Κι ο Οδυσσέας
στο αρχοντικό του Αλκίνοου κίνησε να πάει· μα πριν πατήσει
το χάλκινο κατώφλι, στάθηκε και δούλευεν ο νους του·
τι φως ολούθε απ᾽ του λιοντόκαρδου του Αλκίνοου το παλάτι
το αψηλοτάβανο ξεχύνουνταν ― σα φεγγαριού, σαν ήλιου. 85
Χάλκινοι οι τοίχοι του ζερβόδεξα, που απ᾽ το κατώφλι ως μέσα
τραβούσαν, και ψηλά τούς έζωνε μια ζώνη από λαζούρι.
Μαλαματένιες πόρτες σφάλιζαν το σπίτι, κι ασημένιοι
πάνω στο χάλκινο στηρίζουνταν κατώφλι οι παραστάτες·
κι είχε κρικέλι ατόφιο μάλαμα κι ανώφλι ατόφιο ασήμι. 90
Κι ήταν και δυο σκυλιά ζερβόδεξα χρυσά, και δυο ασημένια,
μαστορεμένα από τον Ήφαιστο με τη σοφή του τέχνη,
του Αλκίνοου να φυλάν του αντρόκαρδου το σπίτι νύχτα μέρα,
κι ήταν αθάνατα κι αγέραστα. Και μες στο αρχονταρίκι
απ᾽ το κατώφλι ως μέσα αδιάκοπα γραμμή θρονιά ακουμπούσαν 95
στους τοίχους δώθε κείθε, κι έβλεπες απάνω τους ριγμένα
λεπτά, καλόφαντα σκεπάσματα, φασμένα από γυναίκες.
Εκεί συχνά των Φαίακων οι άρχοντες να φαν, να πιουν καθόνταν,
κι είχαν μπροστά τους όσα θά ᾽φταναν γι᾽ ακέριο χρόνο ακόμα.
Μαλαματένιοι πάνω νιούτσικοι σε στέριους στυλοβάτες 100
στέκαν κρατώντας μες στα χέρια τους δαυλιά φλογαναμμένα,
νά ᾽χουν να φέγγουν στους συντράπεζους τις νύχτες στο παλάτι.
Πενήντα μέσα στο παλάτι του γυναίκες σκλάβες έχει·
άλλες αλέθουν στους χερόμυλους καρπό χρυσό σα μήλο,
άλλες υφαίνουν γιά τη ρόκα τους γυρνούνε, καθισμένες, 105
καθώς της λεύκας της λιγνόκορμης τα φύλλα, δίπλα δίπλα,
κι απ᾽ τα καλόκρουστα υφασίδια τους το λάδι αποσταλάζει·
τι όσο τους άλλους άντρες ξεπερνούν οι Φαίακες, στα πελάγη
να κυβερνούν τα γρήγορα άρμενα, παρόμοια πρώτες είναι
στην τέχνη του αργαλειού οι γυναίκες τους· τις μοίρανε η Παλλάδα 110
και από δουλειές να νιώθουν όμορφες και μυαλωμένες νά ᾽ναι.
Απόξω απ᾽ την αυλή του βρίσκεται χτήμα τρανό, εκεί δίπλα,
τέσσερα στρέμματα, που ζώνεται με φράχτη γύρω γύρω·
και μέσα εκεί ψηλά κι ολόχλωρα φυτρώνουν δέντρα πλήθος:
εκεί αχλαδιές, μηλιές χρυσόκαρπες, ρογδιές φυλλομανούνε, 115
εκεί συκιές γλυκές κι ολόχλωρες ελιές θωρείς ολούθε.
Καρπός δε χάνεται, μια πού ᾽δεσε, κι ουδέ τους απολείπει
χειμώνα καλοκαίρι, αδιάκοπα· τι ασίγαστα φυσώντας
εδώ γεννάει καρπούς ο ζέφυρος κι άλλους εκεί γουρμάζει.
Απίδι απά στο απίδι ψήνεται, και μήλο απά στο μήλο, 120
σύκο στο σύκο απάνω, αδιάκοπα, σταφύλι στο σταφύλι.
Ακόμα αμπέλι εκεί πολύκαρπο του βασιλιά ριζώνει·
στό ᾽να του μέρος, για το στέγνωμα των σταφυλιών στον ήλιο,
έχει ένα αλώνι, κι άλλα ειναι ώρα τους να τα τρυγήσουν, κι άλλα
να τα πατήσουν, κι άλλα ειναι άγουρα πιο πέρα, τον αθό τους 125
μόλις που τίναξαν, και παίρνουνε να κοκκινίζουν άλλα.
Κει που τελεύουν πια τα κλήματα, λογής λογής, με τάξη
βαλμένες οι βραγιές κατάχλωρες ολοχρονίς φουντώνουν.
Είναι και βρύσες δυο· ποτίζεται τρογύρα το περβόλι
από τη μια, και τρέχει η δεύτερη στο σπίτι, απ᾽ το κατώφλι 130
περνώντας κάτω της αυλόπορτας, νερό να παίρνει ο κόσμος.
Τέτοια οι θεοί μαθές εχάρισαν του Αλκίνου πλούσια δώρα.
Κει πέρα ο θεϊκός, πολύπαθος στεκόταν Οδυσσέας
και θάμαζε· κι ως πια αποθάμαξε θωρώντας τα όλα γύρω,
περνώντας το κατώφλι γρήγορα στο σπίτι μέσα μπήκε· 135
κι ήβρε των Φαίακων τους πρωτόγερους και προεστούς την ώρα
σπονδή στον άγρυπνο που πρόσφερναν Αργοφονιά, τι θέλαν
να παν να κοιμηθούν, κι ολόστερνα σ᾽ αυτόν σπονδές εκάναν.
Κι ο αρχοντογέννητος, πολύπαθος εδιάβηκε Οδυσσέας
το σπίτι μες σε αντάρα ολόπυκνη, που τού ᾽χυνε η Παλλάδα. 140
Όμως στο ρήγα Αλκίνο ως έφτασε και στην Αρήτη αντίκρυ,
τα χέρια του έριξε στα γόνατα τρογύρα της Αρήτης,
κι η θεϊκιά που τον περίζωνε μεμιάς σκορπίστη αντάρα.
Κι αυτοί τα χάσαν ξένον άνθρωπο θωρώντας μες στο σπίτι,
και μείναν άλαλοι· και κίνησε τα παρακάλια εκείνος: 145
«Αρήτη, κόρη του Ρηξήνορα του ισόθεου, πλήθος έχω
τραβήξει βάσανα· στον άντρα σου, στα πόδια σου προσπέφτω
και σε όλους τούτους τους συντράπεζους· μόνο καλά, όσο ζείτε,
να δείτε απ᾽ τους θεούς, κι αργότερα το βιος στο αρχοντικό σας
κι όποια τιμή ο λαός σάς έδωκε να μείνουν στα παιδιά σας. 150
Όμως και μένα προβοδάτε με, να φτάσω στην πατρίδα
γρήγορα· χρόνους βασανίζουμαι μακριά από τους δικούς μου.»
Ὣς ἄρα φωνήσασ᾽ ἀπέβη γλαυκῶπις Ἀθήνη
πόντον ἐπ᾽ ἀτρύγετον, λίπε δὲ Σχερίην ἐρατεινήν,
ἵκετο δ᾽ ἐς Μαραθῶνα καὶ εὐρυάγυιαν Ἀθήνην, 80
δῦνε δ᾽ Ἐρεχθῆος πυκινὸν δόμον. αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
Ἀλκινόου πρὸς δώματ᾽ ἴε κλυτά· πολλὰ δέ οἱ κῆρ
ὅρμαιν᾽ ἱσταμένῳ, πρὶν χάλκεον οὐδὸν ἱκέσθαι.
ὥς τε γὰρ ἠελίου αἴγλη πέλεν ἠὲ σελήνης
δῶμα καθ᾽ ὑψερεφὲς μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο. 85
χάλκεοι μὲν γὰρ τοῖχοι ἐληλέατ᾽ ἔνθα καὶ ἔνθα,
ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῦ, περὶ δὲ θριγκὸς κυάνοιο·
χρύσειαι δὲ θύραι πυκινὸν δόμον ἐντὸς ἔεργον·
ἀργύρεοι δὲ σταθμοὶ δ᾽ ἐν χαλκέῳ ἕστασαν οὐδῷ,
ἀργύρεον δ᾽ ἐφ᾽ ὑπερθύριον, χρυσέη δὲ κορώνη. 90
χρύσειοι δ᾽ ἑκάτερθε καὶ ἀργύρεοι κύνες ἦσαν,
οὓς Ἥφαιστος τεῦξεν ἰδυίῃσι πραπίδεσσι
δῶμα φυλασσέμεναι μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο,
ἀθανάτους ὄντας καὶ ἀγήρως ἤματα πάντα.
ἐν δὲ θρόνοι περὶ τοῖχον ἐρηρέδατ᾽ ἔνθα καὶ ἔνθα, 95
ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῖο διαμπερές, ἔνθ᾽ ἐνὶ πέπλοι
λεπτοὶ ἐΰννητοι βεβλήατο, ἔργα γυναικῶν.
ἔνθα δὲ Φαιήκων ἡγήτορες ἑδριόωντο
πίνοντες καὶ ἔδοντες· ἐπηετανὸν γὰρ ἔχεσκον.
χρύσειοι δ᾽ ἄρα κοῦροι ἐϋδμήτων ἐπὶ βωμῶν 100
ἕστασαν αἰθομένας δαΐδας μετὰ χερσὶν ἔχοντες,
φαίνοντες νύκτας κατὰ δώματα δαιτυμόνεσσι.
πεντήκοντα δέ οἱ δμῳαὶ κατὰ δῶμα γυναῖκες
αἱ μὲν ἀλετρεύουσι μύλης ἔπι μήλοπα καρπόν,
αἱ δ᾽ ἱστοὺς ὑφόωσι καὶ ἠλάκατα στρωφῶσιν 105
ἥμεναι, οἱά τε φύλλα μακεδνῆς αἰγείροιο·
καιροσέων δ᾽ ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν ἔλαιον.
ὅσσον Φαίηκες περὶ πάντων ἴδριες ἀνδρῶν
νῆα θοὴν ἐνὶ πόντῳ ἐλαυνέμεν, ὣς δὲ γυναῖκες
ἱστὸν τεχνῆσσαι· πέρι γάρ σφισι δῶκεν Ἀθήνη 110
ἔργα τ᾽ ἐπίστασθαι περικαλλέα καὶ φρένας ἐσθλάς.
ἔκτοσθεν δ᾽ αὐλῆς μέγας ὄρχατος ἄγχι θυράων
τετράγυος· περὶ δ᾽ ἕρκος ἐλήλαται ἀμφοτέρωθεν.
ἔνθα δὲ δένδρεα μακρὰ πεφύκασι τηλεθόωντα,
ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι 115
συκέαι τε γλυκεραὶ καὶ ἐλαῖαι τηλεθόωσαι.
τάων οὔ ποτε καρπὸς ἀπόλλυται οὐδ᾽ ἀπολείπει
χείματος οὐδὲ θέρευς, ἐπετήσιος· ἀλλὰ μάλ᾽ αἰεὶ
Ζεφυρίη πνείουσα τὰ μὲν φύει, ἄλλα δὲ πέσσει.
ὄγχνη ἐπ᾽ ὄγχνῃ γηράσκει, μῆλον δ᾽ ἐπὶ μήλῳ, 120
αὐτὰρ ἐπὶ σταφυλῇ σταφυλή, σῦκον δ᾽ ἐπὶ σύκῳ.
ἔνθα δέ οἱ πολύκαρπος ἀλῳὴ ἐρρίζωται,
τῆς ἕτερον μέν θειλόπεδον λευρῷ ἐνὶ χώρῳ
τέρσεται ἠελίῳ, ἑτέρας δ᾽ ἄρα τε τρυγόωσιν,
ἄλλας δὲ τραπέουσι· πάροιθε δέ τ᾽ ὄμφακές εἰσιν 125
ἄνθος ἀφιεῖσαι, ἕτεραι δ᾽ ὑποπερκάζουσιν.
ἔνθα δὲ κοσμηταὶ πρασιαὶ παρὰ νείατον ὄρχον
παντοῖαι πεφύασιν, ἐπηετανὸν γανόωσαι·
ἐν δὲ δύω κρῆναι ἡ μέν τ᾽ ἀνὰ κῆπον ἅπαντα
σκίδναται, ἡ δ᾽ ἑτέρωθεν ὑπ᾽ αὐλῆς οὐδὸν ἵησι 130
πρὸς δόμον ὑψηλόν, ὅθεν ὑδρεύοντο πολῖται.
τοῖ᾽ ἄρ᾽ ἐν Ἀλκινόοιο θεῶν ἔσαν ἀγλαὰ δῶρα.
Ἔνθα στὰς θηεῖτο πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντα ἑῷ θηήσατο θυμῷ,
καρπαλίμως ὑπὲρ οὐδὸν ἐβήσετο δώματος εἴσω. 135
εὗρε δὲ Φαιήκων ἡγήτορας ἠδὲ μέδοντας
σπένδοντας δεπάεσσιν ἐϋσκόπῳ ἀργειφόντῃ,
ᾧ πυμάτῳ σπένδεσκον, ὅτε μνησαίατο κοίτου.
αὐτὰρ ὁ βῆ διὰ δῶμα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς
πολλὴν ἠέρ᾽ ἔχων, ἥν οἱ περίχευεν Ἀθήνη, 140
ὄφρ᾽ ἵκετ᾽ Ἀρήτην τε καὶ Ἀλκίνοον βασιλῆα.
ἀμφὶ δ᾽ ἄρ᾽ Ἀρήτης βάλε γούνασι χεῖρας Ὀδυσσεύς,
καὶ τότε δή ῥ᾽ αὐτοῖο πάλιν χύτο θέσφατος ἀήρ.
οἱ δ᾽ ἄνεῳ ἐγένοντο δόμον κάτα φῶτα ἰδόντες,
θαύμαζον δ᾽ ὁρόωντες· ὁ δὲ λιτάνευεν Ὀδυσσεύς· 145
«Ἀρήτη, θύγατερ Ῥηξήνορος ἀντιθέοιο,
σόν τε πόσιν σά τε γούναθ᾽ ἱκάνω πολλὰ μογήσας,
τούσδε τε δαιτυμόνας, τοῖσιν θεοὶ ὄλβια δοῖεν
ζωέμεναι, καὶ παισὶν ἐπιτρέψειεν ἕκαστος
κτήματ᾽ ἐνὶ μεγάροισι γέρας θ᾽ ὅ τι δῆμος ἔδωκεν. 150
αὐτὰρ ἐμοὶ πομπὴν ὀτρύνετε πατρίδ᾽ ἱκέσθαι
θᾶσσον, ἐπεὶ δὴ δηθὰ φίλων ἄπο πήματα πάσχω.»