Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 24 στ. 98-150
Εκείνοι τέτοια συναλλήλως τους σταυρώναν λόγια τότε,
κι ο Ερμής ο ψυχολάτης έφτασε κοντά, και των μνηστήρων
στον Άδη τις ψυχές κατέβαζε, πού ᾽χε ο Οδυσσέας σκοτώσει. 100
Οι δυο τους, ως τους είδαν, σάστισαν κι ευτύς κοντά τους τρέξαν·
και τότε ο γίσκιος του Αγαμέμνονα, του γιου του Ατρέα, θωρώντας
τον Αμφιμέδοντα ξεχώρισε, το γιο του Μελανέα·
παλιός λογιόταν τούτος φίλος του και ζούσε στην Ιθάκη.
Πρώτος ο γίσκιος του Αγαμέμνονα του μίλησε έτσι κι είπε: 105
«Γιατί βουλιάξατε, Αμφιμέδοντα, στη μαύρη γης, κι είστε όλοι
ξεδιαλεχτοί και συνομήλικοι; τί πάθατε; πιο κάλλιους
θά ᾽ταν σα δύσκολο στο κάστρο σας να ξεδιαλέγαν άλλους.
Ο Ποσειδώνας μήπως άσκωσε φριχτήν ανεμοζάλη
και μες στο πέλαγο σας έπνιξε μαζί με τ᾽ άρμενά σας; 110
Γιά μήπως στη στεριά σάς σκότωσαν αντίμαχοι, την ώρα
που εσείς ξεκόβατε τα βόδια τους και τ᾽ αρνοκόπαδά τους;
γιά κι ως διαφέντευαν το κάστρο τους και τα πιστά τους ταίρια;
Στο ρώτημά μου δώσε απόκριση, τι φίλος σου λογιούμαι.
Γιά δε θυμάσαι τότε πού ᾽φτασα στο σπίτι το δικό σας 115
με το Μενέλαο το θεόμορφο, τον Οδυσσέα να σπρώξω
πάνω στα πλοία τα καλοκούβερτα στην Τροία μαζί μας νά ᾽ρθει;
Κι ως του Οδυσσέα με κόπο αλλάξαμε του καστροπολεμίτη
τη γνώμη, μήνα ακέριο κάναμε το πέλαο να διαβούμε.»
Και του αποκρίθη του Αμφιμέδοντα τότε η ψυχή και τού ᾽πε: 120
«Υγιέ του Ατρέα, τρανέ Αγαμέμνονα, ρηγάρχη τιμημένε,
κρατώ τα πάντα, αρχοντογέννητε, καθώς τα λες, στο νου μου.
Τώρα, τα πάντα εγώ απαράλλαχτα να σου ιστορήσω θέλω,
στου χαλασμού μας πώς εφτάσαμε μαθές την άγριαν ώρα:
Το ταίρι του Οδυσσέα, που χρόνιζε στα ξένα, για γυναίκα 125
γυρεύαμε· μα αυτή, που οχτρεύουνταν το γάμο, μήτε αρνιόταν
μηδέ τον τέλευε, τι θάνατο κακό μάς μελετούσε.
Κι αυτός ο δόλος ο άλλος πού ᾽βαλε στα φρένα της μια μέρα!
Τρανό αργαλειό στο ανώι της έστησε και κίνησε να υφάνει
πανί μακρύ πολύ, ψιλόκλωστο, κι αυτά μάς είπε τότε: 130
“Εσείς οι νιοι που με γυρεύετε, μια κι ο Οδυσσέας εχάθη,
γιά καρτεράτε με, κι ας βιάζεστε για γάμο, να τελέψω
καν το διασίδι αυτό, τα νήματα να μη μου παν χαμένα.
Του αρχοντικού Λαέρτη σάβανο το φτιάνω, για την ώρα
που θα τον πάρει ο ανήλεος θάνατος κι η ασβολωμένη μοίρα· 135
να μη βρεθεί στον κόσμο Αργίτισσα μαζί μου να τα βάλει,
τάχα πως κείτεται ασαβάνωτος, κι ας είχε τόσα πλούτη.”
Έτσι μας μίλησε, κι η πέρφανη καρδιά μας τ᾽ αποδέχτη.
Κι εκείνη όλη τη μέρα δούλευε το ατέλειωτο πανί της,
και πάλε ολονυχτίς το ξύφαινε στο φως δαδιών που ανάβαν. 140
Τρεις χρόνους κράτησεν ο δόλος της πλανεύοντάς μας όλους·
όμως στους τέσσερεις, σαν κύλησαν πάλι οι εποχές του χρόνου,
κι οι μήνες έτρεχαν, και διάβαιναν μια μια οι περίσσιες μέρες,
τότε μια σκλάβα της που τά ᾽ξερε μας τα μολόγησε όλα,
και την επιάσαμε που ξύφαινε το στραφτερό πανί της· 145
κι έτσι άθελά της το αποτέλειωσε, σφιγμένη απ᾽ την ανάγκη.
Μα μόλις ύφανε και ξέπλυνε τ᾽ ολόμακρο πανί της
και τό ᾽δειξε, έτσι που στραφτάλιζε σαν ήλιος, σα φεγγάρι,
τον Οδυσσέα θεός οδήγησε κακός ― ποιός ξέρει πούθε! ―
στα ξώμερα, μακριά απ᾽ το κάστρο μας, στου Ευμαίου το σπίτι πέρα. 150
Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,
ἀγχίμολον δέ σφ᾽ ἦλθε διάκτορος ἀργειφόντης
ψυχὰς μνηστήρων κατάγων Ὀδυσῆϊ δαμέντων. 100
τὼ δ᾽ ἄρα θαμβήσαντ᾽ ἰθὺς κίον, ὡς ἐσιδέσθην.
ἔγνω δὲ ψυχὴ Ἀγαμέμνονος Ἀτρεΐδαο
παῖδα φίλον Μελανῆος, ἀγακλυτὸν Ἀμφιμέδοντα·
ξεῖνος γάρ οἱ ἔην Ἰθάκῃ ἔνι οἰκία ναίων.
τὸν προτέρη ψυχὴ προσεφώνεεν Ἀτρεΐδαο· 105
«Ἀμφίμεδον, τί παθόντες ἐρεμνὴν γαῖαν ἔδυτε
πάντες κεκριμένοι καὶ ὁμήλικες; οὐδέ κεν ἄλλως
κρινάμενος λέξαιτο κατὰ πτόλιν ἄνδρας ἀρίστους.
ἢ ὔμμ᾽ ἐν νήεσσι Ποσειδάων ἐδάμασσεν,
ὄρσας ἀργαλέους ἀνέμους καὶ κύματα μακρά; 110
ἦ που ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ᾽ ἐπὶ χέρσου
βοῦς περιταμνομένους ἠδ᾽ οἰῶν πώεα καλά,
ἠὲ περὶ πτόλιος μαχεούμενοι ἠδὲ γυναικῶν;
εἰπέ μοι εἰρομένῳ· ξεῖνος δέ τοι εὔχομαι εἶναι.
ἦ οὐ μέμνῃ ὅτε κεῖσε κατήλυθον ὑμέτερον δῶ, 115
ὀτρυνέων Ὀδυσῆα σὺν ἀντιθέῳ Μενελάῳ
Ἴλιον εἰς ἅμ᾽ ἕπεσθαι ἐϋσσέλμων ἐπὶ νηῶν;
μηνὶ δ᾽ ἄρ᾽ οὔλῳ πάντα περήσαμεν εὐρέα πόντον,
σπουδῇ παρπεπιθόντες Ὀδυσσῆα πτολίπορθον.»
Τὸν δ᾽ αὖτε ψυχὴ προσεφώνεεν Ἀμφιμέδοντος· 120
«Ἀτρεΐδη κύδιστε, ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγάμεμνον,
μέμνημαι τάδε πάντα, διοτρεφές, ὡς ἀγορεύεις·
σοὶ δ᾽ ἐγὼ εὖ μάλα πάντα καὶ ἀτρεκέως καταλέξω,
ἡμετέρου θανάτοιο κακὸν τέλος, οἷον ἐτύχθη.
μνώμεθ᾽ Ὀδυσσῆος δὴν οἰχομένοιο δάμαρτα· 125
ἡ δ᾽ οὔτ᾽ ἠρνεῖτο στυγερὸν γάμον οὔτ᾽ ἐτελεύτα,
ἡμῖν φραζομένη θάνατον καὶ κῆρα μέλαιναν,
ἀλλὰ δόλον τόνδ᾽ ἄλλον ἐνὶ φρεσὶ μερμήριξε·
στησαμένη μέγαν ἱστὸν ἐνὶ μεγάροισιν ὕφαινε,
λεπτὸν καὶ περίμετρον· ἄφαρ δ᾽ ἡμῖν μετέειπε· 130
“κοῦροι, ἐμοὶ μνηστῆρες, ἐπεὶ θάνε δῖος Ὀδυσσεύς,
μίμνετ᾽ ἐπειγόμενοι τὸν ἐμὸν γάμον, εἰς ὅ κε φᾶρος
ἐκτελέσω, μή μοι μεταμώνια νήματ᾽ ὄληται,
Λαέρτῃ ἥρωϊ ταφήϊον, εἰς ὅτε κέν μιν
μοῖρ᾽ ὀλοὴ καθέλῃσι τανηλεγέος θανάτοιο, 135
μή τίς μοι κατὰ δῆμον Ἀχαιϊάδων νεμεσήσῃ,
αἴ κεν ἄτερ σπείρου κῆται πολλὰ κτεατίσσας.”
ὣς ἔφαθ᾽, ἡμῖν δ᾽ αὖτ᾽ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ.
ἔνθα καὶ ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστόν,
νύκτας δ᾽ ἀλλύεσκεν, ἐπὴν δαΐδας παραθεῖτο. 140
ὣς τρίετες μὲν ἔληθε δόλῳ καὶ ἔπειθεν Ἀχαιούς·
ἀλλ᾽ ὅτε τέτρατον ἦλθεν ἔτος καὶ ἐπήλυθον ὧραι,
μηνῶν φθινόντων, περὶ δ᾽ ἤματα πόλλ᾽ ἐτελέσθη,
καὶ τότε δή τις ἔειπε γυναικῶν, ἣ σάφα ᾔδη,
καὶ τήν γ᾽ ἀλλύουσαν ἐφεύρομεν ἀγλαὸν ἱστόν. 145
ὣς τὸ μὲν ἐξετέλεσσε καὶ οὐκ ἐθέλουσ᾽, ὑπ᾽ ἀνάγκης.
εὖθ᾽ ἡ φᾶρος ἔδειξεν, ὑφήνασα μέγαν ἱστόν,
πλύνασ᾽, ἠελίῳ ἐναλίγκιον ἠὲ σελήνῃ,
καὶ τότε δή ῥ᾽ Ὀδυσῆα κακός ποθεν ἤγαγε δαίμων
ἀγροῦ ἐπ᾽ ἐσχατιήν, ὅθι δώματα ναῖε συβώτης. 150