Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 2 στ. 80-145
Αυτά ειπε με θυμό, κι ως πέταξε στο χώμα το ραβδί του 80
και ξέσπασε σε θρήνους, το λαό τον πήρεν η συμπόνια.
Οι άλλοι βουβοί απομέναν όλοι τους και δεν το αποδυνάστη
κανείς με λόγια στον Τηλέμαχο πικρά ν᾽ αντιμιλήσει·
ο Αντίνοος μοναχά αντιμίλησε και τέτοια τού αποκρίθη:
«Τηλέμαχε γλωσσά κι απόκοτε, τί λόγια αυτά που κρένεις; 85
να μας ντροπιάσεις θες κι απάνω μας να ρίξεις κατηγόρια;
Οι Αργίτες, οι μνηστήρες, μάθε το, δεν είναι αυτοί που φταίνε,
μονάχα η μάνα σου, που πλήθυνε την πονηριά στο νου της.
Παν τώρα χρόνια τρία, και γρήγορα στα τέσσερα θα μπούμε,
κι όλο μάς τρώει καιρό πλανεύοντας στα στήθη την καρδιά μας. 90
Ελπίδες δίνει αλήθεια σε όλους μας, και σ᾽ έναν έναν τάζει
και τον πλανεύει με μηνύματα, μα ο νους της άλλα κλώθει.
Κι αυτός ο δόλος ο άλλος πού ᾽βαλε στα φρένα της μια μέρα!
Τρανό αργαλειό στο ανώι της έστησε και κίνησε να υφάνει
πανί μακρύ πολύ, ψιλόκλωστο, κι αυτά μάς είπε τότε: 95
“Εσείς οι νιοι που με γυρεύετε, μια κι ο Οδυσσέας εχάθη,
γιά καρτεράτε με, κι ας βιάζεστε για γάμο, να τελέψω
καν το διασίδι αυτό, τα νήματα να μη μου παν χαμένα.
Του αρχοντικού Λαέρτη σάβανο το φτιάνω, για την ώρα
που θα τον πάρει ο ανήλεος θάνατος κι η ασβολωμένη μοίρα· 100
να μη βρεθεί στον κόσμο Αργίτισσα μαζί μου να τα βάλει,
τάχα πως κείτεται ασαβάνωτος, κι ας είχε τόσα πλούτη.”
Έτσι μας μίλησε, κι η πέρφανη καρδιά μας τ᾽ αποδέχτη.
Κι αλήθεια όλη τη μέρα δούλευε το ατέλειωτο πανί της,
και πάλε ολονυχτίς το ξύφαινε στο φως δαδιών που ανάβαν. 105
Τρεις χρόνους κράτησεν ο δόλος της πλανεύοντάς μας όλους·
όμως στους τέσσερεις, σαν κύλησαν πάλι οι εποχές του χρόνου,
τότε μια σκλάβα της που τά ᾽ξερε μας τα μολόγησε όλα,
και την επιάσαμε που ξύφαινε το στραφτερό πανί της·
κι έτσι άθελά της το αποτέλειωσε, σφιγμένη απ᾽ την ανάγκη. 110
Άκουσε τώρα ποιάν απόκριση σου δίνουν οι μνηστήρες,
κι εσύ να την κατέχεις, κι όλοι τους οι Αργίτες να την ξέρουν:
Στείλε τη μάνα σου στον κύρη της και σπρώξε τη να πάρει
όποιον εκείνος θέλει γι᾽ άντρα της κι αρέσει και στην ίδια.
Μα αν κι άλλο λέει καιρό των Αχαιών τους γιους να βασανίζει 115
κι ο νους της είναι σε ό,τι απλόχερα της χάρισε η Παλλάδα,
νά ᾽χει μυαλό, δουλειές πανέμορφες γυναίκειες να κατέχει
και πονηριές, που δεν ακούσαμε καμιά γυναίκα ως τώρα,
καμιά κι απ᾽ τις παλιές ωριόμαλλες Αργίτισσες πως είχε,
μηδέ η Μυκήνη η ομορφοστέφανη μηδέ η Τυρώ κι η Αλκμήνη ― 120
απ᾽ όλες τούτες δεν την έφτανε καμιά την Πηνελόπη
στην εξυπνάδα. Μα δε λόγιασε σωστά μονάχα ετούτο:
Τόσον καιρό θα σου αφανίζουμε και βιος και πλούτη κι όλα,
όσο σ᾽ αυτή τη γνώμη ασάλευτη κι εκείνη θα κρατιέται,
που εβάλαν οι θεοί στο στήθος της. Στον κόσμο τ᾽ όνομά της 125
ακούγεται έτσι, ωστόσο χάνουνται και τα δικά σου πλούτη.
Κανείς μας δε θα πάει στα χτήματα κι ουδέ κι αλλού, ως την ώρα
που απ᾽ τους Αργίτες ένα η μάνα σου θα πάρει, αυτόν που θέλει.»
Κι ο γνωστικός γυρνά Τηλέμαχος κι απηλογιά τού δίνει:
«Αντίνοε, στανικώς δε γίνεται να διώξω από το σπίτι 130
την που με γέννησε, με ανάστησε· κι ο κύρης μου στα ξένα
γιά ζει γιά πέθανε· κι είναι άσκημο του Ικάριου να πλερώσω
πολλά, τη μάνα μου αν με θέλημα δικό μου στείλω πίσω.
Κι όχι μονάχα απ᾽ τον πατέρα της ― κι από θεό θα πάθω:
διωγμένη από το σπίτι η μάνα μου τις Ερινύες θα κράξει 135
τις φοβερές, να πέσουν πάνω μου· θ᾽ ακούσω κι απ᾽ τον κόσμο
λόγια βαριά, γι᾽ αυτό απ᾽ το στόμα μου δε βγαίνει λόγος τέτοιος!
Κι ατοί σας όμως αν συχύζεστε γι᾽ αυτά που εδώ γινόνται,
το αρχοντικό μου αφήστε, φύγετε, γνοιαστείτε γι᾽ άλλες τάβλες,
και συναλλάζοντας τα σπίτια σας από το βιος σας τρώτε! 140
Ξον πιο συφερτικό αν το κρίνετε πως είναι και πιο δίκιο
το βιος ν᾽ αφανιστεί αξεπλέρωτο μονάχα ενός ανθρώπου.
Χαλάτε το! Μα τους αθάνατους θεούς εγώ θα κράξω,
αν δώσει ο Δίας να πάρω εγδίκηση για τις δουλειές ετούτες,
να βρείτε μέσα εδώ το θάνατο χωρίς ξεπλερωμή μου.» 145
Ὣς φάτο χωόμενος, ποτὶ δὲ σκῆπτρον βάλε γαίῃ, 80
δάκρυ᾽ ἀναπρήσας· οἶκτος δ᾽ ἕλε λαὸν ἅπαντα.
ἔνθ᾽ ἄλλοι μὲν πάντες ἀκὴν ἔσαν, οὐδέ τις ἔτλη
Τηλέμαχον μύθοισιν ἀμείψασθαι χαλεποῖσιν·
Ἀντίνοος δέ μιν οἶος ἀμειβόμενος προσέειπε·
«Τηλέμαχ᾽ ὑψαγόρη, μένος ἄσχετε, ποῖον ἔειπες 85
ἡμέας αἰσχύνων, ἐθέλοις δέ κε μῶμον ἀνάψαι.
σοὶ δ᾽ οὔ τι μνηστῆρες Ἀχαιῶν αἴτιοί εἰσιν,
ἀλλὰ φίλη μήτηρ, ἥ τοι περὶ κέρδεα οἶδεν.
ἤδη γὰρ τρίτον ἐστὶν ἔτος, τάχα δ᾽ εἶσι τέταρτον,
ἐξ οὗ ἀτέμβει θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν. 90
πάντας μέν ἔλπει, καὶ ὑπίσχεται ἀνδρὶ ἑκάστῳ,
ἀγγελίας προϊεῖσα· νόος δέ οἱ ἄλλα μενοινᾷ.
ἡ δὲ δόλον τόνδ᾽ ἄλλον ἐνὶ φρεσὶ μερμήριξε·
στησαμένη μέγαν ἱστὸν ἐνὶ μεγάροισιν ὕφαινε,
λεπτὸν καὶ περίμετρον· ἄφαρ δ᾽ ἡμῖν μετέειπε· 95
κοῦροι, ἐμοὶ μνηστῆρες, ἐπεὶ θάνε δῖος Ὀδυσσεύς,
μίμνετ᾽ ἐπειγόμενοι τὸν ἐμὸν γάμον, εἰς ὅ κε φᾶρος
ἐκτελέσω, μή μοι μεταμώνια νήματ᾽ ὄληται,
Λαέρτῃ ἥρωϊ ταφήϊον, εἰς ὅτε κέν μιν
μοῖρ᾽ ὀλοὴ καθέλῃσι τανηλεγέος θανάτοιο, 100
μή τίς μοι κατὰ δῆμον Ἀχαιϊάδων νεμεσήσῃ,
αἴ κεν ἄτερ σπείρου κεῖται πολλὰ κτεατίσσας.
ὣς ἔφαθ᾽, ἡμῖν δ᾽ αὖτ᾽ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ.
ἔνθα καὶ ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστόν,
νύκτας δ᾽ ἀλλύεσκεν, ἐπεὶ δαΐδας παραθεῖτο. 105
ὣς τρίετες μὲν ἔληθε δόλῳ καὶ ἔπειθεν Ἀχαιούς·
ἀλλ᾽ ὅτε τέτρατον ἦλθεν ἔτος καὶ ἐπήλυθον ὧραι,
καὶ τότε δή τις ἔειπε γυναικῶν, ἣ σάφα ᾔδη,
καὶ τήν γ᾽ ἀλλύουσαν ἐφεύρομεν ἀγλαὸν ἱστόν.
ὣς τὸ μὲν ἐξετέλεσσε καὶ οὐκ ἐθέλουσ᾽, ὑπ᾽ ἀνάγκης· 110
σοὶ δ᾽ ὧδε μνηστῆρες ὑποκρίνονται, ἵν᾽ εἰδῇς
αὐτὸς σῷ θυμῷ, εἰδῶσι δὲ πάντες Ἀχαιοί·
μητέρα σὴν ἀπόπεμψον, ἄνωχθι δέ μιν γαμέεσθαι
τῷ ὅτεῴ τε πατὴρ κέλεται καὶ ἁνδάνει αὐτῇ.
εἰ δ᾽ ἔτ᾽ ἀνιήσει γε πολὺν χρόνον υἷας Ἀχαιῶν, 115
τὰ φρονέουσ᾽ ἀνὰ θυμὸν ἅ οἱ πέρι δῶκεν Ἀθήνη,
ἔργα τ᾽ ἐπίστασθαι περικαλλέα καὶ φρένας ἐσθλὰς
κέρδεά θ᾽, οἷ᾽ οὔ πώ τιν᾽ ἀκούομεν οὐδὲ παλαιῶν,
τάων αἳ πάρος ἦσαν ἐϋπλοκαμῖδες Ἀχαιαί,
Τυρώ τ᾽ Ἀλκμήνη τε ἐϋστέφανός τε Μυκήνη· 120
τάων οὔ τις ὁμοῖα νοήματα Πηνελοπείῃ
ᾔδη· ἀτὰρ μὲν τοῦτό γ᾽ ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησε.
τόφρα γὰρ οὖν βίοτόν τε τεὸν καὶ κτήματ᾽ ἔδονται,
ὄφρα κε κείνη τοῦτον ἔχῃ νόον, ὅν τινά οἱ νῦν
ἐν στήθεσσι τιθεῖσι θεοί. μέγα μὲν κλέος αὐτῇ 125
ποιεῖτ᾽, αὐτὰρ σοί γε ποθὴν πολέος βιότοιο·
ἡμεῖς δ᾽ οὔτ᾽ ἐπὶ ἔργα πάρος γ᾽ ἴμεν οὔτε πῃ ἄλλῃ,
πρίν γ᾽ αὐτὴν γήμασθαι Ἀχαιῶν ᾧ κ᾽ ἐθέλῃσι.»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«Ἀντίνο᾽, οὔ πως ἔστι δόμων ἀέκουσαν ἀπῶσαι 130
ἥ μ᾽ ἔτεχ᾽, ἥ μ᾽ ἔθρεψε· πατὴρ δ᾽ ἐμὸς ἄλλοθι γαίης,
ζώει ὅ γ᾽ ἦ τέθνηκε· κακὸν δέ με πόλλ᾽ ἀποτίνειν
Ἰκαρίῳ, αἴ κ᾽ αὐτὸς ἑκὼν ἀπὸ μητέρα πέμψω.
ἐκ γὰρ τοῦ πατρὸς κακὰ πείσομαι, ἄλλα δὲ δαίμων
δώσει, ἐπεὶ μήτηρ στυγερὰς ἀρήσετ᾽ ἐρινῦς 135
οἴκου ἀπερχομένη· νέμεσις δέ μοι ἐξ ἀνθρώπων
ἔσσεται· ὣς οὐ τοῦτον ἐγώ ποτε μῦθον ἐνίψω.
ὑμέτερος δ᾽ εἰ μὲν θυμὸς νεμεσίζεται αὐτῶν,
ἔξιτέ μοι μεγάρων, ἄλλας δ᾽ ἀλεγύνετε δαῖτας
ὑμὰ κτήματ᾽ ἔδοντες ἀμειβόμενοι κατὰ οἴκους. 140
εἰ δ᾽ ὑμῖν δοκέει τόδε λωΐτερον καὶ ἄμεινον
ἔμμεναι, ἀνδρὸς ἑνὸς βίοτον νήποινον ὀλέσθαι,
κείρετ᾽· ἐγὼ δὲ θεοὺς ἐπιβώσομαι αἰὲν ἐόντας,
αἴ κέ ποθι Ζεὺς δῷσι παλίντιτα ἔργα γενέσθαι.
νήποινοί κεν ἔπειτα δόμων ἔντοσθεν ὄλοισθε.» 145