Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 18 στ. 75-150
Εκείνοι τούτα ελέγαν, κι έσπασε του Ίρου η χολή, μα κι έτσι 75
μεβιάς τον ζώσαν, κι ως τον έφεραν στη μέση εκεί οι υπηρέτες
αλαφιασμένο κι όλες τού ᾽τρεμαν οι σάρκες στο κορμί του,
τον αποπήρε ο Αντίνοος άσκημα κι αυτά τα λόγια τού ᾽πε:
«Να πέθαινες, βοϊδομωρόλογε, να μη γεννιόσουν κάλλιο,
αν τρόμος σ᾽ έπιασε και σκιάζεσαι μπροστά σε τούτον τώρα, 80
το γέρον άνθρωπο, που βάσανα τον έχουν τόσα δείρει.
Πάνω σ᾽ αυτό κάτι άλλο θά ᾽λεγα, που σίγουρα θα γένει:
Αν τούτος δείξει δυνατότερος και σε καταπονέσει,
σε μαύρο πλοίο για την αντίπερα μεριά θα σε φορτώσω,
στο ρήγα να σε παν τον Έχετο, τον ανελέητο, μύτη 85
κι αφτιά να σου θερίσει με άσπλαχνο χαλκό, και τ᾽ αχαμνά σου
να ρίξει στα σκυλιά ανασπώντας τα, που ωμά θα τα σπαράξουν.»
Είπε, κι αυτόν ακόμα πιότερη τον έκοψε τρομάρα·
κι όπως στη μέση εκεί τους έφεραν, μαζί τα χέρια ασκώσαν·
κι αναρωτήθη ο θείος, πολύπαθος για μια στιγμή Οδυσσέας, 90
σωριάζοντάς τον μ᾽ ένα χτύπημα να πάρει τη ζωή του,
γιά κάλλιο πιο αλαφρά χτυπώντας τον να τον ξαπλώσει μόνο;
Κι αυτό τού εικάστη, ως διαλογίζουνταν, το πιο καλό, η χτυπιά του
νά ᾽ναι αλαφριά, τι θα τον ένιωθαν ποιός είναι αλλιώς οι Αργίτες.
Κι ως πήραν φόρα, τον εχτύπησε στον δεξιόν ώμο απάνω 95
ο Ίρος, μα αυτός στο σβέρκο τού ᾽δωκε, κάτω απ᾽ τ᾽ αφτί, και μέσα
του θρει τα κόκαλα, και γέμισε μεμιάς το στόμα του αίμα.
Μουγκρίζοντας στη σκόνη εκύλησε, και σφίγγοντας τα δόντια
τη γη κλωτσούσε με τα πόδια του. Κι οι αντρόκαρδοι μνηστήρες
με σηκωμένα χέρια πέθαναν στα γέλια. Κι ο Οδυσσέας 100
πήρε απ᾽ το πόδι και τον έσερνε, κι απ᾽ την αυλή ως εβγήκε
κι απ᾽ τις κολόνες της αυλόπορτας, να γείρει τον καθίζει
στο φράχτη απάνω· κι όπως τού ᾽δωκε κι ένα ραβδί στο χέρι,
γυρνώντας τού ᾽πε κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός του:
«Κάθισε τώρα αυτού κι απόδιωχνε τους χοίρους και τους σκύλους· 105
σε ξένους και φτωχούς δε γίνεται να κάνεις πια κουμάντο,
τέτοιος χαμένος πού ᾽σαι, συφορά μη σού ᾽ρθει πιο μεγάλη.»
Είπε, και πέρασε στους ώμους του το βρώμικο σακούλι,
που ήταν ολότρυπο κι εκρέμουνταν από σκοινί, και πίσω
γυρνώντας στο κατώφλι κάθισε· γυρνούσαν κι οι άλλοι μέσα 110
από καρδιάς γελώντας κι άρχισαν να τόνε χαιρετίζουν:
«Ο Δίας μακάρι κι οι άλλοι αθάνατοι να σου χαρίσουν, ξένε,
ό,τι καλό στα φρένα επόθησες και λαχταρά η καρδιά σου,
που έκανες τούτον τον ανέμπληστο να μη γυρνάει στη χώρα
να ζητιανεύει πια· στ᾽ αντίπερα κι εμείς γοργά θα πούμε 115
στο ρήγα να τον παν τον Έχετο, που από σπλαχνιά δεν ξέρει.»
Αυτά ειπαν, κι ο Οδυσσέας εχάρηκε για τον καλό το λόγο·
ευτύς ο Αντίνοος μπρος του απίθωσε κοιλιά μεγάλη, γαίμα
και ξίγκι ολόγεμη, κι ο Αμφίνομος απ᾽ το πανέρι επήρε
και δυο ψωμιά μπροστά του απίθωσε· μετά χρυσό ποτήρι 120
στο χέρι τού ᾽βαλε, του μίλησε και τόνε χαιρετούσε:
«Γεια σου, πατέρα ξένε, κι άμποτε να καλοριζικέψεις
στα χρόνια που θα ᾽ρθούν, τι βάσανα πολλά σε δέρνουν τώρα.»
Τότε ο Οδυσσέας ο πολυκάτεχος του απηλογήθη κι είπε:
«Αλήθεια, Αμφίνομε, μου φαίνεσαι περίσσια γνώση νά ᾽χεις· 125
τέτοιος κι ο κύρης σου, όπως άκουσα, τρανός και παινεμένος,
απ᾽ το Δουλίχιο, ο Νίσος, άρχοντας και βαριοκοπαδάρης.
Τέτοιο γονιό εχεις, λεν, και φρόνιμος μου δείχνεις· θα μιλήσω
λοιπόν κι εγώ, κι εσύ τα λόγια μου στοχάσου κι άκουσέ μου:
Πλάσμα κανένα από τον άνθρωπο πιο αδύναμο δεν είναι 130
άλλο στη γης, απ᾽ όσα πάνω της σαλεύουν κι ανασαίνουν·
όσο μαθές βαστούν τα πόδια του και προκοπή τού δίνουν
οι αθάνατοι, κακές αργότερα δε βάζει ο νους του μέρες.
Μα κι όντας οι θεοί οι τρισεύτυχοι τον ρίξουν σε τυράννια,
και τούτα τα βαστά, με υπόμονη καρδιά, κι αθέλητά του. 135
Κατά που αλλάζει των αθάνατων και των θνητών ο κύρης
την πάσα μέρα, αλλάζει κι ο άνθρωπος στη γης αυτή τα φρένα.
Κι εγώ καλότυχος μου γράφουνταν μες στους ανθρώπους νά ᾽μαι
μα μ᾽ έσπρωχναν η αντρειά κι η δύναμη, κι είχα αδερφούς και κύρη,
που πλάτες μού ᾽καναν, κι αδίκησα κόσμο πολύ· για τούτο 140
κανείς ποτέ μη θέλει με άνομα να καταπιάνεται έργα,
μόν᾽ των θεών τα δώρα αμίλητος να χαίρεται, ό,τι δώσουν.
Και σεις δουλειές να κάνετε άδικες εδώ θωρώ οι μνηστήρες,
το βιος χαλνώντας, τη συντρόφισσα καταφρονώντας κάποιου,
που για πολύ πια δεν του μέλλεται να λείπει απ᾽ τους δικούς του 145
και το νησί του, μόνο βρίσκεται κοντά, σας λέω... Μα εσένα
κάποιος θεός μακριά να σ᾽ έπαιρνε, στο σπίτι σου, μπροστά του
να μη βρεθείς, ξανά στα χώματα τα πατρικά αν διαγείρει·
τι μια και μπει μες στο παλάτι του, λέω βολετό δεν είναι
πια δίχως αίμα να χωρίσετε με κείνον οι μνηστήρες.» 150
Ὣς ἄρ᾽ ἔφαν, Ἴρῳ δὲ κακῶς ὠρίνετο θυμός. 75
ἀλλὰ καὶ ὣς δρηστῆρες ἄγον ζώσαντες ἀνάγκῃ
δειδιότα· σάρκες δὲ περιτρομέοντο μέλεσσιν.
Ἀντίνοος δ᾽ ἐνένιπεν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«νῦν μὲν μήτ᾽ εἴης, βουγάϊε, μήτε γένοιο,
εἰ δὴ τοῦτόν γε τρομέεις καὶ δείδιας αἰνῶς, 80
ἄνδρα γέροντα, δύῃ ἀρημένον, ἥ μιν ἱκάνει.
ἀλλ᾽ ἔκ τοι ἐρέω, τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται·
αἴ κέν σ᾽ οὗτος νικήσῃ κρείσσων τε γένηται.
πέμψω σ᾽ ἤπειρόνδε, βαλὼν ἐν νηῒ μελαίνῃ,
εἰς Ἔχετον βασιλῆα, βροτῶν δηλήμονα πάντων, 85
ὅς κ᾽ ἀπὸ ῥῖνα τάμῃσι καὶ οὔατα νηλέϊ χαλκῷ,
μήδεά τ᾽ ἐξερύσας δώῃ κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι.»
Ὣς φάτο, τῷ δ᾽ ἔτι μᾶλλον ὑπὸ τρόμος ἔλλαβε γυῖα.
ἐς μέσσον δ᾽ ἄναγον· τὼ δ᾽ ἄμφω χεῖρας ἀνέσχον.
δὴ τότε μερμήριξε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς 90
ἢ ἐλάσει᾽ ὥς μιν ψυχὴ λίποι αὖθι πεσόντα,
ἦέ μιν ἦκ᾽ ἐλάσειε τανύσσειέν τ᾽ ἐπὶ γαίῃ.
ὧδε δέ οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι,
ἦκ᾽ ἐλάσαι, ἵνα μή μιν ἐπιφρασσαίατ᾽ Ἀχαιοί.
δὴ τότ᾽ ἀνασχομένω ὁ μὲν ἤλασε δεξιὸν ὦμον 95
Ἶρος, ὁ δ᾽ αὐχέν᾽ ἔλασσεν ὑπ᾽ οὔατος, ὀστέα δ᾽ εἴσω
ἔθλασεν· αὐτίκα δ᾽ ἦλθεν ἀνὰ στόμα φοίνιον αἷμα,
κὰδ δ᾽ ἔπεσ᾽ ἐν κονίῃσι μακών, σὺν δ᾽ ἤλασ᾽ ὀδόντας
λακτίζων ποσὶ γαῖαν· ἀτὰρ μνηστῆρες ἀγαυοὶ
χεῖρας ἀνασχόμενοι γέλῳ ἔκθανον. αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς 100
ἕλκε διὲκ προθύροιο λαβὼν ποδός, ὄφρ᾽ ἵκετ᾽ αὐλὴν
αἰθούσης τε θύρας· καί μιν ποτὶ ἑρκίον αὐλῆς
εἷσεν ἀνακλίνας, σκῆπτρον δέ οἱ ἔμβαλε χειρί,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ἐνταυθοῖ νῦν ἧσο σύας τε κύνας τ᾽ ἀπερύκων, 105
μηδὲ σύ γε ξείνων καὶ πτωχῶν κοίρανος εἶναι
λυγρὸς ἐών, μή πού τι κακὸν καὶ μεῖζον ἐπαύρῃ.»
Ἦ ῥα καὶ ἀμφ᾽ ὤμοισιν ἀεικέα βάλλετο πήρην,
πυκνὰ ῥωγαλέην· ἐν δὲ στρόφος ἦεν ἀορτήρ.
ἂψ δ᾽ ὅ γ᾽ ἐπ᾽ οὐδὸν ἰὼν κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετο· τοὶ δ᾽ ἴσαν εἴσω 110
ἡδὺ γελώωντες καὶ δεικανόωντο ἔπεσσι·
«Ζεύς τοι δοίη, ξεῖνε, καὶ ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι
ὅττι μάλιστ᾽ ἐθέλεις καί τοι φίλον ἔπλετο θυμῷ,
ὃς τοῦτον τὸν ἄναλτον ἀλητεύειν ἀπέπαυσας
ἐν δήμῳ· τάχα γάρ μιν ἀνάξομεν ἤπειρόνδε 115
εἰς Ἔχετον βασιλῆα, βροτῶν δηλήμονα πάντων.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφαν, χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῖος Ὀδυσσεύς.
Ἀντίνοος δ᾽ ἄρα οἱ μεγάλην παρὰ γαστέρα θῆκεν,
ἐμπλείην κνίσης τε καὶ αἵματος· Ἀμφίνομος δὲ
ἄρτους ἐκ κανέοιο δύω παρέθηκεν ἀείρας 120
καὶ δέπαϊ χρυσέῳ δειδίσκετο φώνησέν τε·
«χαῖρε, πάτερ ὦ ξεῖνε· γένοιτό τοι ἔς περ ὀπίσσω
ὄλβος· ἀτὰρ μὲν νῦν γε κακοῖς ἔχεαι πολέεσσι.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«Ἀμφίνομ᾽, ἦ μάλα μοι δοκέεις πεπνυμένος εἶναι· 125
τοίου γὰρ καὶ πατρός, ἐπεὶ κλέος ἐσθλὸν ἄκουον,
Νῖσον Δουλιχιῆα ἐΰν τ᾽ ἔμεν ἀφνειόν τε·
τοῦ σ᾽ ἔκ φασι γενέσθαι, ἐπητῇ δ᾽ ἀνδρὶ ἔοικας.
τοὔνεκά τοι ἐρέω, σὺ δὲ σύνθεο καί μευ ἄκουσον·
οὐδὲν ἀκιδνότερον γαῖα τρέφει ἀνθρώποιο 130
πάντων ὅσσα τε γαῖαν ἔπι πνείει τε καὶ ἕρπει.
οὐ μὲν γάρ ποτέ φησι κακὸν πείσεσθαι ὀπίσσω,
ὄφρ᾽ ἀρετὴν παρέχωσι θεοὶ καὶ γούνατ᾽ ὀρώρῃ·
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ καὶ λυγρὰ θεοὶ μάκαρες τελέσωσι,
καὶ τὰ φέρει ἀεκαζόμενος τετληότι θυμῷ. 135
τοῖος γὰρ νόος ἐστὶν ἐπιχθονίων ἀνθρώπων
οἷον ἐπ᾽ ἦμαρ ἄγῃσι πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε.
καὶ γὰρ ἐγώ ποτ᾽ ἔμελλον ἐν ἀνδράσιν ὄλβιος εἶναι,
πολλὰ δ᾽ ἀτάσθαλ᾽ ἔρεξα βίῃ καὶ κάρτεϊ εἴκων,
πατρί τ᾽ ἐμῷ πίσυνος καὶ ἐμοῖσι κασιγνήτοισι. 140
τῷ μή τίς ποτε πάμπαν ἀνὴρ ἀθεμίστιος εἴη,
ἀλλ᾽ ὅ γε σιγῇ δῶρα θεῶν ἔχοι, ὅττι διδοῖεν.
οἷ᾽ ὁρόω μνηστῆρας ἀτάσθαλα μηχανόωντας,
κτήματα κείροντας καὶ ἀτιμάζοντας ἄκοιτιν
ἀνδρός, ὃν οὐκέτι φημὶ φίλων καὶ πατρίδος αἴης 145
δηρὸν ἀπέσσεσθαι· μάλα δὲ σχεδόν· ἀλλά σε δαίμων
οἴκαδ᾽ ὑπεξαγάγοι, μηδ᾽ ἀντιάσειας ἐκείνῳ,
ὁππότε νοστήσειε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν·
οὐ γὰρ ἀναιμωτί γε διακρινέεσθαι ὀΐω
μνηστῆρας καὶ κεῖνον, ἐπεί κε μέλαθρον ὑπέλθῃ.» 150