Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 4 στ. 76-146
Όμως το αφτί τον πήρε του ξανθού Μενέλαου που μιλούσε
κι έτσι γυρνώντας ανεμάρπαστα τους συντυχαίνει λόγια:
«Παιδιά μου, με το Δία δε γίνεται να παραβγεί κανείς μας,
τι εκείνος έχει βιος αθάνατο κι αθάνατα παλάτια·
όμως με μένα θα παράβγαινε κι ένας θνητός στα πλούτη ― 80
γιά κι όχι· τι πολύ παράδειρα, χρόνους οχτώ, στα ξένα,
ως να τα φέρω εδώ μες στ᾽ άρμενα με χίλια δυο τυράννια.
Παράδειρα μαθές στην Αίγυπτο, στην Κύπρο, στη Φοινίκη·
και στους Αιθίοπες κάποτε έφτασα, στων Σιδονίων τη χώρα,
στους Ερεμβούς, κι εκεί που κέρατα στ᾽ αρνιά μεμιάς φυτρώνουν, 85
στους Λίβυες· τρεις φορές τα πρόβατα γεννούν εδώ το χρόνο.
Απ᾽ το βοσκό ποτέ δεν έλειψαν μηδέ κι απ᾽ τον αφέντη
τα κρέατα, το τυρί, δεν έλειψε και το γλυκό το γάλα,
μόνο τους δίνουν γάλα αδιάκοπα ν᾽ αρμέγουν και να πίνουν.
Μα όσον εγώ καιρό παράδερνα στα ξένα εκεί και πλούτη 90
μάζευα πλήθος, άλλος σκότωνε τον αδερφό μου εμένα
κρυφά, ανεπάντεχα, απ᾽ της άνομης γυναίκας του το δόλο.
Γι᾽ αυτό καθόλου δεν το χαίρουμαι που τόσο βιος ορίζω.
Όμως αυτά θα τά ᾽χετε ακουστά κι απ᾽ τους γονιούς σας, όποιοι
και νά ᾽ναι, τι έχω σύρει βάσανα πολλά· μου το ρημάξαν 95
το σπιτικό το καλοκάμωτο, με βιος βαρύ και πλήθιο.
Μα άμποτε νά ᾽χα τό ᾽να τρίτο του και να περνώ με τούτο,
και νά ᾽ταν ζωντανοί οι συντρόφοι μου, που τη ζωή τους χάσαν
μακριά από το Άργος τ᾽ αλογόθροφο, στης Τροίας τους κάμπους πέρα.
Για όλους αυτούς αλήθεια μύρουμαι και βαριαναστενάζω 100
στο αρχοντικό μου εδώ καθούμενος, συχνά στο νου ως τους φέρνω,
και πότε κλαίγοντας ξανάσαση να βρώ ζητώ και πότε
σκολάζω· γρήγορα χορταίνουμε μαθές τον κρύο το θρήνο.
Όμως γι᾽αυτούς βαριά κι αν θλίβουμαι, δε μου κοστίζει τόσο
ως για τον έναν, που όταν μού ᾽ρχεται στο λογισμό, μηδ᾽ ύπνο 105
μηδέ φαγί πια τότε χαίρουμαι· γιατί κανείς Αργίτης
δεν τράβηξε ποτέ όσα τράβηξε και μόχτησε ο Οδυσσέας.
Τού ᾽γραψε εκείνου η μοίρα βάσανα, και μένα τον καημό του
αλάγιαστο, κι ουδέ κατέχουμε, τόσον καιρό που λείπει,
αν είναι στη ζωή γιά αν πέθανε· τον κλαιν για πεθαμένο 110
ακούω κι η Πηνελόπη η φρόνιμη κι ο γιος, που τον αφήκε
μωρό νιογέννητο, ο Τηλέμαχος, κι ο γέροντας Λαέρτης.»
Είπε, και τον καημό τού φούντωσε στα στήθη για τον κύρη,
κι ακούοντας τ᾽ όνομά του ανάσκωσε το πορφυρό μαντί του
μπροστά στα μάτια με τα χέρια του, κι αφήκε να κυλήσουν 115
τα δάκρυα κάτω· κι ως τον ένιωσε ξάφνου ο Μενέλαος, πήρε
κι αναρωτιόταν μες στα φρένα του βαθιά και στην καρδιά του ―
να τον προσμένει τον πατέρα του να μαρτυρήσει μόνος,
γιά αυτός να κάνει αρχή ρωτώντας τον και δοκιμάζοντάς τον;
Κι ως τούτα ανάδευε στα φρένα του και στην καρδιά του, βγήκε 120
η Ελένη απ᾽ τον αψηλοτάβανο, το μοσκοβολισμένο
γυναικωνίτη, όμοια στην Άρτεμη τη χρυσοδοξαρούσα.
Θρονί μπροστά της καλοκάμωτο της βάζει η Αδρήστη η βάγια,
κι η Αλκίππη ένα κιλίμι μάλλινο, στα μαλακά να κάτσει·
μετά η Φυλώ ενα ασημοπάνερο της φέρνει, απ᾽ του Πολύβου 125
το ταίρι, την Αλκάντρα, χάρισμα, που στην αιγύπτια ζούσε
τη Θήβα, εκεί όπου βιος αρίφνητο το κάθε σπίτι κρύβει.
Δυο του Μενέλαου κείνος χάρισε λουτήρες ασημένιους,
τριπόδια δυο και δέκα τάλαντα χρυσάφι· χώρια πάλε
η Ελένη δώρα απ᾽ τη γυναίκα του πανώρια δέχτηκε άλλα: 130
χρυσή αλακάτη τής εχάρισε κι ένα αργυρό πανέρι
με ρόδες, που το ακροσειράδωναν μαλαματένια χείλια.
Αυτό ηταν που η Φυλώ τής έφερεν η παρακόρη τότε,
γεμάτο από κλωσμένα γνέματα, και στην κορφή θωρούσες
την αλακάτη πού ᾽χε πάνω της μαλλί μενεξεδένιο. 135
Μόλις εκάθισε κι ακούμπησε τα πόδια στο προσκάμνι,
η Ελένη γύρισε στον άντρα της και τον ψιλορωτούσε:
«Αλήθεια, ξέρουμε, αρχοντόγεννε Μενέλαε, τούτοι οι δυο τους,
που φτάσαν τώρα στο παλάτι μας, ποιοί πέτουνται πως είναι;
Σωστά μιλώ γιά μη γελάστηκα; μα να μιλήσω θέλω: 140
Ποτέ μήτε άντρα εγώ δε γνώρισα μήτε γυναίκα ως τώρα
να μοιάζει τόσο με άλλον άνθρωπο ―σαστίζω που τον βλέπω―
καθώς αυτός με τον Τηλέμαχο, το γιο του ψυχωμένου
μοιάζει Οδυσσέα, που εκείνος άφηκε μωρό παιδί στο σπίτι,
σύντας οι Αργίτες ξεκινούσατε γι᾽ άγρια σφαγή πολέμου 145
κάτω απ᾽ την Τροία για της αδιάντροπης εμένα το χατίρι.»
Τοῦ δ᾽ ἀγορεύοντος ξύνετο ξανθὸς Μενέλαος,
καί σφεας φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Τέκνα φίλ᾽, ἦ τοι Ζηνὶ βροτῶν οὐκ ἄν τις ἐρίζοι·
ἀθάνατοι γὰρ τοῦ γε δόμοι καὶ κτήματ᾽ ἔασιν·
ἀνδρῶν δ᾽ ἤ κέν τίς μοι ἐρίσσεται, ἠὲ καὶ οὐκί, 80
κτήμασιν. ἦ γὰρ πολλὰ παθὼν καὶ πόλλ᾽ ἐπαληθεὶς
ἠγαγόμην ἐν νηυσὶ καὶ ὀγδοάτῳ ἔτει ἦλθον·
Κύπρον Φοινίκην τε καὶ Αἰγυπτίους ἐπαληθείς,
Αἰθίοπάς θ᾽ ἱκόμην καὶ Σιδονίους καὶ Ἐρεμβοὺς
καὶ Λιβύην, ἵνα τ᾽ ἄρνες ἄφαρ κεραοὶ τελέθουσι. 85
τρὶς γὰρ τίκτει μῆλα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν.
ἔνθα μὲν οὔτε ἄναξ ἐπιδευὴς οὔτε τι ποιμὴν
τυροῦ καὶ κρειῶν, οὐδὲ γλυκεροῖο γάλακτος,
ἀλλ᾽ αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν γάλα θῆσθαι.
ἧος ἐγὼ περὶ κεῖνα πολὺν βίοτον συναγείρων 90
ἠλώμην, τῆός μοι ἀδελφεὸν ἄλλος ἔπεφνε
λάθρῃ, ἀνωϊστί, δόλῳ οὐλομένης ἀλόχοιο·
ὣς οὔ τοι χαίρων τοῖσδε κτεάτεσσιν ἀνάσσω.
καὶ πατέρων τάδε μέλλετ᾽ ἀκουέμεν, οἵ τινες ὑμῖν
εἰσίν, ἐπεὶ μάλα πολλὰ πάθον, καὶ ἀπώλεσα οἶκον 95
εὖ μάλα ναιετάοντα, κεχανδότα πολλὰ καὶ ἐσθλά.
ὧν ὄφελον τριτάτην περ ἔχων ἐν δώμασι μοῖραν
ναίειν, οἱ δ᾽ ἄνδρες σόοι ἔμμεναι, οἳ τότ᾽ ὄλοντο
Τροίῃ ἐν εὐρείῃ, ἑκὰς Ἄργεος ἱπποβότοιο.
ἀλλ᾽ ἔμπης, πάντας μὲν ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων 100
πολλάκις ἐν μεγάροισι καθήμενος ἡμετέροισιν
ἄλλοτε μέν τε γόῳ φρένα τέρπομαι, ἄλλοτε δ᾽ αὖτε
παύομαι· αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο.
τῶν πάντων οὐ τόσσον ὀδύρομαι, ἀχνύμενός περ,
ὡς ἑνός, ὅς τέ μοι ὕπνον ἀπεχθαίρει καὶ ἐδωδὴν 105
μνωομένῳ, ἐπεὶ οὔ τις Ἀχαιῶν τόσσ᾽ ἐμόγησεν
ὅσσ᾽ Ὀδυσεὺς ἐμόγησε καὶ ἤρατο. τῷ δ᾽ ἄρ᾽ ἔμελλεν
αὐτῷ κήδε᾽ ἔσεσθαι, ἐμοὶ δ᾽ ἄχος αἰὲν ἄλαστον
κείνου, ὅπως δὴ δηρὸν ἀποίχεται, οὐδέ τι ἴδμεν,
ζώει ὅ γ᾽ ἦ τέθνηκεν. ὀδύρονται νύ που αὐτὸν 110
Λαέρτης θ᾽ ὁ γέρων καὶ ἐχέφρων Πηνελόπεια
Τηλέμαχός θ᾽, ὃν λεῖπε νέον γεγαῶτ᾽ ἐνὶ οἴκῳ.»
Ὣς φάτο, τῷ δ᾽ ἄρα πατρὸς ὑφ᾽ ἵμερον ὦρσε γόοιο,
δάκρυ δ᾽ ἀπὸ βλεφάρων χαμάδις βάλε πατρὸς ἀκούσας,
χλαῖναν πορφυρέην ἄντ᾽ ὀφθαλμοῖϊν ἀνασχὼν 115
ἀμφοτέρῃσιν χερσί. νόησε δέ μιν Μενέλαος,
μερμήριξε δ᾽ ἔπειτα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμὸν
ἠέ μιν αὐτὸν πατρὸς ἐάσειε μνησθῆναι,
ἦ πρῶτ᾽ ἐξερέοιτο ἕκαστά τε πειρήσαιτο.
Ἧος ὁ ταῦθ᾽ ὅρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, 120
ἐκ Ἑλένη θαλάμοιο θυώδεος ὑψορόφοιο
ἤλυθεν Ἀρτέμιδι χρυσηλακάτῳ ἐϊκυῖα.
τῇ δ᾽ ἄρ᾽ ἅμ᾽ Ἀδρήστη κλισίην εὔτυκτον ἔθηκεν,
Ἀλκίππη δὲ τάπητα φέρεν μαλακοῦ ἐρίοιο,
Φυλὼ δ᾽ ἀργύρεον τάλαρον φέρε, τόν οἱ ἔδωκεν 125
Ἀλκάνδρη, Πολύβοιο δάμαρ, ὃς ἔναι᾽ ἐνὶ Θήβῃς
Αἰγυπτίῃς, ὅθι πλεῖστα δόμοις ἐν κτήματα κεῖται·
ὃς Μενελάῳ δῶκε δύ᾽ ἀργυρέας ἀσαμίνθους,
δοιοὺς δὲ τρίποδας, δέκα δὲ χρυσοῖο τάλαντα.
χωρὶς δ᾽ αὖ Ἑλένῃ ἄλοχος πόρε κάλλιμα δῶρα· 130
χρυσέην τ᾽ ἠλακάτην τάλαρόν θ᾽ ὑπόκυκλον ὄπασσεν
ἀργύρεον, χρυσῷ δ᾽ ἐπὶ χείλεα κεκράαντο.
τόν ῥά οἱ ἀμφίπολος Φυλὼ παρέθηκε φέρουσα
νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον· αὐτὰρ ἐπ᾽ αὐτῷ
ἠλακάτη τετάνυστο ἰοδνεφὲς εἶρος ἔχουσα. 135
ἕζετο δ᾽ ἐν κλισμῷ, ὑπὸ δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν.
αὐτίκα δ᾽ ἥ γ᾽ ἔπεσσι πόσιν ἐρέεινεν ἕκαστα·
«Ἴδμεν δή, Μενέλαε διοτρεφές, οἵ τινες οἵδε
ἀνδρῶν εὐχετόωνται ἱκανέμεν ἡμέτερον δῶ;
ψεύσομαι ἦ ἔτυμον ἐρέω; κέλεται δέ με θυμός. 140
οὐ γάρ πώ τινά φημι ἐοικότα ὧδε ἰδέσθαι
οὔτ᾽ ἄνδρ᾽ οὔτε γυναῖκα, σέβας μ᾽ ἔχει εἰσορόωσαν,
ὡς ὅδ᾽ Ὀδυσσῆος μεγαλήτορος υἷϊ ἔοικε,
Τηλεμάχῳ, τὸν λεῖπε νέον γεγαῶτ᾽ ἐνὶ οἴκῳ
κεῖνος ἀνήρ, ὅτ᾽ ἐμεῖο κυνώπιδος εἵνεκ᾽ Ἀχαιοὶ 145
ἤλθεθ᾽ ὑπὸ Τροίην, πόλεμον θρασὺν ὁρμαίνοντες.»