Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 15 στ. 67-129
Γυρνώντας τότε ο βροντερόφωνος Μενέλαος του αποκρίθη:
«Καιρό περσσότερο, Τηλέμαχε, δε σε κρατώ κοντά μου,
να φύγεις πίσω αφού πεθύμησες. Εγώ θυμώνω πάντα
με όσους γι᾽ αυτόν που φιλοκόνεψαν περίσσια αγάπη δείχνουν, 70
γιά κι έχτρα περισσή· καλύτερα το μέτρο να κρατούμε.
Όμοια άπρεπο θαρρώ τον ξένο σου να σπρώχνεις άθελά του
να φύγει, κι όμοια, αν δεις και βιάζεται, το δρόμο να του κόβεις.
Τον ξένο, όσο που μένει, νοιάζου τον, μα αν πει να φύγει, στείλ᾽ τον!
Όμως καρτέρα, μπρος στα μάτια σου να φέρω ν᾽ απιθώσω 75
τα όμορφα δώρα απά στο αμάξι σου, να πω και στις γυναίκες
απ᾽ τα πολλά που μέσα βρίσκουνται τραπέζι να σας στρώσουν·
δόξα, χαρά για μένα, κι όφελος για σας ψωμί να φάτε,
πριχού κινήστε, στον απέραντο να πορευτείτε κόσμο.
Μα αν θέλεις στην Ελλάδα ολόγυρα να προσδιαβείς και στ᾽ Άργος, 80
το αμάξι να σου ζέψω, κι έρχουμαι κι εγώ, για να σου δείξω
τις πολιτείες τους· κι όντας φεύγουμε, ποιός λες να μας αφήσει
με άδεια τα χέρια; κάτι θά ᾽χουμε να κουβαλούμε πάντα
διαγέρνοντας· μπορεί καλόχαλκο τριπόδι γιά λεβέτι,
μπορεί μαθές και κούπα ολόχρυση γιά και ζευγάρι μούλες.» 85
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά τού δίνει:
«Μενέλαε, γιε του Ατρέα τρισεύγενε, ρηγάρχη τιμημένε,
κάλλιο να σύρω πια στο σπίτι μου, τι ως έφευγα, κανέναν
πίσω δεν άφησα βλεπάτορα, για να φυλάει το βιος μου·
ζητώντας τον ισόθεο κύρη μου μην πάω κι εγώ χαμένος, 90
γιά κάτι μη χαθεί αξετίμητο στο σπίτι από το βιος μας.»
Τα λόγια ετούτα ο βροντερόφωνος Μενέλαος αγρικώντας
δίχως ν᾽ αργήσει τη γυναίκα του προστάζει και τις δούλες
απ᾽ τα πολλά που μέσα βρίσκουνταν τραπέζι να τους στρώσουν·
κι όπως ο γιος του Βόηθου ζύγωσεν, ο Ετεωνέας, το στρώμα 95
μόλις αφήνοντας ― το σπίτι του μακριά μαθές δεν ήταν ―
φωτιά ο Μενέλαος ο βροντόφωνος γοργά ν᾽ ανάψει τού ᾽πε
και κρέας να ψήσει· κι ως στο λόγο του τον είδε να συγκλίνει,
κατέβη ατός του στο κελάρι τους το μοσκοβολισμένο,
μονάχος όχι· πίσω πήγαινε κι η Ελένη με το γιο του. 100
Κι ως έφτασαν εκεί που βρίσκουνταν το βιος τους φυλαγμένο,
ο γιος του Ατρέα μια κούπα δίγουβη διαλέγει πρώτα, κι είπε
στο Μεγαπένθη ένα ασημένιο τους κροντήρι να σηκώσει.
Η Ελένη ωστόσο στις κασέλες της ήρθε κοντά και στάθη,
σκουτιά που κλείναν μυριοξόμπλιαστα, φασμένα από την ίδια. 105
Ένα τους διάλεξε και σήκωσε των γυναικών το θάμα,
το κάλλιο απ᾽ όλα στα πλουμίσματα, το πιο φαρδύ από τ᾽ άλλα,
πού ᾽λαμπε ως άστρο, και το φύλαγε στον πάτο της κασέλας.
Μετά γυρεύαν τον Τηλέμαχο περνώντας το παλάτι,
κι αυτά ο ξανθός Μενέλαος τού ᾽λεγε, σαν έφτασαν μπροστά του: 110
«Ως το ποθείς βαθιά, Τηλέμαχε, να στρέψεις στην πατρίδα,
ο άντρας της Ήρας, ο βαρύβροντος ο Δίας, να στο τελέψει.
Κι απ᾽ όσα φυλαγμένα βρίσκουνται στο αρχοντικό μου πλούτη,
εγώ το πιο ακριβό, το πιο όμορφο να σου χαρίσω θέλω·
ένα κροντήρι καλοδούλευτο σου δίνω, ατόφιο ασήμι, 115
πού ᾽ναι τα χείλια του με μάλαμα ψηλά μαργελωμένα,
δουλειά του Ηφαίστου· μου το χάρισε των Σιδονίων ο ρήγας,
ο τρανός Φαίδιμος, σα βρέθηκα στου γυρισμού το δρόμο
κει πέρα και με δέχτη σπίτι του· τώρα το δίνω εσένα.»
Αυτά ειπε, και στα χέρια τού ᾽βαλε τη δίγουβη την κούπα 120
ο μέγας γιος του Ατρέα· το λιόφωτο σηκώνοντας κροντήρι
κι ο Μεγαπένθης τού το απίθωσε στα πόδια, το ασημένιο·
στερνά κι η Ελένη η ροδομάγουλη τον σίμωσε, στα χέρια
κρατώντας το φαντό, τον έκραξε κι αυτά τα λόγια τού ᾽πε:
«Δέξου κι αυτό από μένα, αγόρι μου, το δώρο, απ᾽ της Ελένης 125
τα χέρια θύμηση· και κάποτε, με το καλό σα φτάσει
η ώρα του γάμου σου, το ταίρι σου να το φορέσει· ως τότε
να το φυλάει στο σπίτι η μάνα σου. Και τώρα στην πατρίδα,
στο αρχοντικό σας τ᾽ ομορφόχτιστο με το καλό να στρέψεις!»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος·
«Τηλέμαχ᾽, οὔ τί σ᾽ ἐγώ γε πολὺν χρόνον ἐνθάδ᾽ ἐρύξω
ἱέμενον νόστοιο· νεμεσσῶμαι δὲ καὶ ἄλλῳ
ἀνδρὶ ξεινοδόκῳ, ὅς κ᾽ ἔξοχα μὲν φιλέῃσιν, 70
ἔξοχα δ᾽ ἐχθαίρῃσιν· ἀμείνω δ᾽ αἴσιμα πάντα.
ἶσόν τοι κακόν ἐσθ᾽, ὅς τ᾽ οὐκ ἐθέλοντα νέεσθαι
ξεῖνον ἐποτρύνει καὶ ὃς ἐσσύμενον κατερύκει.
χρὴ ξεῖνον παρεόντα φιλεῖν, ἐθέλοντα δὲ πέμπειν.
ἀλλὰ μέν᾽, εἰς ὅ κε δῶρα φέρων ἐπιδίφρια θείω 75
καλά, σὺ δ᾽ ὀφθαλμοῖσιν ἴδῃς, εἴπω δὲ γυναιξὶ
δεῖπνον ἐνὶ μεγάροις τετυκεῖν ἅλις ἔνδον ἐόντων.
ἀμφότερον κῦδός τε καὶ ἀγλαΐη καὶ ὄνειαρ
δειπνήσαντας ἴμεν πολλὴν ἐπ᾽ ἀπείρονα γαῖαν.
εἰ δ᾽ ἐθέλεις τραφθῆναι ἀν᾽ Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἄργος, 80
ὄφρα τοι αὐτὸς ἕπωμαι, ὑποζεύξω δέ τοι ἵππους,
ἄστεα δ᾽ ἀνθρώπων ἡγήσομαι· οὐδέ τις ἥμεας
αὔτως ἀππέμψει, δώσει δέ τι ἕν γε φέρεσθαι,
ἠέ τινα τριπόδων εὐχάλκων ἠὲ λεβήτων
ἠὲ δύ᾽ ἡμιόνους ἠὲ χρύσειον ἄλεισον.» 85
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«Ἀτρεΐδη Μενέλαε διοτρεφές, ὄρχαμε λαῶν,
βούλομαι ἤδη νεῖσθαι ἐφ᾽ ἡμέτερ᾽· οὐ γὰρ ὄπισθεν
οὖρον ἰὼν κατέλειπον ἐπὶ κτεάτεσσιν ἐμοῖσιν·
μὴ πατέρ᾽ ἀντίθεον διζήμενος αὐτὸς ὄλωμαι, 90
ἤ τί μοι ἐκ μεγάρων κειμήλιον ἐσθλὸν ὄληται.»
Αὐτὰρ ἐπεὶ τό γ᾽ ἄκουσε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος,
αὐτίκ᾽ ἄρ᾽ ᾗ ἀλόχῳ ἠδὲ δμῳῇσι κέλευσε
δεῖπνον ἐνὶ μεγάροις τετυκεῖν ἅλις ἔνδον ἐόντων.
ἀγχίμολον δέ οἱ ἦλθε Βοηθοΐδης Ἐτεωνεύς, 95
ἀνστὰς ἐξ εὐνῆς, ἐπεὶ οὐ πολὺ ναῖεν ἀπ᾽ αὐτοῦ·
τὸν πῦρ κῆαι ἄνωγε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος
ὀπτῆσαί τε κρεῶν· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ οὐκ ἀπίθησεν ἀκούσας.
αὐτὸς δ᾽ ἐς θάλαμον κατεβήσετο κηώεντα,
οὐκ οἶος, ἅμα τῷ γ᾽ Ἑλένη κίε καὶ Μεγαπένθης. 100
ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἵκανον ὅθι οἱ κειμήλια κεῖτο,
Ἀτρεΐδης μὲν ἔπειτα δέπας λάβεν ἀμφικύπελλον,
υἱὸν δὲ κρητῆρα φέρειν Μεγαπένθε᾽ ἄνωγεν
ἀργύρεον· Ἑλένη δὲ παρίστατο φωριαμοῖσιν,
ἔνθ᾽ ἔσαν οἱ πέπλοι παμποίκιλοι, οὓς κάμεν αὐτή. 105
τῶν ἕν᾽ ἀειραμένη Ἑλένη φέρε, δῖα γυναικῶν,
ὃς κάλλιστος ἔην ποικίλμασιν ἠδὲ μέγιστος,
ἀστὴρ δ᾽ ὣς ἀπέλαμπεν· ἔκειτο δὲ νείατος ἄλλων.
βὰν δ᾽ ἰέναι προτέρω διὰ δώματος, ἧος ἵκοντο
Τηλέμαχον· τὸν δὲ προσέφη ξανθὸς Μενέλαος· 110
«Τηλέμαχ᾽, ἦ τοι νόστον, ὅπως φρεσὶ σῇσι μενοινᾷς,
ὥς τοι Ζεὺς τελέσειεν, ἐρίγδουπος πόσις Ἥρης.
δώρων δ᾽, ὅσσ᾽ ἐν ἐμῷ οἴκῳ κειμήλια κεῖται,
δώσω ὃ κάλλιστον καὶ τιμηέστατόν ἐστι.
δώσω τοι κρητῆρα τετυγμένον· ἀργύρεος δὲ 115
ἐστὶν ἅπας, χρυσῷ δ᾽ ἐπὶ χείλεα κεκράανται,
ἔργον δ᾽ Ἡφαίστοιο· πόρεν δέ ἑ Φαίδιμος ἥρως,
Σιδονίων βασιλεύς, ὅθ᾽ ἑὸς δόμος ἀμφεκάλυψε
κεῖσ᾽ ἐμὲ νοστήσαντα· τεῒν δ᾽ ἐθέλω τόδ᾽ ὀπάσσαι.»
Ὣς εἰπὼν ἐν χειρὶ τίθει δέπας ἀμφικύπελλον 120
ἥρως Ἀτρεΐδης· ὁ δ᾽ ἄρα κρητῆρα φαεινὸν
θῆκ᾽ αὐτοῦ προπάροιθε φέρων κρατερὸς Μεγαπένθης,
ἀργύρεον· Ἑλένη δὲ παρίστατο καλλιπάρῃος
πέπλον ἔχουσ᾽ ἐν χερσίν, ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«δῶρόν τοι καὶ ἐγώ, τέκνον φίλε, τοῦτο δίδωμι, 125
μνῆμ᾽ Ἑλένης χειρῶν, πολυηράτου ἐς γάμου ὥρην,
σῇ ἀλόχῳ φορέειν· τῆος δὲ φίλῃ παρὰ μητρὶ
κεῖσθαι ἐνὶ μεγάρῳ. σὺ δέ μοι χαίρων ἀφίκοιο
οἶκον ἐϋκτίμενον καὶ σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.»