Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 17 στ. 77-149
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά τού δίνει:
«Πώς όλα τούτα θα τελέψουνε, ποιός, Πείραιε, το κατέχει; ―
κρυφά αν δε με σκοτώσουν οι άνομοι μνηστήρες εδώ μέσα,
για να μοιράσουν συναλλήλως τους τα πατρικά μου πλούτη. 80
Παρά απ᾽ αυτούς κανείς, καλύτερα τα δώρα κράτα ατός σου
και χαίρου τα· μα αν όμως θάνατο και χαλασμό τούς δώκω,
τρανή χαρά κι οι δυο που θά ᾽χουμε στο σπίτι να τα φέρεις!»
Είπε, και πήρε τον πολύπαθο τον ξένο στο παλάτι·
και μόλις έφτασαν στο σπίτι του το καλοκαμωμένο 85
κι αφήκαν πάνω στα καθίσματα τις χλαίνες που φορούσαν,
σε καλοσκαλισμένους μπήκανε για να λουστούν λουτήρες.
Κι αφού τους λούσαν και τους άλειψαν με μύρο οι παρακόρες
και στο κορμί σγουρές τούς φόρεσαν χλαμύδες και χιτώνες,
απ᾽ τους λουτήρες βγήκαν έπειτα και σε θρονιά καθίζαν. 90
Μια παρακόρη τότε τρέχοντας νερό σε στάμνα φέρνει,
χρυσή, πανώρια, κι από κάτω της ένα αργυρό λεγένι,
για να πλυθούν, κι ομπρός τους άπλωσε στραφταλιστό τραπέζι.
Ψωμί κι η σεβαστή κελάρισσα τους κουβαλάει, και πλήθος
φαγιά απιθώνει, απ᾽ ό,τι βρέθηκε καλό φιλεύοντάς τους. 95
Αντίκρυ, σε θρονί, κι η μάνα του καθίζει, στου αντρωνίτη
πλάι μια κολόνα, ψιλογνέθοντας μαλλί στην αλακάτη.
Κι αυτοί στα ετοιμασμένα αντίκρυ τους φαγιά τα χέρια απλώσαν·
και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,
κινούσε η Πηνελόπη η φρόνιμη το λόγο πρώτη κι είπε: 100
«Λογιάζω, ειναι καιρός, Τηλέμαχε, στο ανώι ν᾽ ανέβω απάνω
και να πλαγιάσω στο κρεβάτι μου το πολυστέναχτό μου,
το μουσκεμένο από τους θρήνους μου, τόσος καιρός που εδιάβη,
αφόντας ο Οδυσσέας εκίνησε να πάει στην Τροία. Πριν στρέψουν
ωστόσο εδώ οι μνηστήρες οι άνομοι, πώς το βαστάς το πού ᾽χεις 105
τυχόν ακούσει για τον κύρη σου να μη μου φανερώνεις;»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά τής δίνει:
«Την πάσα αλήθεια από το στόμα μου θ᾽ ακούσεις τώρα, μάνα·
στην Πύλο ως πήγαμε, τον Νέστορα να ιδώ το στρατολάτη,
με δέχτη αυτός στο αψηλοτάβανο παλάτι του με αγάπη 110
και με γνοιαζόταν, όπως γνοιάζεται πατέρας τον υγιό του,
που από τα ξένα μόλις έφτασε μετά από πλήθος χρόνια·
τόσο κι οι γιοι του οι πολυδόξαστοι κι ατός του με γνοιαζόνταν.
Μα του Οδυσσέα του καρτερόψυχου μαντάτο από κανέναν
θνητό δεν είχε ακούσει, αν πέθανε γιά αν ζούσε ακόμα κάπου. 115
Γι᾽ αυτό και στο Μενέλαο μ᾽ έστειλε με στέριο αμάξι κι άτια,
στου Ατρέα το γιο τον κονταρόχαρο· κι αντίκρισα εκεί πέρα
και την Ελένη την αργίτισσα, που απ᾽ αφορμή της μύρια
τυράννια απ᾽ των θεών το θέλημα και Τρώες κι Αργίτες σύραν.
Κι αμέσως έπειτα ο βροντόφωνος Μενέλαος με ρωτούσε, 120
σαν ποιά στη θεία τη Λακεδαίμονα μ᾽ είχε φερμένο ανάγκη.
Κι όπως εγώ του ξαφηγήθηκα την πάσα αλήθεια τότε,
εκείνος τέτοια μού αποκρίθηκε κι αυτά τα λόγια μού ᾽πε:
“Πωπώ, σε τίνος λιονταρόκαρδου την κλίνη αντρός αλήθεια
θελήσαν να πλαγιάσουν άνθρωποι δειλοί και τιποτένιοι! 125
Πώς μια αλαφίνα λιόντα ανήμερου πατάει τα δασοτόπια,
τα νιόγεννά της βυζανιάρικα λαφάκια να κοιμίσει,
και ξεκινάει μετά γυρεύοντας βοσκή στα καταράχια
και στα χλωρά φαράγγια· κι άξαφνα στην κοίτη του γυρνώντας
άσκημο ο λιόντας δίνει θάνατο σ᾽ αυτήν και στα παιδιά της ― 130
όμοια άσκημο θα δώσει θάνατο σε κείνους ο Οδυσσέας.
Νά ᾽ταν, πατέρα Δία κι Απόλλωνα και συ Αθηνά, και τώρα
καθώς και τότε στην καλόχτιστη τη Λέσβο, εκεί που μόλις
τον αντροκάλεσαν, επάλεψε με το Φιλομηλείδη,
και καταγής μεβιάς τον έστρωσε, κι όλοι οι Αχαιοί χαρήκαν! 135
Τέτοιος και τώρα εδώ να γύριζε να σμίξει τους μνηστήρες,
πικρός ο γάμος θα τους έβγαινε, γοργός ο θάνατός τους!
Για τούτα τώρα που με ρώτησες και με παρακαλιέσαι,
ψευτιές δε θα σου πω ξεφεύγοντας μηδέ θα σε γελάσω·
τα λόγια του θαλασσογέροντα του αλάθευτου, όσα μού ᾽πε, 140
θ᾽ ακούσεις· δε θα κρύψω τίποτα μηδέ θ᾽ αποσκεπάσω·
σ᾽ ένα νησί τον είδε, μού ᾽λεγε, σε μιας ξωθιάς το σπίτι,
στης Καλυψώς, να σέρνει βάσανα· δικό της τον κρατούσε,
αθέλητά του, κι ουδέ δύνουνταν να ιδεί ξανά πατρίδα·
δεν είχε πια μαθές πολύκουπα καράβια και συντρόφους, 145
στη ράχη την πλατιά της θάλασσας μαζί τους να τον πάρουν.”
Τέτοια ο Μενέλαος, ο περίλαμπρος υγιός του Ατρέα, μιλούσε.
Κι εγώ σαν τέλεψα, ξεκίνησα, κι οι αθάνατοι μου στείλαν
πρίμον αγέρα, προβοδώντας με στη γη την πατρική μου.»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«Πείραι᾽, οὐ γάρ ἴδμεν ὅπως ἔσται τάδε ἔργα.
εἴ κεν ἐμὲ μνηστῆρες ἀγήνορες ἐν μεγάροισι
λάθρῃ κτείναντες πατρώϊα πάντα δάσωνται, 80
αὐτὸν ἔχοντά σε βούλομ᾽ ἐπαυρέμεν ἤ τινα τῶνδε·
εἰ δέ κ᾽ ἐγὼ τούτοισι φόνον καὶ κῆρα φυτεύσω,
δὴ τότε μοι χαίροντι φέρειν πρὸς δώματα χαίρων.»
Ὣς εἰπὼν ξεῖνον ταλαπείριον ἦγεν ἐς οἶκον.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἵκοντο δόμους εὖ ναιετάοντας, 85
χλαίνας μὲν κατέθεντο κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε,
ἐς δ᾽ ἀσαμίνθους βάντες ἐϋξέστας λούσαντο.
τοὺς δ᾽ ἐπεὶ οὖν δμῳαὶ λοῦσαν καὶ χρῖσαν ἐλαίῳ,
ἀμφὶ δ᾽ ἄρα χλαίνας οὔλας βάλον ἠδὲ χιτῶνας,
ἔκ ῥ᾽ ἀσαμίνθων βάντες ἐπὶ κλισμοῖσι καθῖζον. 90
χέρνιβα δ᾽ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα
καλῇ χρυσείῃ, ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος,
νίψασθαι· παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν.
σῖτον δ᾽ αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα,
εἴδατα πόλλ᾽ ἐπιθεῖσα, χαριζομένη παρεόντων. 95
μήτηρ δ᾽ ἀντίον ἷζε παρὰ σταθμὸν μεγάροιο
κλισμῷ κεκλιμένη, λέπτ᾽ ἠλάκατα στρωφῶσα.
οἱ δ᾽ ἐπ᾽ ὀνείαθ᾽ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
τοῖσι δὲ μύθων ἄρχε περίφρων Πηνελόπεια· 100
«Τηλέμαχ᾽, ἦ τοι ἐγὼν ὑπερώϊον εἰσαναβᾶσα
λέξομαι εἰς εὐνήν, ἥ μοι στονόεσσα τέτυκται,
αἰεὶ δάκρυσ᾽ ἐμοῖσι πεφυρμένη, ἐξ οὗ Ὀδυσσεὺς
οἴχεθ᾽ ἅμ᾽ Ἀτρεΐδῃσιν ἐς Ἴλιον· οὐδέ μοι ἔτλης,
πρὶν ἐλθεῖν μνηστῆρας ἀγήνορας ἐς τόδε δῶμα, 105
νόστον σοῦ πατρὸς σάφα εἰπέμεν, εἴ που ἄκουσας.»
Τὴν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«τοιγὰρ ἐγώ τοι, μῆτερ, ἀληθείην καταλέξω.
οἰχόμεθ᾽ ἔς τε Πύλον καὶ Νέστορα, ποιμένα λαῶν·
δεξάμενος δέ με κεῖνος ἐν ὑψηλοῖσι δόμοισιν 110
ἐνδυκέως ἐφίλει, ὡς εἴ τε πατὴρ ἑὸν υἱὸν
ἐλθόντα χρόνιον νέον ἄλλοθεν· ὣς ἐμὲ κεῖνος
ἐνδυκέως ἐκόμιζε σὺν υἱάσι κυδαλίμοισιν.
αὐτὰρ Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος οὔ ποτ᾽ ἔφασκε
ζωοῦ οὐδὲ θανόντος ἐπιχθονίων τευ ἀκοῦσαι, 115
ἀλλά μ᾽ ἐς Ἀτρεΐδην, δουρικλειτὸν Μενέλαον,
ἵπποισι προὔπεμψε καὶ ἅρμασι κολλητοῖσιν.
ἔνθ᾽ ἴδον Ἀργείην Ἑλένην, ἧς εἵνεκα πολλὰ
Ἀργεῖοι Τρῶές τε θεῶν ἰότητι μόγησαν.
εἴρετο δ᾽ αὐτίκ᾽ ἔπειτα βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος 120
ὅττευ χρηΐζων ἱκόμην Λακεδαίμονα δῖαν·
αὐτὰρ ἐγὼ τῷ πᾶσαν ἀληθείην κατέλεξα·
καὶ τότε δή μ᾽ ἔπεσσιν ἀμειβόμενος προσέειπεν·
“ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ κρατερόφρονος ἀνδρὸς ἐν εὐνῇ
ἤθελον εὐνηθῆναι, ἀνάλκιδες αὐτοὶ ἐόντες. 125
ὡς δ᾽ ὁπότ᾽ ἐν ξυλόχῳ ἔλαφος κρατεροῖο λέοντος
νεβροὺς κοιμήσασα νεηγενέας γαλαθηνοὺς
κνημοὺς ἐξερέῃσι καὶ ἄγκεα ποιήεντα
βοσκομένη, ὁ δ᾽ ἔπειτα ἑὴν εἰσήλυθεν εὐνήν,
ἀμφοτέροισι δὲ τοῖσιν ἀεικέα πότμον ἐφῆκεν, 130
ὣς Ὀδυσεὺς κείνοισιν ἀεικέα πότμον ἐφήσει.
αἲ γάρ, Ζεῦ τε πάτερ καὶ Ἀθηναίη καὶ Ἄπολλον,
τοῖος ἐὼν οἷός ποτ᾽ ἐϋκτιμένῃ ἐνὶ Λέσβῳ
ἐξ ἔριδος Φιλομηλεΐδῃ ἐπάλαισεν ἀναστάς,
κὰδ δ᾽ ἔβαλε κρατερῶς, κεχάροντο δὲ πάντες Ἀχαιοί, 135
τοῖος ἐὼν μνηστῆρσιν ὁμιλήσειεν Ὀδυσσεύς·
πάντες κ᾽ ὠκύμοροί τε γενοίατο πικρόγαμοί τε.
ταῦτα δ᾽ ἅ μ᾽ εἰρωτᾷς καὶ λίσσεαι, οὐκ ἂν ἐγώ γε
ἄλλα παρὲξ εἴποιμι παρακλιδὸν οὐδ᾽ ἀπατήσω,
ἀλλὰ τὰ μέν μοι ἔειπε γέρων ἅλιος νημερτής, 140
τῶν οὐδέν τοι ἐγὼ κρύψω ἔπος οὐδ᾽ ἐπικεύσω,
φῆ μιν ὅ γ᾽ ἐν νήσῳ ἰδέειν κρατέρ᾽ ἄλγε᾽ ἔχοντα,
νύμφης ἐν μεγάροισι Καλυψοῦς, ἥ μιν ἀνάγκῃ
ἴσχει· ὁ δ᾽ οὐ δύναται ἣν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι.
οὐ γάρ οἱ πάρα νῆες ἐπήρετμοι καὶ ἑταῖροι, 145
οἵ κέν μιν πέμποιεν ἐπ᾽ εὐρέα νῶτα θαλάσσης.”
ὣς ἔφατ᾽ Ἀτρεΐδης, δουρικλειτὸς Μενέλαος.
ταῦτα τελευτήσας νεόμην· ἔδοσαν δέ μοι οὖρον
ἀθάνατοι, τοί μ᾽ ὦκα φίλην ἐς πατρίδ᾽ ἔπεμψαν.»