Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 23 στ. 69-122
Κι η βάγια Ευρύκλεια τότε μίλησε κι απηλογήθη κι είπε:
«Ποιός λόγος, κόρη μου, σου ξέφυγε της δοντωσιάς το φράχτη; 70
πως ο άντρας σου ποτέ στο σπίτι του δε γέρνει πια ― κι εκείνος
βρίσκεται μέσα, πλάι στο τζάκι του! Πάντα άπιστη η καρδιά σου!
Όμως για ενα άλλο εγώ ολοφάνερο σημάδι θα μιλήσω,
για την πληγή, παλιά που του άφηκε με τ᾽ άσπρο δόντι ο κάπρος·
κει που τον έπλενα, τη γνώρισα, και γύρεψα και σένα 75
να σου τη δείξω, μα μου βούλωσε το στόμα με τα χέρια,
να μη μιλήσω· ο νους του δούλευε μαθές και με αμποδούσε.
Μόν᾽ έλα, ακλούθα μου, την ίδια μου ζωή στο ζύγι βάνω·
αν δεις πως σε γελώ, με θάνατο πικρό θανάτωσέ με!»
Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη της αποκρίθη κι είπε: 80
«Των αναιώνιων, καλομάνα μου, θεών να ξεδιαλύνεις
τις τέχνες όλες είναι αβόλετο, πολύξερη κι ας είσαι.
Ωστόσο πάμε ν᾽ ανταμώσουμε το γιο μου· τους μνηστήρες
νεκρούς να ιδώ μπροστά μου θά ᾽θελα, να ιδώ και το φονιά τους.»
Αυτά ειπε, κι απ᾽ το ανώι κατέβαινε· το νου της δέρναν γνώμες 85
πολλές: από μακριά στον άντρα της ρωτήματα να βάλει;
γιά να σιμώσει, το κεφάλι του να πιάσει και τα χέρια,
να τα φιλήσει; Κι ως προχώρησε και διάβη το κατώφλι,
αντικριστά του πήγε κάθισε, στο αντίφεγγο της φλόγας,
στον άλλο τοίχο· κείνος κάθουνταν πλάι στην ψηλή κολόνα 90
με κεφαλή σκυφτή, και πρόσμενε, μια και τον είδε ομπρός της,
την ώρα που η τρανή γυναίκα του θα του μιλούσε πρώτη.
Μα αυτή βουβή πολληώρα εκάθουνταν και τά ᾽χε σα χαμένα,
και μια τον θώρειε καταπρόσωπα στυλώνοντας τα μάτια,
και μια καθόλου δεν τον γνώριζε ντυμένο στα κουρέλια. 95
Τότε ο Τηλέμαχος της μίλησε βαριά αποπαίρνοντάς τη:
«Μάνα κακόμανα, που ανήμερη καρδιά στα στήθη κρύβεις!
Και πώς κρατιέσαι από τον κύρη μου μακριά και δε ζυγώνεις
να κάτσεις πλάι του, τα ρωτήματα να πιάσεις και τα λόγια;
Δε βρίσκεται άλλη τόσο αλύγιστη γυναίκα, να τραβιέται 100
μακριά απ᾽ τον άντρα της, που ως έσυρε στα ξένα μύρια πάθη,
στα είκοσι χρόνια ξαναγύρισε στη γη την πατρική του.
Μα είναι η καρδιά σου λέω πιο αμάλαγη κι από την πέτρα ακόμα!»
Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη γυρνώντας τού αποκρίθη:
«Γιε μου, η καρδιά βαθιά στα στήθη μου χαμένα τά ᾽χει τώρα· 105
λόγο να πω δεν έχω ανάκαρα μηδέ και να ρωτήσω,
μηδέ και να τον δω κατάματα. Μα αν είναι αλήθεια εκείνος,
που τώρα διάγειρε στο σπίτι του, το δίχως άλλο οι δυο μας
θα γνωριστούμε, και καλύτερα· τι βρίσκουνται σημάδια,
που μόνο εμείς οι δυο κατέχουμε, κρυφά απ᾽ τους άλλους όλους.» 110
Αυτά ειπε εκείνη, κι αχνογέλασε τότε ο Οδυσσέας ο θείος,
και στον Τηλέμαχο ο πολύπαθος γυρνώντας τού μιλούσε:
«Τηλέμαχε, άσε τη μητέρα σου δω μέσα να με βάλει
σε δοκιμή· πολύ καλύτερα σε λίγο θα με μάθει.
Τώρα λερό και με παλιόρουχα θωρώντας με μπροστά της 115
μου δείχνει καταφρόνια, λέγοντας, εγώ δεν είμαι εκείνος.
Μα εμείς ας δούμε πώς καλύτερα θα βγεί η δουλειά ως την άκρη·
απ᾽ το λαό κι αν ένας έτυχε να σκοτωθεί μια μέρα,
κι αν πίσω του πολλούς δεν άφησε, για να τον γδικιωθούνε,
φεύγει ο φονιάς απ᾽ την πατρίδα του κι απ᾽ τους δικούς του αλάργα. 120
Κι εμείς σκοτώσαμε της πόλης μας τους στύλους, της Ιθάκης
τους νιους τους πιο τρανούς· θα σού ᾽λεγα να το καλολογιάσεις!»
Τὴν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια·
«τέκνον ἐμόν, ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων, 70
ἣ πόσιν ἔνδον ἐόντα παρ᾽ ἐσχάρῃ οὔ ποτ᾽ ἔφησθα
οἴκαδ᾽ ἐλεύσεσθαι· θυμὸς δέ τοι αἰὲν ἄπιστος.
ἀλλ᾽ ἄγε τοι καὶ σῆμα ἀριφραδὲς ἄλλο τι εἴπω·
οὐλήν, τήν ποτέ μιν σῦς ἤλασε λευκῷ ὀδόντι,
τὴν ἀπονίζουσα φρασάμην, ἔθελον δὲ σοὶ αὐτῇ 75
εἰπέμεν· ἀλλά με κεῖνος ἑλὼν ἐπὶ μάστακα χερσὶν
οὐκ ἔα εἰπέμεναι πολυκερδείῃσι νόοιο.
ἀλλ᾽ ἕπευ· αὐτὰρ ἐγὼν ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς,
αἴ κέν σ᾽ ἐξαπάφω, κτεῖναί μ᾽ οἰκτίστῳ ὀλέθρῳ.»
Τὴν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα περίφρων Πηνελόπεια· 80
«μαῖα φίλη, χαλεπόν σε θεῶν αἰειγενετάων
δήνεα εἴρυσθαι, μάλα περ πολύϊδριν ἐοῦσαν·
ἀλλ᾽ ἔμπης ἴομεν μετὰ παῖδ᾽ ἐμόν, ὄφρα ἴδωμαι
ἄνδρας μνηστῆρας τεθνηότας, ἠδ᾽ ὃς ἔπεφνεν.»
Ὣς φαμένη κατέβαιν᾽ ὑπερώϊα· πολλὰ δέ οἱ κῆρ 85
ὅρμαιν᾽, ἢ ἀπάνευθε φίλον πόσιν ἐξερεείνοι,
ἦ παρστᾶσα κύσειε κάρη καὶ χεῖρε λαβοῦσα.
ἡ δ᾽ ἐπεὶ εἰσῆλθεν καὶ ὑπέρβη λάϊνον οὐδόν,
ἕζετ᾽ ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆος ἐναντίη, ἐν πυρὸς αὐγῇ,
τοίχου τοῦ ἑτέρου· ὁ δ᾽ ἄρα πρὸς κίονα μακρὴν 90
ἧστο κάτω ὁρόων, ποτιδέγμενος εἴ τί μιν εἴποι
ἰφθίμη παράκοιτις, ἐπεὶ ἴδεν ὀφθαλμοῖσιν.
ἡ δ᾽ ἄνεω δὴν ἧστο, τάφος δέ οἱ ἦτορ ἵκανεν·
ὄψει δ᾽ ἄλλοτε μέν μιν ἐνωπαδίως ἐσίδεσκεν,
ἄλλοτε δ᾽ ἀγνώσασκε κακὰ χροῒ εἵματ᾽ ἔχοντα. 95
Τηλέμαχος δ᾽ ἐνένιπεν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«μῆτερ ἐμή, δύσμητερ, ἀπηνέα θυμὸν ἔχουσα,
τίφθ᾽ οὕτω πατρὸς νοσφίζεαι, οὐδὲ παρ᾽ αὐτὸν
ἑζομένη μύθοισιν ἀνείρεαι οὐδὲ μεταλλᾷς;
οὐ μέν κ᾽ ἄλλη γ᾽ ὧδε γυνὴ τετληότι θυμῷ 100
ἀνδρὸς ἀποσταίη, ὅς οἱ κακὰ πολλὰ μογήσας
ἔλθοι ἐεικοστῷ ἔτεϊ ἐς πατρίδα γαῖαν·
σοὶ δ᾽ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια·
«τέκνον ἐμόν, θυμός μοι ἐνὶ στήθεσσι τέθηπεν, 105
οὐδέ τι προσφάσθαι δύναμαι ἔπος οὐδ᾽ ἐρέεσθαι
οὐδ᾽ εἰς ὦπα ἰδέσθαι ἐναντίον. εἰ δ᾽ ἐτεὸν δὴ
ἔστ᾽ Ὀδυσεὺς καὶ οἶκον ἱκάνεται, ἦ μάλα νῶϊ
γνωσόμεθ᾽ ἀλλήλων καὶ λώϊον· ἔστι γὰρ ἡμῖν
σήμαθ᾽, ἃ δὴ καὶ νῶϊ κεκρυμμένα ἴδμεν ἀπ᾽ ἄλλων.» 110
Ὣς φάτο, μείδησεν δὲ πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
αἶψα δὲ Τηλέμαχον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Τηλέμαχ᾽, ἦ τοι μητέρ᾽ ἐνὶ μεγάροισιν ἔασον
πειράζειν ἐμέθεν· τάχα δὲ φράσεται καὶ ἄρειον.
νῦν δ᾽ ὅττι ῥυπόω, κακὰ δὲ χροῒ εἵματα εἷμαι, 115
τοὔνεκ᾽ ἀτιμάζει με καὶ οὔ πώ φησι τὸν εἶναι.
ἡμεῖς δὲ φραζώμεθ᾽, ὅπως ὄχ᾽ ἄριστα γένηται.
καὶ γάρ τίς θ᾽ ἕνα φῶτα κατακτείνας ἐνὶ δήμῳ,
ᾧ μὴ πολλοὶ ἔωσιν ἀοσσητῆρες ὀπίσσω,
φεύγει πηούς τε προλιπὼν καὶ πατρίδα γαῖαν· 120
ἡμεῖς δ᾽ ἕρμα πόληος ἀπέκταμεν, οἳ μέγ᾽ ἄριστοι
κούρων εἰν Ἰθάκῃ· τὰ δέ σε φράζεσθαι ἄνωγα.»