Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 20 στ. 54-121
Είπε, και μόλις ύπνο τού ᾽χυσε στα βλέφαρα, κινούσε
η αρχόντισσα θεά, στον Όλυμπο για να διαγείρει πίσω. 55
Κι ο γύπνος, τους αρμούς του λύνοντας, τον πήρε παίρνοντάς του
κι όλες τις έγνοιες. Μα η γυναίκα του πετάχτη η μυαλωμένη
την ίδιαν ώρα, και καθούμενη στο μαλακό κρεβάτι
θρηνούσε· τέλος, αφού χόρτασε θρηνώντας η καρδιά της,
των γυναικών το θάμα ευκήθηκε στην Άρτεμη πιο πρώτα: 60
«Άρτεμη εσύ, θεά τρισέβαστη, κόρη του Δία, σαγίτα
νά ᾽ταν πια νά ᾽ριχνες στα στήθη μου, να πάρεις τη ζωή μου
τούτη την ώρα! Γιά και δρόλαπας να ᾽ρχόταν να με ασκώσει
και να με πάρει, κι από ανήλιαγες οδεύοντάς με στράτες
στου Ωκεανού του κυκλορέματου να μ᾽ έριχνε το στόμα! 65
Πώς του Πανδάρεου πήρε ο δρόλαπας μαθές τις θυγατέρες,
που τους γονιούς τους ως οι αθάνατοι σκοτώσαν, απομείναν
μέσα στο σπίτι τους πεντάρφανες· πήρε η θεά Αφροδίτη
με το τυρί και με τ᾽ ολόγλυκο κρασί και με το μέλι
και τις μεγάλωσε· τους χάρισε κι η Ήρα ομορφιά και γνώση 70
πιο απ᾽ όλες τις θνητές, κι η Αρτέμιδα κορμί κυπαρισσένιο,
και ξακουστά υφαντά τούς έμαθε στον αργαλιό η Παλλάδα.
Μα ως η Αφροδίτη η θεία στον Όλυμπο τον τρίψηλο γυρνούσε,
για να γυρέψει πια το γάμο τους, μια κι είχαν ξεπετάξει,
από το Δία τον κεραυνόχαρο ― τι αυτός τα πάντα ξέρει 75
τί γράφει η μοίρα στον καθένα μας θνητό και τί δε γράφει ―
την ώρα αυτή τις κόρες άρπαξαν οι Ανεμικές, και πήγαν
και τις παράδωκαν στις άσπλαχνες τις Ερινύες, εκείνες
να τις γνοιαζόνται πια. Ν᾽ αφάνιζαν όμοια οι θεοί και μένα
που ζουν στον Όλυμπο! Της Άρτεμης να μ᾽ έβρισκε η σαγίτα, 80
στην Κάτω Γης να πάω, τη θύμηση κρατώντας του Οδυσσέα,
και κάποιου την καρδιά αχαμνότερου να μη χρειαστεί να φράνω!
Και τόσες πίκρες όμως δύνεται κανείς να τις βαστάξει,
αν κλαίει τη μέρα μόνο αλάγιαστα με πικραμένα στήθη,
φτάνει τις νύχτες να τον χαίρεται τον ύπνο: σαν του κλείσει 85
τούτος τα βλέφαρα, τα ξέχασε καλά, κακά ― τα πάντα!
Μα εμένα ακόμα και τα ονείρατα ζαβά ο θεός τα στέλνει·
κάποιος απόψε πάλε δίπλα μου που τού ᾽μοιαζε κοιμόταν,
τέτοιος, ως ήταν σύντας μίσευε με το στρατό, και μένα
χαιρόταν η καρδιά, τι τ᾽ όνειρο γι᾽ αλήθεια το θαρρούσα!» 90
Έτσι μιλούσε, κι η χρυσόθρονη πρόβαλε Αυγή σε λίγο.
Κι ως έκλαιγε, η φωνή της έφτασε στου αρχοντικού Οδυσσέα
τ᾽ αφτιά, κι ο νους του πήρε δούλευε, θαρρώντας πως εκείνη
τον είχε πια γνωρίσει κι έστεκε στην κεφαλή του απάνω.
Την κάπα, οπού ᾽γειρε, διπλώνοντας και τις προβιές, τα ρίχνει 95
στο αρχονταρίκι σ᾽ ένα κάθισμα, κι όξω απ᾽ την πόρτα βγάζει
το βοϊδοτόμαρο, κι απλώνοντας τα χέρια ευκήθη κι είπε:
«Πατέρα Δία, μετά από βάσανα πολλά στεριάς πελάγου
αν ήρθα με δικό σας θέλημα στη γη μου, ας πεί ενα λόγο
κάποιος απ᾽ όσους τώρα ξύπνησαν σημαδιακό από μέσα· 100
μα απόξω ένα άλλο ακόμα θά ᾽θελα να δω του Δία σημάδι!»
Είπε, κι ο Δίας ο βαθυστόχαστος τον άκουσε που ευκήθη,
κι από το διάφωτο τον Όλυμπο του βρόντησε ίδιαν ώρα
ψηλά απ᾽ τα νέφη, κι ο αρχοντόγεννος το χάρηκε Οδυσσέας.
Φωνή κι από το σπίτι ακούστηκε μαζί ― μιανής αλέστρας 105
κοντά, κει πού ηταν οι χερόμυλοι του βασιλιά στημένοι.
Γυναίκες δώδεκα τους δούλευαν κι αλέθανε κριθάρι
και στάρι, να γενούν στα κόκαλα μεδούλι των ανθρώπων.
Οι άλλες γυναίκες πια κοιμόντουσαν, μια κι είχαν απαλέσει·
και μια μονάχα ακόμα δούλευε, τι η πιο αχαμνή ήταν σκλάβα. 110
Ξάφνου σταμάτησε και μίλησε, σημάδι για το ρήγα:
«Πατέρα Δία, που τους αθάνατους και τους θνητούς ορίζεις,
απ᾽ τ᾽ αστεράτα ουράνια βρόντηξες βαριά, και γύρα ούτ᾽ ένα
σύγνεφο βλέπω· κάποιου θά ᾽δωκες σημάδι δίχως άλλο.
Τώρα και μένα της βαριόμοιρης γιά τέλεψε το λόγο: 115
Πια για στερνή φορά κι ολόστερνη τη μέρα αυτή οι μνηστήρες
τραπέζι να χαρούν, καθούμενοι στο σπίτι του Οδυσσέα!
Αυτοί που μού ᾽κοψαν τα γόνατα, βαριά ζεμένη ως μ᾽ έχουν
να τους αλέθω αλεύρι, δώσε τους στερνή φορά να φάνε!»
Αυτά ειπε, κι ο Οδυσσέας εχάρηκε το λόγο της ν᾽ ακούσει 120
και τη βροντή του Δία· πια λόγιαζε να γδικιωθεί τους φταίχτες.
Ὣς φάτο, καί ῥά οἱ ὕπνον ἐπὶ βλεφάροισιν ἔχευεν,
αὐτὴ δ᾽ ἂψ ἐς Ὄλυμπον ἀφίκετο δῖα θεάων. 55
εὖτε τὸν ὕπνος ἔμαρπτε, λύων μελεδήματα θυμοῦ,
λυσιμελής, ἄλοχος δ᾽ ἄρ᾽ ἐπέγρετο κεδνὰ ἰδυῖα,
κλαῖεν δ᾽ ἐν λέκτροισι καθεζομένη μαλακοῖσιν.
αὐτὰρ ἐπεὶ κλαίουσα κορέσσατο ὃν κατὰ θυμόν,
Ἀρτέμιδι πρώτιστον ἐπεύξατο δῖα γυναικῶν· 60
«Ἄρτεμι, πότνα θεά, θύγατερ Διός, αἴθε μοι ἤδη
ἰὸν ἐνὶ στήθεσσι βαλοῦσ᾽ ἐκ θυμὸν ἕλοιο
αὐτίκα νῦν, ἢ ἔπειτά μ᾽ ἀναρπάξασα θύελλα
οἴχοιτο προφέρουσα κατ᾽ ἠερόεντα κέλευθα,
ἐν προχοῇς δὲ βάλοι ἀψορρόου Ὠκεανοῖο. 65
ὡς δ᾽ ὅτε Πανδαρέου κούρας ἀνέλοντο θύελλαι·
τῇσι τοκῆας μὲν φθῖσαν θεοί, αἱ δ᾽ ἐλίποντο
ὀρφαναὶ ἐν μεγάροισι, κόμισσε δὲ δῖ᾽ Ἀφροδίτη
τυρῷ καὶ μέλιτι γλυκερῷ καὶ ἡδέϊ οἴνῳ·
Ἥρη δ᾽ αὐτῇσιν περὶ πασέων δῶκε γυναικῶν 70
εἶδος καὶ πινυτήν, μῆκος δ᾽ ἔπορ᾽ Ἄρτεμις ἁγνή,
ἔργα δ᾽ Ἀθηναίη δέδαε κλυτὰ ἐργάζεσθαι.
εὖτ᾽ Ἀφροδίτη δῖα προσέστιχε μακρὸν Ὄλυμπον,
κούρῃς αἰτήσουσα τέλος θαλεροῖο γάμοιο,
ἐς Δία τερπικέραυνον ―ὁ γάρ τ᾽ εὖ οἶδεν ἅπαντα, 75
μοῖράν τ᾽ ἀμμορίην τε καταθνητῶν ἀνθρώπων―
τόφρα δὲ τὰς κούρας ἅρπυιαι ἀνηρείψαντο
καί ῥ᾽ ἔδοσαν στυγερῇσιν ἐρινύσιν ἀμφιπολεύειν·
ὣς ἔμ᾽ ἀϊστώσειαν Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχοντες,
ἠέ μ᾽ ἐϋπλόκαμος βάλοι Ἄρτεμις, ὄφρ᾽ Ὀδυσῆα 80
ὀσσομένη καὶ γαῖαν ὕπο στυγερὴν ἀφικοίμην,
μηδέ τι χείρονος ἀνδρὸς ἐϋφραίνοιμι νόημα.
ἀλλὰ τὸ μὲν καὶ ἀνεκτὸν ἔχει κακόν, ὁππότε κέν τις
ἤματα μὲν κλαίῃ, πυκινῶς ἀκαχήμενος ἦτορ,
νύκτας δ᾽ ὕπνος ἔχῃσιν ―ὁ γάρ τ᾽ ἐπέλησεν ἁπάντων, 85
ἐσθλῶν ἠδὲ κακῶν, ἐπεὶ ἂρ βλέφαρ᾽ ἀμφικαλύψῃ―
αὐτὰρ ἐμοὶ καὶ ὀνείρατ᾽ ἐπέσσευεν κακὰ δαίμων.
τῇδε γὰρ αὖ μοι νυκτὶ παρέδραθεν εἴκελος αὐτῷ,
τοῖος ἐὼν οἷος ᾖεν ἅμα στρατῷ· αὐτὰρ ἐμὸν κῆρ
χαῖρ᾽, ἐπεὶ οὐκ ἐφάμην ὄναρ ἔμμεναι, ἀλλ᾽ ὕπαρ ἤδη.» 90
Ὣς ἔφατ᾽, αὐτίκα δὲ χρυσόθρονος ἤλυθεν Ἠώς.
τῆς δ᾽ ἄρα κλαιούσης ὄπα σύνθετο δῖος Ὀδυσσεύς·
μερμήριξε δ᾽ ἔπειτα, δόκησε δέ οἱ κατὰ θυμὸν
ἤδη γιγνώσκουσα παρεστάμεναι κεφαλῆφι.
χλαῖναν μὲν συνελὼν καὶ κώεα, τοῖσιν ἐνεῦδεν, 95
ἐς μέγαρον κατέθηκεν ἐπὶ θρόνου, ἐκ δὲ βοείην
θῆκε θύραζε φέρων, Διὶ δ᾽ εὔξατο χεῖρας ἀνασχών·
«Ζεῦ πάτερ, εἴ μ᾽ ἐθέλοντες ἐπὶ τραφερήν τε καὶ ὑγρὴν
ἤγετ᾽ ἐμὴν ἐς γαῖαν, ἐπεί μ᾽ ἐκακώσατε λίην,
φήμην τίς μοι φάσθω ἐγειρομένων ἀνθρώπων 100
ἔνδοθεν, ἔκτοσθεν δὲ Διὸς τέρας ἄλλο φανήτω.»
Ὣς ἔφατ᾽ εὐχόμενος· τοῦ δ᾽ ἔκλυε μητίετα Ζεύς,
αὐτίκα δ᾽ ἐβρόντησεν ἀπ᾽ αἰγλήεντος Ὀλύμπου,
ὑψόθεν ἐκ νεφέων· γήθησε δὲ δῖος Ὀδυσσεύς.
φήμην δ᾽ ἐξ οἴκοιο γυνὴ προέηκεν ἀλετρὶς 105
πλησίον, ἔνθ᾽ ἄρα οἱ μύλαι ἥατο ποιμένι λαῶν,
τῇσιν δώδεκα πᾶσαι ἐπερρώοντο γυναῖκες
ἄλφιτα τεύχουσαι καὶ ἀλείατα, μυελὸν ἀνδρῶν.
αἱ μὲν ἄρ᾽ ἄλλαι εὗδον, ἐπεὶ κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν,
ἡ δὲ μί᾽ οὔ πω παύετ᾽, ἀφαυροτάτη δ᾽ ἐτέτυκτο· 110
ἥ ῥα μύλην στήσασα ἔπος φάτο, σῆμα ἄνακτι·
«Ζεῦ πάτερ, ὅς τε θεοῖσι καὶ ἀνθρώποισιν ἀνάσσεις,
ἦ μεγάλ᾽ ἐβρόντησας ἀπ᾽ οὐρανοῦ ἀστερόεντος,
οὐδέ ποθι νέφος ἐστί· τέρας νύ τεῳ τόδε φαίνεις.
κρῆνον νῦν καὶ ἐμοὶ δειλῇ ἔπος, ὅττι κεν εἴπω· 115
μνηστῆρες πύματόν τε καὶ ὕστατον ἤματι τῷδε
ἐν μεγάροις Ὀδυσῆος ἑλοίατο δαῖτ᾽ ἐρατεινήν,
οἳ δή μοι καμάτῳ θυμαλγέϊ γούνατ᾽ ἔλυσαν
ἄλφιτα τευχούσῃ· νῦν ὕστατα δειπνήσειαν.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῖος Ὀδυσσεὺς 120
Ζηνός τε βροντῇ· φάτο γὰρ τείσασθαι ἀλείτας.