Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 22 στ. 68-125
Αυτά ειπε, κι εκεινών τα γόνατα λυθήκαν κι η καρδιά τους·
κι αναμεσό τους πήρε ο Ευρύμαχος ξανά και τους μιλούσε:
«Φίλοι, τα χέρια του τ᾽ ανίκητα δε θα κρατήσει τούτος· 70
τ᾽ ώριο δοξάρι μια και φούχτωσε και το σαγιτολόγο,
στο μαγλινό κατώφλι στέκοντας θα μας δοξεύει, ως όλους
νεκρούς μάς ρίξει. Μα να δείξουμε και μεις την αντριγιά μας!
Σύρτε σπαθιά, και στις σαγίτες του τις γοργοθανατούσες
βάλτε προπύργι τα τραπέζια σας, κι όλοι μαζί ας χυθούμε, 75
απ᾽ το κατώφλι να τον σπρώξουμε να φύγει, κι απ᾽ την πόρτα.
Κι αν τότε τρέχοντας ασκώναμε συντάραχο στην πόλη,
θά ᾽ταν στερνή φορά που δόξεψε το δίχως άλλο ετούτος!»
Τα λόγια αυτά σαν είπε ο Ευρύμαχος, το χάλκινο σπαθί του
το δίκοπο ξεθηκαρώνοντας απάνω του χιμίζει 80
με άγριες φωνές. Μα κι ο αρχοντόγεννος ίδια στιγμή Οδυσσέας
σαγίτα ρίχνοντας κατάστηθα, πλάι στο βυζί, τον βρήκε·
κι ως μες στο σκώτι εχώθη η γρήγορη σαγίτα, από το χέρι
του φεύγει το σπαθί, και τρίκλισε και πέφτει, στο τραπέζι
αναδιπλώνοντας, και σκόρπισαν τα φαγητά στο χώμα 85
και το διπλόγουβο ποτήρι του· κι αυτός ψυχομαχώντας
πάνω στη γη το μέτωπο έκρουγε, και με τα δυο του πόδια
κλωτσούσε το θρονί, και χύθηκε στα μάτια του σκοτάδι.
Ευτύς ο Αμφίνομος ανάσυρε το κοφτερό σπαθί του
κι απαντικρύ πηδώντας χύθηκε στον ξακουστό Οδυσσέα, 90
την πόρτα μπας κι αφήσει λεύτερη· μα πρόφτασε από πίσω
και με το χάλκινο ο Τηλέμαχος τον κάρφωσε κοντάρι
μεσοπλατίς, κι αυτό τού διάβηκε το στήθος πέρα ως πέρα.
Πέφτει με βρόντο, καταπρόσωπα στη γη χτυπώντας πάνω.
Μα το μακρόισκιωτο ο Τηλέμαχος δεν έβγαλε κοντάρι 95
απ᾽ τον Αμφίνομο, μόν᾽ έφυγε, τι εσκιάχτη μήπως κάποιος,
καθώς σκυμμένος το μακρόισκιωτο θ᾽ ανάσερνε κοντάρι,
τον έκρουε με σπαθί γιά τό ᾽μπηγε χιμώντας στο κορμί του.
Κι ως τό ᾽βαλε στα πόδια, βρέθηκε μεμιάς κοντά στον κύρη,
και στάθη πλάι του κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός του: 100
«Σκουτάρι θα σου φέρω, κύρη μου, και δυο κοντάρια τώρα,
κι ολόχαλκο, στα δυο μελίγγια σου που να ταιριάζει κράνος·
κι ατός μου θα φορέσω τ᾽ άρματα, και στο χοιροβοσκό μας
θα δώσω, κι άλλα στο βουκόλο μας· καλά ν᾽ αρματωθούμε!»
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας: 105
«Τρεχάτος φέρ᾽ τα, όσο μού βρίσκουνται σαγίτες, να κρατήσω·
από την πόρτα μη με διώξουνε, σαν απομείνω μόνος.»
Είπε, και σύγκλινε ο Τηλέμαχος στου κύρη του το λόγο·
τρέχει στην κάμαρα, κει πού ᾽κρυβε τις ξακουστές του αρμάτες,
και σήκωσε σκουτάρια τέσσερα, κι οχτώ κοντάρια πήρε, 110
κι ακόμα τέσσερα αλογόφουντα, χαλκοντυμένα κράνη,
και κουβαλώντας τα στον κύρη του σε μια στιγμή ξανάρθε·
κι ατός του πρώτος πρώτος φόρεσε τη χάλκινή του αρμάτα·
μαζί κι οι δυο τους δούλοι τ᾽ άρματα ζωστήκαν τα πανώρια,
και δίπλα στον πανούργο στάθηκαν, αντρόκαρδο Οδυσσέα. 115
Κι αυτός, σαγίτες όσο τού ᾽μεναν, κρατιόταν και χτυπούσε
όλο κι από ᾽ναν απ᾽ τους νιούτσικους στο αρχοντικό του μέσα,
σημάδι βάνοντάς τον, κι έπεφταν απανωτοί οι μνηστήρες.
Μα σαν τις ξόδεψε όλες ρίχνοντας ο ρήγας τις σαγίτες,
στης πόρτας, πού ᾽βγαζε απ᾽ την κάμαρα, τον παραστάτη απάνω 120
το τόξο του έγειρε, στο λιόφωτο να στέκει τοίχο αντίκρυ·
και πέρασε το τετραβόδινο στους ώμους του σκουτάρι,
στο δυνατό κεφάλι φόρεσε το αλογουρίσιο κράνος,
το στέριο, κι από πάνω ανέμιζεν όλο φοβέρα η φούντα·
μετά και τα γερά, χαλκόμυτα χεράκωσε κοντάρια. 125
Ὣς φάτο, τῶν δ᾽ αὐτοῦ λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ.
τοῖσιν δ᾽ Εὐρύμαχος μετεφώνεε δεύτερον αὖτις·
«ὦ φίλοι, οὐ γὰρ σχήσει ἀνὴρ ὅδε χεῖρας ἀάπτους, 70
ἀλλ᾽ ἐπεὶ ἔλλαβε τόξον ἐΰξοον ἠδὲ φαρέτρην,
οὐδοῦ ἄπο ξεστοῦ τοξάσσεται, εἰς ὅ κε πάντας
ἄμμε κατακτείνῃ· ἀλλὰ μνησώμεθα χάρμης.
φάσγανά τε σπάσσασθε καὶ ἀντίσχεσθε τραπέζας
ἰῶν ὠκυμόρων· ἐπὶ δ᾽ αὐτῷ πάντες ἔχωμεν 75
ἀθρόοι, εἴ κέ μιν οὐδοῦ ἀπώσομεν ἠδὲ θυράων,
ἔλθωμεν δ᾽ ἀνὰ ἄστυ, βοὴ δ᾽ ὤκιστα γένοιτο·
τῷ κε τάχ᾽ οὗτος ἀνὴρ νῦν ὕστατα τοξάσσαιτο.»
Ὣς ἄρα φωνήσας εἰρύσσατο φάσγανον ὀξύ,
χάλκεον, ἀμφοτέρωθεν ἀκαχμένον, ἆλτο δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ 80
σμερδαλέα ἰάχων· ὁ δ᾽ ἁμαρτῇ δῖος Ὀδυσσεὺς
ἰὸν ἀποπροΐει, βάλε δὲ στῆθος παρὰ μαζόν,
ἐν δέ οἱ ἥπατι πῆξε θοὸν βέλος· ἐκ δ᾽ ἄρα χειρὸς
φάσγανον ἧκε χαμᾶζε, περιρρηδὴς δὲ τραπέζῃ
κάππεσεν ἰδνωθείς, ἀπὸ δ᾽ εἴδατα χεῦεν ἔραζε 85
καὶ δέπας ἀμφικύπελλον· ὁ δὲ χθόνα τύπτε μετώπῳ
θυμῷ ἀνιάζων, ποσὶ δὲ θρόνον ἀμφοτέροισι
λακτίζων ἐτίνασσε· κατ᾽ ὀφθαλμῶν δ᾽ ἔχυτ᾽ ἀχλύς.
Ἀμφίνομος δ᾽ Ὀδυσῆος ἐείσατο κυδαλίμοιο
ἀντίος ἀΐξας, εἴρυτο δὲ φάσγανον ὀξύ, 90
εἴ πώς οἱ εἴξειε θυράων. ἀλλ᾽ ἄρα μιν φθῆ
Τηλέμαχος κατόπισθε βαλὼν χαλκήρεϊ δουρὶ
ὤμων μεσσηγύς, διὰ δὲ στήθεσφιν ἔλασσε·
δούπησεν δὲ πεσών, χθόνα δ᾽ ἤλασε παντὶ μετώπῳ.
Τηλέμαχος δ᾽ ἀπόρουσε, λιπὼν δολιχόσκιον ἔγχος 95
αὐτοῦ ἐν Ἀμφινόμῳ· περὶ γὰρ δίε μή τις Ἀχαιῶν
ἔγχος ἀνελκόμενον δολιχόσκιον ἢ ἐλάσειε
φασγάνῳ ἀΐξας ἠὲ προπρηνέα τύψας.
βῆ δὲ θέειν, μάλα δ᾽ ὦκα φίλον πατέρ᾽ εἰσαφίκανεν,
ἀγχοῦ δ᾽ ἱστάμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα· 100
«ὦ πάτερ, ἤδη τοι σάκος οἴσω καὶ δύο δοῦρε
καὶ κυνέην πάγχαλκον, ἐπὶ κροτάφοις ἀραρυῖαν,
αὐτός τ᾽ ἀμφιβαλεῦμαι ἰών, δώσω δὲ συβώτῃ
καὶ τῷ βουκόλῳ ἄλλα· τετευχῆσθαι γὰρ ἄμεινον.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς· 105
«οἶσε θέων, ἧός μοι ἀμύνεσθαι πάρ᾽ ὀϊστοί,
μή μ᾽ ἀποκινήσωσι θυράων μοῦνον ἐόντα.»
Ὣς φάτο, Τηλέμαχος δὲ φίλῳ ἐπεπείθετο πατρί,
βῆ δ᾽ ἴμεναι θάλαμόνδ᾽, ὅθι οἱ κλυτὰ τεύχεα κεῖτο.
ἔνθεν τέσσαρα μὲν σάκε᾽ ἔξελε, δούρατα δ᾽ ὀκτὼ 110
καὶ πίσυρας κυνέας χαλκήρεας ἱπποδασείας·
βῆ δὲ φέρων, μάλα δ᾽ ὦκα φίλον πατέρ᾽ εἰσαφίκανεν.
αὐτὸς δὲ πρώτιστα περὶ χροῒ δύσετο χαλκόν·
ὣς δ᾽ αὔτως τὼ δμῶε δυέσθην τεύχεα καλά,
ἔσταν δ᾽ ἀμφ᾽ Ὀδυσῆα δαΐφρονα ποικιλομήτην. 115
Αὐτὰρ ὅ γ᾽, ὄφρα μὲν αὐτῷ ἀμύνεσθαι ἔσαν ἰοί,
τόφρα μνηστήρων ἕνα γ᾽ αἰεὶ ᾧ ἐνὶ οἴκῳ
βάλλε τιτυσκόμενος· τοὶ δ᾽ ἀγχιστῖνοι ἔπιπτον.
αὐτὰρ ἐπεὶ λίπον ἰοὶ ὀϊστεύοντα ἄνακτα,
τόξον μὲν πρὸς σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο 120
ἔκλιν᾽ ἑστάμεναι, πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα,
αὐτὸς δ᾽ ἀμφ᾽ ὤμοισι σάκος θέτο τετραθέλυμνον,
κρατὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἰφθίμῳ κυνέην εὔτυκτον ἔθηκεν,
ἵππουριν, δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν·
εἵλετο δ᾽ ἄλκιμα δοῦρε δύω κεκορυθμένα χαλκῷ. 125