Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 21 στ. 80-162
Αυτά ειπε, και τον Εύμαιο πρόσταξε, το θείο χοιροβοσκό τους, 80
το τόξο και τα σταχτοσίδερα πελέκια στους μνηστήρες
να βάλει ομπρός· κι αυτός τ᾽ απίθωσε με βουρκωμένα μάτια·
θρηνούσε κι ο βουκόλος βλέποντας του ρήγα το δοξάρι.
Κι ο Αντίνοος πήρε τότε κι έλεγε, βαριά αποπαίρνοντάς τους:
«Κουτοί χωριάτες, που απ᾽ το σήμερα δεν πάει πιο πέρα ο νους σας! 85
Γιατί θρηνιέστε, κακορίζικοι, και στης γυναίκας τούτης
τα στήθη την καρδιά ταράζετε, που έτσι κι αλλιώς ο πόνος
της τρώει βαθιά τα σπλάχνα, πού ᾽χασε τον ακριβό της άντρα;
Καθίστε εδώ και τρώτε αμίλητοι, γιά αλλιώς τραβάτε, κι όξω
θρηνάτε, τα δοξάρια αφήνοντας εδώ, που στους μνηστήρες 90
δοκίμι θα σταθούν αλύπητο. Το καλοτορνεμένο
τούτο δοξάρι δεν είναι εύκολο να τανυστεί, φοβούμαι.
Μες σε όλους τούτους λέω δε βρίσκεται κανένας άντρας τέτοιος,
ως ήταν ο Οδυσσέας. Ανέμυαλο, μικρό παιδί ήμουν τότε,
που τον αντίκρισαν τα μάτια μου, και το θυμούμαι ακόμα!» 95
Αυτά ειπε, μα βαθιά κρυφόλπιζε την κόρδα να τανύσει
και μέσα απ᾽ τα σιδεροπέλεκα να του διαβεί η σαγίτα ―
αλήθεια, πρώτος θα τη γεύουνταν σε λίγο, αμολυμένη
απ᾽ του Οδυσσέα τα χέρια του άψεγου! ― που μες στο αρχονταρίκι
δεν τον ψηφούσε, μόνο ξάγγριζε και τους συντρόφους του όλους. 100
Γυρνώντας ο αντρειανός Τηλέμαχος τους μίλησε έτσι τότε:
«Του Κρόνου ο γιος, ο Δίας, τα φρένα μου τά ᾽χει σηκώσει, αλί μου!
Την άκουσα να λέει τη μάνα μου, και μυαλωμένη πού ᾽ναι,
με άλλον θα πάει μαζί, μακραίνοντας από το σπίτι τούτο·
κι όμως εγώ γελώ κι ανέμυαλος χαρά στα φρένα νιώθω! 105
Μα ομπρός, μνηστήρες, μια και πρόβαλε τέτοιο βραβείο μπροστά σας!
Γυναίκα σαν αυτή δε βρίσκεται στων Αχαιών τη χώρα ―
Άργος, Μυκήνα, Πύλος: άδικα θα ψάξεις νά ᾽βρεις όμοια·
μηδέ και στην Ιθάκη βρίσκεται γιά στη στεριά απαντίκρυ!
Το ξέρετε και σεις, τη μάνα μου ποιός λόγος να παινεύω; 110
Μα ελάτε τώρα, μην ξεφεύγετε και μην αργοποράτε,
πια μην το παρατάτε ατάνυστο το τόξο, για να ιδούμε.
Κι εγώ να δοκιμάσω θά ᾽θελα του κύρη το δοξάρι·
κι αν το τανυούσα κι απ᾽ τα σίδερα μου διάβαινε η σαγίτα,
δε θά ᾽χα πίκρα πως η μάνα μου το σπίτι τούτο αφήκε 115
κι ακλούθηξε άλλον άντρα, κι έμεινα ξοπίσω εγώ μονάχος,
τι θά ᾽μουν άξιος τα ώρια τ᾽ άρματα του κύρη να σηκώσω.»
Είπε, κι ορθός τινάχτη, πέταξε την πορφυρή του κάπα
και τράβηξε απ᾽ τους ώμους κι έβγαλε το κοφτερό σπαθί του.
Αυλάκι πήρε πρώτα κι άνοιξε μακρύ, μιαν άκρη ως άλλη, 120
και τα πελέκια αράδα τά ᾽στησε, με στάφνη ισιώνοντάς τα,
και πάτησε το χώμα γύρα τους. Δεν είχε δει ποτέ του
τέτοιες δουλειές, μα τα καλόστησε, και ξαφνιαστήκαν όλοι.
Κι ως στο κατώφλι πήε και στάθηκε, δοκίμαζε το τόξο.
Να το τανύσει τρεις δοκίμασε φορές, τραντάζοντάς το, 125
και τρεις φορές του εκόπη η δύναμη, κι ας τό ᾽λπιζε την κόρδα
να την τανύσει κι απ᾽ τα σίδερα να του διαβεί η σαγίτα.
Κι αν τέταρτη φορά την έσερνε, θα την τανυούσε αλήθεια,
μα τού ᾽γνεψε ο Οδυσσέας και τού ᾽κοψε τη φόρα πού ᾽χε πάρει.
Και τότε ο αντρόκαρδος Τηλέμαχος τους μίλησε έτσι κι είπε: 130
«Αλί μου, ξέπνοος λέω κι αδύναμος θα μείνω εγώ για πάντα!
γιά κι είμαι νιος και δε θαρρεύουμαι στα δυο μου χέρια ακόμα,
κανείς αν πιάσει τα τσακώματα, μαζί του να τα βάλω.
Μα ελάτε σεις που είστε τρανότεροι στη δύναμη, το τόξο
να δοκιμάστε, να τελειώνουμε με το δοκίμι τούτο.» 135
Είπε, και το δοξάρι απίθωσε στο χώμα, γέρνοντάς το
στο γυαλιστό, αρμοστό πορτόφυλλο, και τη γοργή σαγίτα
αυτού την έγειρε, πλάι στ᾽ όμορφο του δοξαριού κοράκι,
και πήγε στο θρονί και κάθισε, που λίγο πριν καθόταν.
Κι ο γιος του Ευπείθη, ο Αντίνοος, μίλησε κι αναμεσό τους είπε: 140
«Κατά δεξιά, συντρόφοι, ασκώνεστε με τη σειρά σας όλοι,
και κάντε αρχή από εκεί που το κρασί να μας κερνούν θωρείτε.»
Αυτά ειπε ο Αντίνοος, και στα λόγια του μετά χαράς συγκλίναν.
Πρώτος του Οινόπου ο γιος σηκώθηκεν, ο Λειώδης, που τον είχαν
μάντη οι μνηστήρες στα θυμιάματα, και κάθουνταν στο βάθος, 145
πλάι στ᾽ όμορφο κροντήρι, πάντα του· μονάχα αυτός μισούσε
τις αδικιές, γι᾽ αυτό και θύμωνε με τους μνηστήρες όλους.
Τούτος το τόξο πρώτος έπιασε και τη γοργή σαγίτα,
κι ως στο κατώφλι πήε και στάθηκε, δοκίμαζε το τόξο·
μα δεν το τάνυσε· τι σέρνοντας του κόπηκαν τα χέρια 150
πιο πριν τα τρυφερά, τ᾽ αδούλευτα, και στους μνηστήρες είπε:
«Άλλος ας έρθει, τι είναι αβόλετο να το τανύσω, φίλοι!
Θα το πλερώσουν αρχοντόπουλα πολλά με τη ζωή τους
το τόξο αυτό· τι είναι καλύτερο χίλιες φορές αλήθεια
νεκροί στον Κάτω Κόσμο νά ᾽μαστε, παρά να ζούμε δίχως 155
εκείνο, εδώ που μας συμμάζωξε και καρτερούμε πάντα.
Κάποιοι είναι ακόμα που στα φρένα τους ελπίζουν και λογιάζουν
την Πηνελόπη, τη συγκόρμισσα να πάρουν του Οδυσσέα.
Μα αν δοκιμάσουν το δοξάρι του και ιδούν, θα προτιμήσουν
να βρούν μιαν άλλη απ᾽ τις Αργίτισσες τις ομορφομαντούσες, 160
με δώρα να την κάμουν ταίρι τους. Και τούτη τότε ας πάρει
όποιον χαρίσει περισσότερα και της το γράφει η μοίρα.»
Ὣς φάτο, καί ῥ᾽ Εὔμαιον ἀνώγει, δῖον ὑφορβόν, 80
τόξον μνηστήρεσσι θέμεν πολιόν τε σίδηρον.
δακρύσας δ᾽ Εὔμαιος ἐδέξατο καὶ κατέθηκε·
κλαῖε δὲ βουκόλος ἄλλοθ᾽, ἐπεὶ ἴδε τόξον ἄνακτος.
Ἀντίνοος δ᾽ ἐνένιπεν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«νήπιοι ἀγροιῶται, ἐφημέρια φρονέοντες, 85
ἆ δειλώ, τί νυ δάκρυ κατείβετον ἠδὲ γυναικὶ
θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὀρίνετον; ᾗ τε καὶ ἄλλως
κεῖται ἐν ἄλγεσι θυμός, ἐπεὶ φίλον ὤλεσ᾽ ἀκοίτην.
ἀλλ᾽ ἀκέων δαίνυσθε καθήμενοι, ἠὲ θύραζε
κλαίετον ἐξελθόντε, κατ᾽ αὐτόθι τόξα λιπόντε, 90
μνηστήρεσσιν ἄεθλον ἀάατον· οὐ γὰρ ὀΐω
ῥηϊδίως τόδε τόξον ἐΰξοον ἐντανύεσθαι.
οὐ γάρ τις μέτα τοῖος ἀνὴρ ἐν τοίσδεσι πᾶσιν
οἷος Ὀδυσσεὺς ἔσκεν· ἐγὼ δέ μιν αὐτὸς ὄπωπα,
καὶ γὰρ μνήμων εἰμί, πάϊς δ᾽ ἔτι νήπιος ἦα.» 95
Ὣς φάτο, τῷ δ᾽ ἄρα θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἐώλπει
νευρὴν ἐντανύειν διοϊστεύσειν τε σιδήρου.
ἦ τοι ὀϊστοῦ γε πρῶτος γεύσεσθαι ἔμελλεν
ἐκ χειρῶν Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ὃν τότ᾽ ἀτίμα
ἥμενος ἐν μεγάροις, ἐπὶ δ᾽ ὄρνυε πάντας ἑταίρους. 100
τοῖσι δὲ καὶ μετέειφ᾽ ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο·
«ὢ πόποι, ἦ μάλα με Ζεὺς ἄφρονα θῆκε Κρονίων·
μήτηρ μέν μοί φησι φίλη, πινυτή περ ἐοῦσα,
ἄλλῳ ἅμ᾽ ἕψεσθαι νοσφισσαμένη τόδε δῶμα·
αὐτὰρ ἐγὼ γελόω καὶ τέρπομαι ἄφρονι θυμῷ. 105
ἀλλ᾽ ἄγετε, μνηστῆρες, ἐπεὶ τόδε φαίνετ᾽ ἄεθλον,
οἵη νῦν οὐκ ἔστι γυνὴ κατ᾽ Ἀχαιΐδα γαῖαν,
οὔτε Πύλου ἱερῆς οὔτ᾽ Ἄργεος οὔτε Μυκήνης·
οὔτ᾽ αὐτῆς Ἰθάκης οὔτ᾽ ἠπείροιο μελαίνης·
καὶ δ᾽ αὐτοὶ τόδε ἴστε· τί με χρὴ μητέρος αἴνου; 110
ἀλλ᾽ ἄγε μὴ μύνῃσι παρέλκετε μηδ᾽ ἔτι τόξου
δηρὸν ἀποτρωπᾶσθε τανυστύος, ὄφρα ἴδωμεν.
καὶ δέ κεν αὐτὸς ἐγὼ τοῦ τόξου πειρησαίμην·
εἰ δέ κεν ἐντανύσω διοϊστεύσω τε σιδήρου,
οὔ κέ μοι ἀχνυμένῳ τάδε δώματα πότνια μήτηρ 115
λείποι ἅμ᾽ ἄλλῳ ἰοῦσ᾽, ὅτ᾽ ἐγὼ κατόπισθε λιποίμην
οἷός τ᾽ ἤδη πατρὸς ἀέθλια κάλ᾽ ἀνελέσθαι.»
Ἦ καὶ ἀπ᾽ ὤμοιϊν χλαῖναν θέτο φοινικόεσσαν
ὀρθὸς ἀναΐξας, ἀπὸ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ᾽ ὤμων.
πρῶτον μὲν πελέκεας στῆσεν, διὰ τάφρον ὀρύξας 120
πᾶσι μίαν μακρήν, καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν,
ἀμφὶ δὲ γαῖαν ἔναξε· τάφος δ᾽ ἕλε πάντας ἰδόντας,
ὡς εὐκόσμως στῆσε· πάρος δ᾽ οὔ πώ ποτ᾽ ὀπώπει.
στῆ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ οὐδὸν ἰὼν καὶ τόξου πειρήτιζε.
τρὶς μέν μιν πελέμιξεν ἐρύσσασθαι μενεαίνων, 125
τρὶς δὲ μεθῆκε βίης, ἐπιελπόμενος τό γε θυμῷ
νευρὴν ἐντανύειν διοϊστεύσειν τε σιδήρου.
καί νύ κε δὴ ῥ᾽ ἐτάνυσσε βίῃ τὸ τέταρτον ἀνέλκων,
ἀλλ᾽ Ὀδυσεὺς ἀνένευε καὶ ἔσχεθεν ἱέμενόν περ.
τοῖς δ᾽ αὖτις μετέειφ᾽ ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο· 130
«ὢ πόποι, ἦ καὶ ἔπειτα κακός τ᾽ ἔσομαι καὶ ἄκικυς,
ἠὲ νεώτερός εἰμι καὶ οὔ πω χερσὶ πέποιθα
ἄνδρ᾽ ἀπαμύνασθαι, ὅτε τις πρότερος χαλεπήνῃ.
ἀλλ᾽ ἄγεθ᾽, οἵ περ ἐμεῖο βίῃ προφερέστεροί ἐστε,
τόξου πειρήσασθε, καὶ ἐκτελέωμεν ἄεθλον.» 135
Ὣς εἰπὼν τόξον μὲν ἀπὸ ἕο θῆκε χαμᾶζε,
κλίνας κολλητῇσιν ἐϋξέστῃς σανίδεσσιν,
αὐτοῦ δ᾽ ὠκὺ βέλος καλῇ προσέκλινε κορώνῃ,
ἂψ δ᾽ αὖτις κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετ᾽ ἐπὶ θρόνου, ἔνθεν ἀνέστη.
τοῖσιν δ᾽ Ἀντίνοος μετέφη, Εὐπείθεος υἱός· 140
«ὄρνυσθ᾽ ἑξείης ἐπιδέξια πάντες ἑταῖροι,
ἀρξάμενοι τοῦ χώρου, ὅθεν τέ περ οἰνοχοεύει.»
Ὣς ἔφατ᾽ Ἀντίνοος, τοῖσιν δ᾽ ἐπιήνδανε μῦθος.
Ληώδης δὲ πρῶτος ἀνίστατο, Οἴνοπος υἱός,
ὅ σφι θυοσκόος ἔσκε, παρὰ κρητῆρα δὲ καλὸν 145
ἷζε μυχοίτατος αἰεί· ἀτασθαλίαι δέ οἱ οἴῳ
ἐχθραὶ ἔσαν, πᾶσιν δὲ νεμέσσα μνηστήρεσσιν·
ὅς ῥα τότε πρῶτος τόξον λάβε καὶ βέλος ὠκύ.
στῆ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ οὐδὸν ἰὼν καὶ τόξου πειρήτιζεν,
οὐδέ μιν ἐντάνυσε· πρὶν γὰρ κάμε χεῖρας ἀνέλκων 150
ἀτρίπτους ἁπαλάς· μετὰ δὲ μνηστῆρσιν ἔειπεν·
«ὦ φίλοι, οὐ μὲν ἐγὼ τανύω, λαβέτω δὲ καὶ ἄλλος.
πολλοὺς γὰρ τόδε τόξον ἀριστῆας κεκαδήσει
θυμοῦ καὶ ψυχῆς, ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτερόν ἐστι
τεθνάμεν ἢ ζώοντας ἁμαρτεῖν, οὗ θ᾽ ἕνεκ᾽ αἰεὶ 155
ἐνθάδ᾽ ὁμιλέομεν, ποτιδέγμενοι ἤματα πάντα.
νῦν μέν τις καὶ ἔλπετ᾽ ἐνὶ φρεσὶν ἠδὲ μενοινᾷ
γῆμαι Πηνελόπειαν, Ὀδυσσῆος παράκοιτιν.
αὐτὰρ ἐπὴν τόξου πειρήσεται ἠδὲ ἴδηται,
ἄλλην δή τιν᾽ ἔπειτα Ἀχαιϊάδων εὐπέπλων 160
μνάσθω ἐέδνοισιν διζήμενος· ἡ δέ κ᾽ ἔπειτα
γήμαιθ᾽ ὅς κε πλεῖστα πόροι καὶ μόρσιμος ἔλθοι.»