Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 6 στ. 71-126
Είπε, και φώναξε τους δούλους του, κι αυτοί μεμιάς γρικήξαν·
όξω αρματώνουν το καλότροχο καρότσι για τις μούλες,
μετά τις μούλες τρέξαν κι έφεραν, στο αμάξι να τις ζέψουν.
Κι έφερε η κόρη από την κάμαρα τα λιόφωτα σκουτιά της
κι απά στην άμαξα τα στοίβαξε την καλοτορνεμένη· 75
κι η μάνα της φαγιά τής έβαλε σ᾽ ένα πανέρι πλήθια,
λογής λογής ξαρέσια νόστιμα, και μες σε ασκί γιδίσιο
κρασί τής βάνει, κι έτσι ανέβηκε στο αμάξι πάνω η κόρη.
Κι ένα ροΐ χρυσό τής έδωκε γεμάτο λάδι, νά ᾽χουν,
καθώς λουστούν κι αυτή κι οι βάγιες της, ν᾽ αλείψουν το κορμί τους. 80
Κι εκείνη τα λουριά φουχτώνοντας και το μαστίγι, δίνει
βιτσιά να φύγουν, κι όπως κίνησαν με βρόντο τα μουλάρια,
τρέχαν ακούραστα, τα ρούχα της κι εκείνη κουβαλώντας,
όχι μονάχη· ήταν κι οι βάγιες της που ερχόνταν με τα πόδια.
Και στο πανώριο ρέμα ως έφτασαν του ποταμού, κει πού ᾽χαν 85
ολοχρονίς τις γούρνες κι έτρεχαν νερά από κάτω πλήθια,
καθάρια, και τα ρούχα ξάσπριζαν, όσο λερά κι αν ήταν,
οι βάγιες τα μουλάρια ξέζεψαν κάτω απ᾽ τ᾽ αμάξι, κι έτσι
στου ποταμού του πολυστρόβιλου τα ξαμολούν τους όχτους,
να βόσκουν το γλυκό τον άγουστρο· και κείνες απ᾽ τ᾽ αμάξι 90
πήραν τα ρούχα και τα βούτηξαν στα σκοτεινά της γούρνας
νερά και τα ζουλούσαν, πιάνοντας συνερισιά, ποιά πρώτη
θα τέλευε· κι ως πλύναν κι έβγαλαν τις λέρες απ᾽ τα ρούχα,
πήραν και δίπλα δίπλα τ᾽ άπλωναν στο ακρόγιαλο, κει πέρα
που στη στεριά το κύμα σπάζοντας τα βότσαλα ξεπλένει. 95
Κι αυτές, ως λούστηκαν κι αλείφτηκαν καλά με λάδι πρώτα,
στου ποταμού τους όχτους έστρωσαν και κάθισαν να φάνε,
στου ηλιού την πύρα περιμένοντας τα ρούχα να στεγνώξουν.
Κι αφού ψωμί φραθήκαν τρώγοντας, κι αυτή κι οι παρακόρες,
πετάξαν τις μαντίλες κι άρχισαν να παίζουνε τη σφαίρα, 100
κι η Ναυσικά η κρουσταλλοβράχιονη κινούσε το τραγούδι.
Η σαγιτεύτρα πώς Αρτέμιδα του Ερύμανθου τις ράχες
γιά του ψηλού του Πενταδάχτυλου κατηφορίζει, κάπρους
σαϊτεύοντας κι αλάφια γρήγορα, και του Βουνού οι Κυράδες
παίζουν αντάμα της ολόχαρες, του Βροντοσκουταράτου 105
οι θυγατέρες, κι αναγάλλιασε βαθιά η Λητώ στα φρένα·
τι αμέσως ξεχωρίζει η κόρη της, την κεφαλή ως υψώνει
πάνω απ᾽ τις άλλες, και το μέτωπο, κι είναι πανώριες όλες ―
όμοια στα κάλλη η κόρη η απάρθενη ξεχώριζε απ᾽ τις βάγιες.
Κι ήρθε η στιγμή τα πεντακάθαρα σκουτιά της να διπλώσει, 110
και ζεύοντας τις μούλες σπίτι της ξοπίσω να διαγείρει·
τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, στο νου της άλλα βάνει:
να σηκωθεί ο Οδυσσέας, τη λιόγεννη παρθένα ν᾽ ανταμώσει,
κι αυτή να μπεί μπροστά οδηγώντας τον στο κάστρο των Φαιάκων.
Η ρηγοπούλα τότε πέταξε τη σφαίρα σε μια βάγια, 115
μα ξεστοχώντας τή σφεντόνισε μες στο βαθύ το ρέμα.
Σέρνουν τρανή φωνή ― και ξύπνησαν το θείο τον Οδυσσέα·
κι ως ανακάθισε, στοχάζουνταν βαθιά στα φρένα μέσα:
«Αλί σε μένα, σε ποιών έφτασα θνητών ξανά τη χώρα;
Άνομοι τάχα νά ᾽ναι, ανέσπλαχνοι, που δεν ψηφούν το δίκιο, 120
γιά εχουν ψυχή θεοφοβούμενη και συμπαθούν τον ξένο;
Σα θηλυκές φωνές να χτύπησαν τ᾽ αφτιά μου από κοπέλες ―
από Νεράιδες, που στ᾽ απόγκρεμα γυρνούνε κορφοβούνια,
στων ποταμών τα κεφαλόβρυσα και στα χλωρά λιβάδια.
Γιά σε θνητούς κοντά μη βρίσκουμαι, που ανθρωπινά μιλούνε; 125
Ομπρός, ας δοκιμάσω μόνος μου, να ιδώ, να καταλάβω.»
Ὣς εἰπὼν δμώεσσιν ἐκέκλετο, τοὶ δ᾽ ἐπίθοντο.
οἱ μὲν ἄρ᾽ ἐκτὸς ἄμαξαν ἐΰτροχον ἡμιονείην
ὅπλεον, ἡμιόνους θ᾽ ὕπαγον ζεῦξάν θ᾽ ὑπ᾽ ἀπήνῃ·
κούρη δ᾽ ἐκ θαλάμοιο φέρεν ἐσθῆτα φαεινήν.
καὶ τὴν μὲν κατέθηκεν ἐϋξέστῳ ἐπ᾽ ἀπήνῃ, 75
μήτηρ δ᾽ ἐν κίστῃ ἐτίθει μενοεικέ᾽ ἐδωδὴν
παντοίην, ἐν δ᾽ ὄψα τίθει, ἐν δ᾽ οἶνον ἔχευεν
ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ· κούρη δ᾽ ἐπεβήσετ᾽ ἀπήνης.
δῶκεν δὲ χρυσέῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν ἔλαιον,
ἧος χυτλώσαιτο σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξίν. 80
ἡ δ᾽ ἔλαβεν μάστιγα καὶ ἡνία σιγαλόεντα,
μάστιξεν δ᾽ ἐλάαν· καναχὴ δ᾽ ἦν ἡμιόνοιϊν·
αἱ δ᾽ ἄμοτον τανύοντο, φέρον δ᾽ ἐσθῆτα καὶ αὐτήν,
οὐκ οἴην, ἅμα τῇ γε καὶ ἀμφίπολοι κίον ἄλλαι.
Αἱ δ᾽ ὅτε δὴ ποταμοῖο ῥόον περικαλλέ᾽ ἵκοντο, 85
ἔνθ᾽ ἦ τοι πλυνοὶ ἦσαν ἐπηετανοί, πολὺ δ᾽ ὕδωρ
καλὸν ὑπεκπρορέει μάλα περ ῥυπόωντα καθῆραι,
ἔνθ᾽ αἵ γ᾽ ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης.
καὶ τὰς μὲν σεῦαν ποταμὸν πάρα δινήεντα
τρώγειν ἄγρωστιν μελιηδέα· ταὶ δ᾽ ἀπ᾽ ἀπήνης 90
εἵματα χερσὶν ἕλοντο καὶ ἐσφόρεον μέλαν ὕδωρ,
στεῖβον δ᾽ ἐν βόθροισι θοῶς ἔριδα προφέρουσαι.
αὐτὰρ ἐπεὶ πλῦνάν τε κάθηράν τε ῥύπα πάντα,
ἑξείης πέτασαν παρὰ θῖν᾽ ἁλός, ἧχι μάλιστα
λάϊγγας ποτὶ χέρσον ἀποπλύνεσκε θάλασσα. 95
αἱ δὲ λοεσσάμεναι καὶ χρισάμεναι λίπ᾽ ἐλαίῳ
δεῖπνον ἔπειθ᾽ εἵλοντο παρ᾽ ὄχθῃσιν ποταμοῖο,
εἵματα δ᾽ ἠελίοιο μένον τερσήμεναι αὐγῇ.
αὐτὰρ ἐπεὶ σίτου τάρφθεν δμῳαί τε καὶ αὐτή,
σφαίρῃ ταί γ᾽ ἄρα παῖζον, ἀπὸ κρήδεμνα βαλοῦσαι· 100
τῇσι δὲ Ναυσικάα λευκώλενος ἄρχετο μολπῆς.
οἵη δ᾽ Ἄρτεμις εἶσι κατ᾽ οὔρεα ἰοχέαιρα,
ἢ κατὰ Τηΰγετον περιμήκετον ἢ Ἐρύμανθον,
τερπομένη κάπροισι καὶ ὠκείῃς ἐλάφοισι·
τῇ δέ θ᾽ ἅμα νύμφαι, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο, 105
ἀγρονόμοι παίζουσι· γέγηθε δέ τε φρένα Λητώ·
πασάων δ᾽ ὑπὲρ ἥ γε κάρη ἔχει ἠδὲ μέτωπα,
ῥεῖά τ᾽ ἀριγνώτη πέλεται, καλαὶ δέ τε πᾶσαι·
ὣς ἥ γ᾽ ἀμφιπόλοισι μετέπρεπε παρθένος ἀδμής.
Ἀλλ᾽ ὅτε δὴ ἄρ᾽ ἔμελλε πάλιν οἶκόνδε νέεσθαι 110
ζεύξασ᾽ ἡμιόνους πτύξασά τε εἵματα καλά,
ἔνθ᾽ αὖτ᾽ ἄλλ᾽ ἐνόησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη,
ὡς Ὀδυσεὺς ἔγροιτο, ἴδοι τ᾽ εὐώπιδα κούρην,
ἥ οἱ Φαιήκων ἀνδρῶν πόλιν ἡγήσαιτο.
σφαῖραν ἔπειτ᾽ ἔρριψε μετ᾽ ἀμφίπολον βασίλεια· 115
ἀμφιπόλου μὲν ἅμαρτε, βαθείῃ δ᾽ ἔμβαλε δίνῃ,
αἱ δ᾽ ἐπὶ μακρὸν ἄϋσαν. ὁ δ᾽ ἔγρετο δῖος Ὀδυσσεύς,
ἑζόμενος δ᾽ ὅρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν·
«Ὤ μοι ἐγώ, τέων αὖτε βροτῶν ἐς γαῖαν ἱκάνω;
ἦ ῥ᾽ οἵ γ᾽ ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι, 120
ἦε φιλόξεινοι καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής;
ὥς τέ με κουράων ἀμφήλυθε θῆλυς ἀϋτή,
νυμφάων, αἳ ἔχουσ᾽ ὀρέων αἰπεινὰ κάρηνα
καὶ πηγὰς ποταμῶν καὶ πίσεα ποιήεντα.
ἦ νύ που ἀνθρώπων εἰμὶ σχεδὸν αὐδηέντων; 125
ἀλλ᾽ ἄγ᾽ ἐγὼν αὐτὸς πειρήσομαι ἠδὲ ἴδωμαι.»