Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 19 στ. 70-122
Κι είπε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος ταυροκοιτάζοντάς τη: 70
«Γυναίκα ανάποδη, τί κόρωσες και τά ᾽βαλες μαζί μου;
Τάχα γιατί φορώ παλιόρουχα και δε βωδιάζω μύρα,
κι όπως με σπρώχνει η ανάγκη, ζήτουλας στα σπίτια τριγυρίζω;
Τέτοιοι ειναι πάντα οι διακονιάρηδες κι αυτοί που παραδέρνουν!
Ήταν καιρός που σε αρχοντόσπιτο κι εγώ στον κόσμο ζούσα 75
και πλούτη αφέντευα, και χάριζα συχνά στο διακονιάρη,
όποιος κι αν λάχαινε στην πόρτα μου κι όποια κι αν είχε ανάγκη.
Κι ακόμα σκλάβους είχα αρίφνητους κι άλλα αγαθά περίσσια,
όσά ᾽χει αυτός που ζει περίκαλα και πλούσιο τόνε κράζουν.
Μα ο γιος του Κρόνου, ο Δίας, τ᾽ αφάνισε· τέτοια η βουλή του θά ᾽ταν. 80
Και συ, γυναίκα, κι αν ανάμεσα στις σκλάβες λουλουδίζεις
τις άλλες τώρα, μήπως κάποτε τα χάσεις όλα, κάλλη
και ξιπασιές, αν τύχει αγριεύοντας και σε οχτρευτεί η κυρά σου,
γιά κι ο Οδυσσέας αν φτάσει· απόμεινε μαθές ελπίδα ακόμα.
Κι αν πάλε, ως λέτε, εκείνος χάθηκε και γυρισμό δεν έχει, 85
γιά δες το γιο του τον Τηλέμαχο, που πια μωρό δεν είναι·
έδωσε ο Απόλλωνας και τράνεψε, κι από τις σκλάβες, όσες
άπρεπα φέρνουνται στο σπίτι του, καμιά δεν του ξεφεύγει.»
Ωστόσο η Πηνελόπη η φρόνιμη, τα λόγια του γρικώντας,
στη βάγια της γυρνώντας μίλησε βαριά αποπαίρνοντάς τη: 90
«Σκύλα ξαδιάντροπη, ξετσίπωτη, τις άνομες δουλειές σου
θαρρείς δε βλέπω; Στο κεφάλι σου μια μέρα θα ξεσπάσουν!
Όλα δεν τά ᾽ξερες, δεν τ᾽ άκουσες από την ίδια εμένα,
τον ξένο τούτο πως λογάριαζα στο αρχονταρίκι μέσα
να τον ρωτήσω για τον άντρα μου, που μ᾽ έλιωσε ο καημός του;» 95
Μετά, γυρνώντας, στην κελάρισσα μιλεί, την Ευρυνόμη:
«Φέρε σκαμνί, Ευρυνόμη, βάλε του και μια προβιά από πάνω,
για να καθίσει και τα λόγια του να πει και τα δικά μου
ν᾽ ακούσει ο ξένος τώρα· θά ᾽θελα πολλά να τον ρωτήσω.»
Είπε, κι εκείνη τρέχει πρόθυμα κι ένα σκαμνί τού φέρνει 100
καλομαστορεμένο, κι έβαλε και μια προβιά από πάνω.
Κι ως ο αρχοντόγεννος, πολύπαθος εκάθισε Οδυσσέας,
η Πηνελόπη πήρε η φρόνιμη ν᾽ ανοίξει την κουβέντα:
«Ξένε, για τούτο πρώτα θά ᾽θελα να σε ρωτήσω ατή μου·
ποιός είσαι; πούθε; πού η πατρίδα σου και πού οι γονιοί σου εσένα;» 105
Γυρνώντας τότε ο πολυκάτεχος της μίλησε Οδυσσέας:
«Κυρά μου, ποιός στη γη την άμετρη θνητός μπορεί για σένα
κακά ποτέ να πει, που η δόξα σου στα ουράνια πλάτη φτάνει; ―
καθώς του ρήγα του αψεγάδιαστου, που κυβερνάει σε πλήθος
λαούς τρανούς απάνω αντρόκαρδους, μα τους θεούς φοβάται, 110
κι είναι σωστή και δίκια η κρίση του· κι η μαύρη γης κριθάρι
και στάρι τού γεννά, τα δέντρα του λυγάν απ᾽ τους καρπούς τους,
γεννούν τα πρόβατα, κι η θάλασσα πολλά χαρίζει ψάρια
απ᾽ την καλή κυβέρνια, κι οι λαοί στον ίσκιο του προκόβουν.
Ό,τι άλλο θες να μάθεις ρώτα με στο αρχοντικό σου μέσα, 115
μα μη ρωτήσεις ποιά η πατρίδα μου και ποιά η γενιά μου εμένα·
τι πιότερους καημούς στα στήθη μου θ᾽ ανάψεις, αν με πάρουν
οι θύμησες· είμαι βαριόμοιρος! Κι ουδέ ταιριάζει κιόλα
σε ξένο σπίτι εγώ καθούμενος να κλαίω και να θρηνάμαι·
έτσι κι αλλιώς κακό ειναι αδιάκοπα να δείχνω λυπημένος· 120
μπας και καμιά θυμώσει δούλα σου μαζί μου ― γιά κι ατή σου ―
και πει κρασί πως ήπια, μέθυσα και κολυμπώ στο κλάμα.»
Τὴν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς· 70
«δαιμονίη, τί μοι ὧδ᾽ ἐπέχεις κεκοτηότι θυμῷ;
ἦ ὅτι δὴ ῥυπόω, κακὰ δὲ χροῒ εἵματα εἷμαι,
πτωχεύω δ᾽ ἀνὰ δῆμον; ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει.
τοιοῦτοι πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες ἄνδρες ἔασι.
καὶ γὰρ ἐγώ ποτε οἶκον ἐν ἀνθρώποισιν ἔναιον 75
ὄλβιος ἀφνειὸν καὶ πολλάκι δόσκον ἀλήτῃ
τοίῳ, ὁποῖος ἔοι καὶ ὅτευ κεχρημένος ἔλθοι·
ἦσαν δὲ δμῶες μάλα μυρίοι, ἄλλα τε πολλὰ
οἷσίν τ᾽ εὖ ζώουσι καὶ ἀφνειοὶ καλέονται.
ἀλλὰ Ζεὺς ἀλάπαξε Κρονίων· ἤθελε γάρ που· 80
τῷ νῦν μή ποτε καὶ σύ, γύναι, ἀπὸ πᾶσαν ὀλέσσῃς
ἀγλαΐην, τῇ νῦν γε μετὰ δμῳῇσι κέκασσαι·
μή πώς τοι δέσποινα κοτεσσαμένη χαλεπήνῃ,
ἢ Ὀδυσεὺς ἔλθῃ· ἔτι γὰρ καὶ ἐλπίδος αἶσα.
εἰ δ᾽ ὁ μὲν ὣς ἀπόλωλε καὶ οὐκέτι νόστιμός ἐστιν, 85
ἀλλ᾽ ἤδη παῖς τοῖος Ἀπόλλωνός γε ἕκητι,
Τηλέμαχος· τὸν δ᾽ οὔ τις ἐνὶ μεγάροισι γυναικῶν
λήθει ἀτασθάλλουσ᾽, ἐπεὶ οὐκέτι τηλίκος ἐστίν.»
Ὣς φάτο, τοῦ δ᾽ ἤκουσε περίφρων Πηνελόπεια,
ἀμφίπολον δ᾽ ἐνένιπεν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε· 90
«πάντως, θαρσαλέη, κύον ἀδεές, οὔ τί με λήθεις
ἔρδουσα μέγα ἔργον, ὃ σῇ κεφαλῇ ἀναμάξεις·
πάντα γὰρ εὖ ᾔδησθ᾽, ἐπεὶ ἐξ ἐμεῦ ἔκλυες αὐτῆς,
ὡς τὸν ξεῖνον ἔμελλον ἐνὶ μεγάροισιν ἐμοῖσιν
ἀμφὶ πόσει εἴρεσθαι, ἐπεὶ πυκινῶς ἀκάχημαι.» 95
Ἦ ῥα καὶ Εὐρυνόμην ταμίην πρὸς μῦθον ἔειπεν·
«Εὐρυνόμη, φέρε δὴ δίφρον καὶ κῶας ἐπ᾽ αὐτοῦ,
ὄφρα καθεζόμενος εἴπῃ ἔπος ἠδ᾽ ἐπακούσῃ
ὁ ξεῖνος ἐμέθεν· ἐθέλω δέ μιν ἐξερέεσθαι.»
Ὣς ἔφαθ᾽, ἡ δὲ μάλ᾽ ὀτραλέως κατέθηκε φέρουσα 100
δίφρον ἐΰξεστον καὶ ἐπ᾽ αὐτῷ κῶας ἔβαλλεν·
ἔνθα καθέζετ᾽ ἔπειτα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς.
τοῖσι δὲ μύθων ἄρχε περίφρων Πηνελόπεια·
«ξεῖνε, τὸ μέν σε πρῶτον ἐγὼν εἰρήσομαι αὐτή·
τίς πόθεν εἰς ἀνδρῶν; πόθι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες;» 105
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ὦ γύναι, οὐκ ἄν τίς σε βροτῶν ἐπ᾽ ἀπείρονα γαῖαν
νεικέοι· ἦ γάρ σευ κλέος οὐρανὸν εὐρὺν ἱκάνει,
ὥς τέ τευ ἢ βασιλῆος ἀμύμονος, ὅς τε θεουδὴς
ἀνδράσιν ἐν πολλοῖσι καὶ ἰφθίμοισιν ἀνάσσων 110
εὐδικίας ἀνέχῃσι, φέρῃσι δὲ γαῖα μέλαινα
πυροὺς καὶ κριθάς, βρίθῃσι δὲ δένδρεα καρπῷ,
τίκτῃ δ᾽ ἔμπεδα μῆλα, θάλασσα δὲ παρέχῃ ἰχθῦς
ἐξ εὐηγεσίης, ἀρετῶσι δὲ λαοὶ ὑπ᾽ αὐτοῦ.
τῶ ἐμὲ νῦν τὰ μὲν ἄλλα μετάλλα σῷ ἐνὶ οἴκῳ, 115
μηδ᾽ ἐμὸν ἐξερέεινε γένος καὶ πατρίδα γαῖαν,
μή μοι μᾶλλον θυμὸν ἐνιπλήσῃς ὀδυνάων
μνησαμένῳ· μάλα δ᾽ εἰμὶ πολύστονος· οὐδέ τί με χρὴ
οἴκῳ ἐν ἀλλοτρίῳ γοόωντά τε μυρόμενόν τε
ἧσθαι, ἐπεὶ κάκιον πενθήμεναι ἄκριτον αἰεί· 120
μή τίς μοι δμῳῶν νεμεσήσεται, ἠὲ σύ γ᾽ αὐτή,
φῇ δὲ δακρυπλώειν βεβαρηότα με φρένας οἴνῳ.»