Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 14 στ. 72-147
Είπε, και σφίγγοντας τη ζώνη του τρογύρα στο χιτώνα
για τα μαντριά κινούσε, μέσα τους πολλούς που εκλείναν χοίρους·
κι έπιασε κείθε δυο, τους έσφαξε, καψάλισε τις τρίχες,
κι αφού τους λιάνισε, τους πέρασε σε σούβλες να ψηθούνε· 75
σαν ψήθηκε το κρέας, το απίθωσε ζεστό και με τις σούβλες
στον Οδυσσέα μπροστά, πασπάλισε κριθάλευρο από πάνω,
κι αφού γλυκόπιοτο συγκέρασε κρασί στο κρασοκαύκι,
πήγε και κάθισε απαντίκρυ του και λέει γκαρδιώνοντάς τον:
«Να φας ό,τι έχω, ξένε, κόπιασε, το χοιρινό των δούλων, 80
τι είναι οι μνηστήρες τα θρεφτάρια μου που τρων, κι ουδέ λογιάζουν
στα φρένα των θεών τη μάνητα, κι ουδέ και σπλάχνος νιώθουν.
Δεν αγαπούν οι τρισμακάριστοι θεοί τις αδικιές μας,
μόνο τιμούν το δίκιο, τις καλές τις πράξες των ανθρώπων.
Οι οχτροί κι οι αντίμαχοι, που κίνησαν να παν σε ξένους τόπους 85
και τους πατούν, κι ο Δίας τούς έδωκε ν᾽ αρπάξουν πλήθια κούρσα,
κι αφού γεμίσουν τα καράβια τους, γυρνούν και φεύγουν πίσω ―
κι εκείνοι των θεών τη μάνητα βαθιά στα φρένα τρέμουν.
Μα τούτοι εδώ σαν κάτι νά ᾽μαθαν, θεού φωνή θ᾽ ακούσαν,
πως κείνος βρήκε μαύρο θάνατο, γι᾽ αυτό και δε ζητούνε 90
γάμο με τρόπο που θα ταίριαζε, στα σπίτια τους δεν πάνε,
μόν᾽ τρων το βιος του ανέγνοιοι, αδιάντροπα, χωρίς να το λυπούνται.
Στο κάθε που περνάει μερόνυχτο σταλμένο από το Δία
ένα σφαχτό ποτέ δε σφάζουνε μηδέ και δυο μονάχα·
και πάντα το κρασί αλογάριαστο τραβούνε κι ασωτεύουν. 95
Ήταν αλήθεια εκείνου αρίφνητο το βιος· κανένας τόσα
από τους ήρωες δεν απόχτησε, γιά στη στεριάν αντίκρυ
γιά στην Ιθάκη ακόμα. Κι είκοσι να μαζευόνταν άντρες,
πάλε δε θά ᾽φταναν τα πλούτη του· να σου τα διαμετρήσω:
Αντίκρυ βουκολιά εχει δώδεκα, τόσα κοπάδια γίδες 100
σκορπούσες, τόσα κι αρνοκόπαδα και τόσα χοιροστάσια,
που τα βοσκούν δικοί μας άνθρωποι και ξένοι ρογιασμένοι.
Εδώ κοπάδια βόσκουν έντεκα σκορπούσες γίδες, πέρα
στην άκρη του νησιού· τα γνοιάζουνται γιδάρηδες παράξιοι,
και κάθε μέρα πάει καθένας τους κι από ᾽να ζο σε κείνους, 105
απ᾽ τα καλόθρεφτα τα γίδια τους το πιο παχύ που θά ᾽βρει.
Κι εγώ, που εδώ φυλάω και γνοιάζουμαι τους χοίρους τούτους, έχω
να ξεχωρίζω τον καλύτερο, σε κείνους να τον στέλνω.»
Αυτά ειπεν· αρπαχτά, αξανάσαστα το κρέας μασούσε εκείνος
και το κρασί ρουφούσε, αμίλητος, κακά για τους μνηστήρες 110
στο νου του κλώθοντας. Κι ως έφαγε και στύλωσε η καρδιά του,
ο θείος χοιροβοσκός τού πρόσφερε να πιει από το καυκί του
γεμάτο με κρασί. Χαρούμενος εκείνος το προσδέχτη,
και κράζοντάς τον ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Αλήθεια, φίλε, ποιός σε αγόρασε και ξόδιασε απ᾽ το βιος του, 115
με τόσα πλούτη, τέτοια δύναμη, καθώς μου αναθιβάνεις;
Χάθηκε, μού ᾽πες, του Αγαμέμνονα το γδικιωμό ζητώντας·
νομάτισέ τον, να τον γνώρισα μπορεί κι εγώ μια μέρα.
Ο Δίας το ξέρει κι οι άλλοι αθάνατοι μονάχα, αν δεν τον είδα
κι έχω μαντάτα του· παράδειρα μαθές σε τόσες χώρες!» 120
Σ᾽ αυτά ο χοιροβοσκός τού απάντησε, στους δούλους μέσα ο πρώτος:
«Απ᾽ όσους φτάνουν με μαντάτα του περάτες, γέροντά μου,
ποιόν να πιστέψει πια η γυναίκα του κι ο γιος του αλήθεια τώρα; ―
που τους φορτώνουν όλο ψέματα! Το μόνο οι στρατοκόποι
που θέλουν είναι νά ᾽βρουν πόρεψη, δε λένε την αλήθεια. 125
Όποιος κι αν φτάσει, γυροφέρνοντας τον κόσμο, στην Ιθάκη,
πάει στην κυρά μου κι όσες τού ᾽ρχονται ψευτιές τής αραδιάζει.
Κι εκείνη τον φιλεύει απλόχερα και τον ρωτάει τα πάντα,
κι από τα βλέφαρα, όπως μύρεται, τα δάκρυα ξεχειλούνε,
συνήθιο ως τό ᾽χουν όσες έχασαν τον άντρα τους στα ξένα. 130
Εύκολα, γέροντα, θα σκάρωνες και συ το παραμύθι,
για να ντυθείς, κανείς αν σού ᾽δινε χλαμύδα και χιτώνα.
Μα εκείνου σίγουρα τα κόκαλα τά ᾽χουν γυμνώσει οι σκύλοι
και τα όρνια τα γοργά απ᾽ τις σάρκες τους, πια στη ζωή δεν είναι.
Μπορεί τα ψάρια να τον έφαγαν στα κύματα, και τώρα 135
του κρύβει ένας γιαλός τα κόκαλα, χωμένα μες στον άμμο.
Εκείνος έτσι εχάθη, κι έμεινε στους φίλους ο καημός του,
σε όλους, σε μένα ωστόσο πιότερο, τι εγώ ποτέ κανέναν
δε θά ᾽βρω αφέντη πιο καλόκαρδο, τον κόσμο κι αν γυρίσω,
στου κύρη ακόμα και στης μάνας μου να διάγερνα το σπίτι, 140
εκεί το φως που πρωτοχάρηκα κι ατοί τους με αναστήσαν·
μηδέ γι᾽ αυτούς πια τόσο μύρουμαι, κι ας λαχταρώ στη γη μου
την πατρική γυρνώντας κάποτε να τους ξαναντικρίσω.
Πιο του Οδυσσέα, που εχάθη φεύγοντας, με καίει η λαχτάρα, ξένε·
και μόνο τ᾽ όνομά του ντρέπουμαι να βγάλω από το στόμα, 145
κι ας μη με ακούει· πολύ με γνοιάζουνταν μαθές και με αγαπούσε·
για μένα, ακόμα κι αν μας έλειψε, μένει ο ακριβός μου αφέντης»
Ὣς εἰπὼν ζωστῆρι θοῶς συνέεργε χιτῶνα,
βῆ δ᾽ ἴμεν ἐς συφεούς, ὅθι ἔθνεα ἔρχατο χοίρων.
ἔνθεν ἑλὼν δύ᾽ ἔνεικε καὶ ἀμφοτέρους ἱέρευσεν,
εὗσέ τε μίστυλλέν τε καὶ ἀμφ᾽ ὀβελοῖσιν ἔπειρεν. 75
ὀπτήσας δ᾽ ἄρα πάντα φέρων παρέθηκ᾽ Ὀδυσῆϊ
θέρμ᾽ αὐτοῖς ὀβελοῖσιν· ὁ δ᾽ ἄλφιτα λευκὰ πάλυνεν·
ἐν δ᾽ ἄρα κισσυβίῳ κίρνη μελιηδέα οἶνον,
αὐτὸς δ᾽ ἀντίον ἷζεν, ἐποτρύνων δὲ προσηύδα·
«ἔσθιε νῦν, ὦ ξεῖνε, τά τε δμώεσσι πάρεστι, 80
χοίρε᾽· ἀτὰρ σιάλους γε σύας μνηστῆρες ἔδουσιν,
οὐκ ὄπιδα φρονέοντες ἐνὶ φρεσὶν οὐδ᾽ ἐλεητύν.
οὐ μὲν σχέτλια ἔργα θεοὶ μάκαρες φιλέουσιν,
ἀλλὰ δίκην τίουσι καὶ αἴσιμα ἔργ᾽ ἀνθρώπων.
καὶ μὲν δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι, οἵ τ᾽ ἐπὶ γαίης 85
ἀλλοτρίης βῶσιν καί σφιν Ζεὺς ληΐδα δώῃ.
πλησάμενοι δέ τε νῆας ἔβαν οἶκόνδε νέεσθαι,
καὶ μὲν τοῖς ὄπιδος κρατερὸν δέος ἐν φρεσὶ πίπτει.
οἵδε δέ τοι ἴσασι, θεοῦ δέ τιν᾽ ἔκλυον αὐδήν,
κείνου λυγρὸν ὄλεθρον, ὅ τ᾽ οὐκ ἐθέλουσι δικαίως 90
μνᾶσθαι οὐδὲ νέεσθαι ἐπὶ σφέτερ᾽, ἀλλὰ ἕκηλοι
κτήματα δαρδάπτουσιν ὑπέρβιον, οὐδ᾽ ἔπι φειδώ.
ὅσσαι γὰρ νύκτες τε καὶ ἡμέραι ἐκ Διός εἰσιν,
οὔ ποθ᾽ ἓν ἱρεύουσ᾽ ἱερήϊον, οὐδὲ δύ᾽ οἴω·
οἶνον δὲ φθινύθουσιν ὑπέρβιον ἐξαφύοντες. 95
ἦ γάρ οἱ ζωή γ᾽ ἦν ἄσπετος· οὔ τινι τόσση
ἀνδρῶν ἡρώων, οὔτ᾽ ἠπείροιο μελαίνης
οὔτ᾽ αὐτῆς Ἰθάκης· οὐδὲ ξυνεείκοσι φωτῶν
ἔστ᾽ ἄφενος τοσσοῦτον· ἐγὼ δέ κέ τοι καταλέξω.
δώδεκ᾽ ἐν ἠπείρῳ ἀγέλαι· τόσα πώεα οἰῶν, 100
τόσσα συῶν συβόσια, τόσ᾽ αἰπόλια πλατέ᾽ αἰγῶν
βόσκουσι ξεῖνοί τε καὶ αὐτοῦ βώτορες ἄνδρες.
ἐνθάδε τ᾽ αἰπόλια πλατέ᾽ αἰγῶν ἕνδεκα πάντα
ἐσχατιῇ βόσκοντ᾽, ἐπὶ δ᾽ ἀνέρες ἐσθλοὶ ὄρονται.
τῶν αἰεί σφιν ἕκαστος ἐπ᾽ ἤματι μῆλον ἀγινεῖ, 105
ζατρεφέων αἰγῶν ὅς τις φαίνηται ἄριστος.
αὐτὰρ ἐγὼ σῦς τάσδε φυλάσσω τε ῥύομαί τε,
καί σφι συῶν τὸν ἄριστον ἐῢ κρίνας ἀποπέμπω.»
Ὣς φάθ᾽, ὁ δ᾽ ἐνδυκέως κρέα τ᾽ ἤσθιε πῖνέ τε οἶνον
ἁρπαλέως ἀκέων, κακὰ δὲ μνηστῆρσι φύτευεν. 110
αὐτὰρ ἐπεὶ δείπνησε καὶ ἤραρε θυμὸν ἐδωδῇ,
καί οἱ πλησάμενος δῶκε σκύφος, ᾧ περ ἔπινεν,
οἴνου ἐνίπλειον· ὁ δ᾽ ἐδέξατο, χαῖρε δὲ θυμῷ,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ὦ φίλε, τίς γάρ σε πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν, 115
ὧδε μάλ᾽ ἀφνειὸς καὶ καρτερὸς ὡς ἀγορεύεις;
φῆς δ᾽ αὐτὸν φθίσθαι Ἀγαμέμνονος εἵνεκα τιμῆς.
εἰπέ μοι, αἴ κέ ποθι γνώω τοιοῦτον ἐόντα.
Ζεὺς γάρ που τό γε οἶδε καὶ ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι,
εἴ κέ μιν ἀγγείλαιμι ἰδών· ἐπὶ πολλὰ δ᾽ ἀλήθην.» 120
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα συβώτης, ὄρχαμος ἀνδρῶν·
«ὦ γέρον, οὔ τις κεῖνον ἀνὴρ ἀλαλήμενος ἐλθὼν
ἀγγέλλων πείσειε γυναῖκά τε καὶ φίλον υἱόν,
ἀλλ᾽ ἄλλως κομιδῆς κεχρημένοι ἄνδρες ἀλῆται
ψεύδοντ᾽, οὐδ᾽ ἐθέλουσιν ἀληθέα μυθήσασθαι. 125
ὃς δέ κ᾽ ἀλητεύων Ἰθάκης ἐς δῆμον ἵκηται,
ἐλθὼν ἐς δέσποιναν ἐμὴν ἀπατήλια βάζει·
ἡ δ᾽ εὖ δεξαμένη φιλέει καὶ ἕκαστα μεταλλᾷ,
καί οἱ ὀδυρομένῃ βλεφάρων ἄπο δάκρυα πίπτει,
ἣ θέμις ἐστὶ γυναικός, ἐπὴν πόσις ἄλλοθ᾽ ὄληται. 130
αἶψά κε καὶ σύ, γεραιέ, ἔπος παρατεκτήναιο,
εἴ τίς τοι χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα δοίη.
τοῦ δ᾽ ἤδη μέλλουσι κύνες ταχέες τ᾽ οἰωνοὶ
ῥινὸν ἀπ᾽ ὀστεόφιν ἐρύσαι, ψυχὴ δὲ λέλοιπεν·
ἢ τόν γ᾽ ἐν πόντῳ φάγον ἰχθύες, ὀστέα δ᾽ αὐτοῦ 135
κεῖται ἐπ᾽ ἠπείρου ψαμάθῳ εἰλυμένα πολλῇ.
ὣς ὁ μὲν ἔνθ᾽ ἀπόλωλε, φίλοισι δὲ κήδε᾽ ὀπίσσω
πᾶσιν, ἐμοὶ δὲ μάλιστα, τετεύχαται· οὐ γὰρ ἔτ᾽ ἄλλον
ἤπιον ὧδε ἄνακτα κιχήσομαι, ὁππόσ᾽ ἐπέλθω,
οὐδ᾽ εἴ κεν πατρὸς καὶ μητέρος αὖτις ἵκωμαι 140
οἶκον, ὅθι πρῶτον γενόμην καί μ᾽ ἔτρεφον αὐτοί.
οὐδέ νυ τῶν ἔτι τόσσον ὀδύρομαι, ἱέμενός περ
ὀφθαλμοῖσιν ἰδέσθαι ἐὼν ἐν πατρίδι γαίῃ·
ἀλλά μ᾽ Ὀδυσσῆος πόθος αἴνυται οἰχομένοιο.
τὸν μὲν ἐγών, ὦ ξεῖνε, καὶ οὐ παρεόντ᾽ ὀνομάζειν 145
αἰδέομαι· περὶ γάρ μ᾽ ἐφίλει καὶ κήδετο θυμῷ·
ἀλλά μιν ἠθεῖον καλέω καὶ νόσφιν ἐόντα.»