Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 3 στ. 51-101
Είπε, την κούπα το γλυκόπιοτο κρασί προσφέρνοντάς της·
και χάρηκε η Αθηνά του φρόνιμου, του δίκιου αντρός τον τρόπο,
τη χρυσή κούπα πρώτα πού ᾽δωκε σε κείνη από τους δυο τους,
κι ευτύς με θέρμη ανακαλέστηκε το ρήγα Ποσειδώνα:
«Της γης ο κύβερνος, επάκουσε την προσευχή μας τώρα 55
και μην αρνιέσαι τα που θέλουμε να γίνουν, Ποσειδώνα·
και πρώτα χάριζε στο Νέστορα και στους υγιούς του δόξα·
τους άλλους τους Πυλιώτες έπειτα για την τρανή θυσία
που σου προσφέραν με μια αντίχαρη γλυκιά ξεπλέρωσέ τους.
Κι εγώ για δώσε κι ο Τηλέμαχος, πριν φύγει, να τελέψει 60
ό,τι μας έσπρωξε με το άρμενο το μαύρο εδώ να ᾽ρθούμε.»
Έτσι η θεά δεόταν, μόνη της τα τέλευε όμως όλα.
Κι ως στου Οδυσσέα το γιο παράδωκε τη δίγουβη ώρια κούπα,
με τη σειρά του κι ο Τηλέμαχος στον Ποσειδώνα ευκήθη.
Κι αυτοί τ᾽ απανωψάχνια ως έψησαν κι απ᾽ τη φωτιά τα σύραν, 65
τα κόψαν μερτικά και κάθισαν σε αρχοντικό τραπέζι.
Και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,
τους μίλησε ο γερήνιος Νέστορας ο αλογολάτης πρώτος:
«Τώρα θαρρώ ταιριάζει πιότερο, που ευφράθηκαν το γιόμα,
να τους ρωτήσουμε να μάθουμε σαν ποιοί ᾽ναι οι ξένοι πού ᾽ρθαν. 70
Ξένοι, πούθε έρχεστε αρμενίζοντας στης θάλασσας τις στράτες;
Ποιοί ᾽στε; δουλειά καμιά μην έχετε; γιά τριγυρνάτε ως λάχει,
σαν τους κουρσάρους, μες στα πέλαγα που τριγυρνούν και φέρνουν
κακό στον άλλο κόσμο, παίζοντας την ίδια τη ζωή τους;»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά τού δίνει 75
κουράγιο παίρνοντας, τι τού ᾽δινεν η ίδια η θεά κουράγιο
στα φρένα, για τον κύρη πού ᾽λειπε τί απόγινε να μάθει,
μαζί για ν᾽ ακουστεί περίλαμπρο στον κόσμο τ᾽ όνομά του:
«Γιε του Νηλέα, ρηγάρχη Νέστορα, των Αχαιών η δόξα,
ρωτάς να μάθεις ποιός ο τόπος μας· να σου το μολογήσω: 80
απ᾽ την Ιθάκη εμείς ερχόμαστε, κάτω απ᾽ του Νήου τη ρίζα,
κι είναι δουλειά δικιά μου πού ᾽ρχομαι, δεν είναι του λαού μου·
ψάχνω ένα λόγο για τον κύρη μου ν᾽ ακούσω, αν κάπου απλώνει,
για το θεϊκό, τον καρτερόψυχο τον Οδυσσέα, που λένε
των Τρώων το κάστρο πως επάτησε μαζί σου πολεμώντας. 85
Για όλους τους άλλους, που αντροπάλευαν στους Τρώες ενάντια τότε,
ο ανήλεος θάνατος κατέχουμε πού βρήκε τον καθένα.
Μα εκείνου ο θάνατος είναι άγνωρος, τον κρύβει ο γιος του Κρόνου!
Πού τόνε βρήκε ο Χάρος, σίγουρα να πει κανείς δεν ξέρει,
αν κάπου στη στεριά τον σκότωσαν ανθρώποι αντίμαχοί του, 90
γιά αν χάθη στα πελάη, στα κύματα της Αμφιτρίτης μέσα.
Γι᾽ αυτό και φτάνω εδώ, στα γόνατα να σου προσπέσω, αν θέλεις
το μαύρο του χαμό να μού ᾽λεγες, με τα δικά σου μάτια
αν τον αντίκρισες γιά αν άκουσες λόγο αλλουνού, που κόσμο
είχε γυρίσει, τι η μητέρα του τρισάμοιρο τον γέννα. 95
Μα από συμπόνεση στα πάθη μου τα λόγια μη γλυκάνεις,
μόνο όπως τά ᾽δες με τα μάτια σου, σωστά μολόγα μού τα.
Ο κύρης μου, ο Οδυσσέας ο αντρόκαρδος, αν σού ᾽χε τάξει κάτι
στων Τρώων τη χώρα, εκεί που βάσανα τραβήξατε περίσσια
οι Αργίτες όλοι, και σ᾽ το τέλεψε με λόγια γιά με πράξη, 100
αυτά, παρακαλώ, θυμήσου τα και την αλήθεια πες μου.»
Ὣς εἰπὼν ἐν χειρὶ τίθει δέπας ἡδέος οἴνου·
χαῖρε δ᾽ Ἀθηναίη πεπνυμένῳ ἀνδρὶ δικαίῳ,
οὕνεκά οἱ προτέρῃ δῶκε χρύσειον ἄλεισον·
αὐτίκα δ᾽ εὔχετο πολλὰ Ποσειδάωνι ἄνακτι·
«Κλῦθι, Ποσείδαον γαιήοχε, μηδὲ μεγήρῃς 55
ἡμῖν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα.
Νέστορι μὲν πρώτιστα καὶ υἱάσι κῦδος ὄπαζε,
αὐτὰρ ἔπειτ᾽ ἄλλοισι δίδου χαρίεσσαν ἀμοιβὴν
σύμπασιν Πυλίοισιν ἀγακλειτῆς ἑκατόμβης.
δὸς δ᾽ ἔτι Τηλέμαχον καὶ ἐμὲ πρήξαντα νέεσθαι, 60
οὕνεκα δεῦρ᾽ ἱκόμεσθα θοῇ σὺν νηῒ μελαίνῃ.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔπειτ᾽ ἠρᾶτο καὶ αὐτὴ πάντα τελεύτα·
δῶκε δὲ Τηλεμάχῳ καλὸν δέπας ἀμφικύπελλον·
ὣς δ᾽ αὔτως ἠρᾶτο Ὀδυσσῆος φίλος υἱός.
οἱ δ᾽ ἐπεὶ ὤπτησαν κρέ᾽ ὑπέρτερα καὶ ἐρύσαντο, 65
μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ᾽ ἐρικυδέα δαῖτα.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
τοῖς ἄρα μύθων ἄρχε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ.
«Νῦν δὴ κάλλιόν ἐστι μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι
ξείνους, οἵ τινές εἰσιν, ἐπεὶ τάρπησαν ἐδωδῆς. 70
ὦ ξεῖνοι, τίνες ἐστέ; πόθεν πλεῖθ᾽ ὑγρὰ κέλευθα;
ἤ τι κατὰ πρῆξιν ἦ μαψιδίως ἀλάλησθε
οἷά τε ληϊστῆρες ὑπεὶρ ἅλα, τοί τ᾽ ἀλόωνται
ψυχὰς παρθέμενοι, κακὸν ἀλλοδαποῖσι φέροντες;»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα, 75
θαρσήσας· αὐτὴ γὰρ ἐνὶ φρεσὶ θάρσος Ἀθήνη
θῆχ᾽, ἵνα μιν περὶ πατρὸς ἀποιχομένοιο ἔροιτο,
ἠδ᾽ ἵνα μιν κλέος ἐσθλὸν ἐν ἀνθρώποισιν ἔχῃσιν·
«Ὦ Νέστορ Νηληϊάδη, μέγα κῦδος Ἀχαιῶν,
εἴρεαι ὁππόθεν εἰμέν· ἐγὼ δέ κέ τοι καταλέξω. 80
ἡμεῖς ἐξ Ἰθάκης ὑπονηΐου εἰλήλουθμεν·
πρῆξις δ᾽ ἥδ᾽ ἰδίη, οὐ δήμιος, ἣν ἀγορεύω.
πατρὸς ἐμοῦ κλέος εὐρὺ μετέρχομαι, ἤν που ἀκούσω,
δίου Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος, ὅν ποτέ φασι
σὺν σοὶ μαρνάμενον Τρώων πόλιν ἐξαλαπάξαι. 85
ἄλλους μὲν γὰρ πάντας, ὅσοι Τρωσὶν πολέμιζον,
πευθόμεθ᾽, ἧχι ἕκαστος ἀπώλετο λυγρὸν ὄλεθρον,
κείνου δ᾽ αὖ καὶ ὄλεθρον ἀπευθέα θῆκε Κρονίων.
οὐ γάρ τις δύναται σάφα εἰπέμεν ὁππόθ᾽ ὄλωλεν,
εἴθ᾽ ὅ γ᾽ ἐπ᾽ ἠπείρου δάμη ἀνδράσι δυσμενέεσσιν, 90
εἴτε καὶ ἐν πελάγει μετὰ κύμασιν Ἀμφιτρίτης.
τοὔνεκα νῦν τὰ σὰ γούναθ᾽ ἱκάνομαι, αἴ κ᾽ ἐθέλῃσθα
κείνου λυγρὸν ὄλεθρον ἐνισπεῖν, εἴ που ὄπωπας
ὀφθαλμοῖσι τεοῖσιν, ἢ ἄλλου μῦθον ἄκουσας
πλαζομένου· περὶ γάρ μιν ὀϊζυρὸν τέκε μήτηρ. 95
μηδέ τί μ᾽ αἰδόμενος μειλίσσεο μηδ᾽ ἐλεαίρων,
ἀλλ᾽ εὖ μοι κατάλεξον ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς.
λίσσομαι, εἴ ποτέ τοί τι πατὴρ ἐμός, ἐσθλὸς Ὀδυσσεύς,
ἢ ἔπος ἠέ τι ἔργον ὑποστὰς ἐξετέλεσσε
δήμῳ ἔνι Τρώων, ὅθι πάσχετε πήματ᾽ Ἀχαιοί· 100
τῶν νῦν μοι μνῆσαι, καί μοι νημερτὲς ἐνίσπες.»