Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 13 στ. 63-138
Είπε ο Οδυσσέας ο θείος και κίνησε περνώντας το κατώφλι·
κι ο Αλκίνοος ο τρανός ξαπόστειλε μαζί τον κράχτη, νά ᾽μπει
μπροστά στο δρόμο για το ακρόγιαλο και το γοργό καράβι. 65
Κι η Αρήτη πρόσταξε απ᾽ τις σκλάβες της να πάνε τρεις· στο χέρι
καλοπλυμένο η μια πανώρουχο κρατούσε και χιτώνα·
κι είπε στη δεύτερη, τη στέρια του να φορτωθεί κασέλα,
κι η άλλη στερνά ψωμί και κόκκινο κρασί τού κουβαλούσε.
Κι αφού κατέβηκαν στη θάλασσα και το καράβι εβρήκαν, 70
τα πήραν οι αντρειωμένοι πρόβοδοι κρασί, θροφές ― τα πάντα,
και τ᾽ ακουμπήσαν μέσα στ᾽ άρμενο το βαθουλό με βιάση.
Στης πρύμνας την κουβέρτα του άρμενου του βαθουλού ενα πεύκι
κι ένα σεντόνι πήραν κι έστρωσαν, να κοιμηθεί ο Οδυσσέας
αξύπνητα· κι ατός του ανέβηκε κι απόγειρε στο στρώμα 75
δίχως μιλιά. Κι οι Φαίακες κάθισαν, καθένας στο κουπί του,
με τάξη, κι απ᾽ το τρύπιο λύσανε λιθάρι την πρυμάτσα·
κι ως πήραν, το κορμί αναγέρνοντας, με τα κουπιά το κύμα
να σκίζουν, ύπνος χύθη ολόγλυκος στα μάτια του Οδυσσέα,
βαθύς, αξύπνητος, ο θάνατος θαρρείς τον είχε πάρει. 80
Κι αυτό ― πώς τρέχουν άτια τέσσερα, ζεμένα στο ίδιο αμάξι,
όλα μαζί με πόδια γρήγορα, στου μαστιγιού τους χτύπους,
κι αψηλορθώνουνται στη βιάση τους το δρόμο να τελέψουν ―
όμοια κι εκείνου η πρύμνα ορθώνουνταν, και φούσκωνε το κύμα
της πολυφούρφουρης της θάλασσας τρανό, κρασάτο, πίσω· 85
κι έτρεχε σίγουρα, ανεκράτητα το πλοίο, μηδέ γεράκι,
το πιο γοργό από τα πετούμενα, δυνόταν να το φτάσει.
Έτσι έσκιζε γοργά τα κύματα δρομώντας το καράβι,
και κουβαλούσε εκείνον πού ᾽μοιαζε με των θεών ο νους του,
και που είχε χίλια μύρια βάσανα στα περασμένα σύρει 90
μέσα σε τόσα αντροπαλέματα και κύματα αγριεμένα,
και τώρα γαληνά κοιμότανε, τα πάθη του ξεχνώντας.
Κι ως το άστρο πρόβαλε τ᾽ ολόλαμπρο, που απ᾽ όλα τ᾽ άλλα πρώτο
βγαίνει, το φως της πουρνογέννητης Αυγής για να μηνύσει,
το πελαγόδρομο καράβι τους πια στο νησί είχε φτάσει. 95
Του Φόρκυνα εκεί πέρα βρίσκεται του θαλασσογερόντου
ο κόρφος· κάβοι δυο δεξόζερβα προβάλλουν στο άνοιγμά του,
ψηλοί κι απόγκρεμοι, μα μέσαθε κατηφορούν ως κάτω,
και τα τρανά αποδιώχνουν κύματα των φοβερών ανέμων
απόξω· μέσα όσα το δρόμο τους απόσωσαν κι αράξαν 100
από τα πλοία τα καλοκούβερτα κανένας δεν τα δένει.
Είναι και κάποια ελιά στενόφυλλη στου λιμανιού την κόχη,
και δίπλα της γαλαζοσκότεινο, χαριτωμένο σπήλιο,
ταμένο στις ξωθιές, τρισέβαστο, στις Νεροκόρες. Μέσα
θωρείς κροντήρια και διπλόχερες λαγήνες ― από πέτρα, 105
και μέλισσες που μπαινοβγαίνουνε και τα κρινιά τους χτίζουν·
κι είναι αργαλειοί πετρένιοι τρίψηλοι, και υφαίνουν τα σκουτιά τους
εκεί οι ξωθιές τ᾽ αλικοπόρφυρα, θαμπώνεις που τα βλέπεις·
και βρυσομάνες έχει αστέρευτες. Από τις δυο μπασιές του
τη βορεινή μονάχα δύνουνται να κατεβούν ανθρώποι· 110
η άλλη είναι των θεών και στρέφεται κατά νοτιά· κανένας
δεν την περνά θνητός· οι αθάνατοι μονάχα τη διαβαίνουν.
Κει μέσα τράβηξαν, τι τά ᾽ξεραν τα μέρη αυτά από πρώτα.
Δρομώντας το καράβι εκάθισε, μισό απ᾽ το μάκρος του όλο,
στον άμμο, τα κουπιά όπως δούλευαν με φόρα οι λαμνοκόποι. 115
Και βγήκαν απ᾽ το καλοζύγιαστο πλεούμενό τους όξω
κι απ᾽ το βαθύ καράβι ανάσκωσαν τον Οδυσσέα πιο πρώτα
με το σεντόνι που τον τύλιγε και το αστροβόλο πεύκι,
κι απά στον άμμο τον απίθωσαν, στον ύπνο βουλιαγμένο.
Μετά τα δώρα βγάζαν, οι έμνοστοι που τού ᾽χαν Φαίακες δώσει, 120
ως γύρναε σπίτι του, απ᾽ την άτρομη την Αθηνά σπρωγμένοι,
και στης ελιάς κοντά τ᾽ απίθωσαν όλα μαζί τη ρίζα,
παράμερα, μην τύχει κι άπλωνε περνώντας από κείθε
κανείς διαβάτης χέρι απάνω τους, πριν ο Οδυσσέας ξυπνήσει.
Ευτύς οι Φαίακες φύγαν παίρνοντας του γυρισμού τη στράτα· 125
μα ο Κοσμοσείστης δε λησμόνησε το τί είχε φοβερίσει
του ισόθεου του Οδυσσέα πως θά ᾽κανε, και λέει στο Δία ρωτώντας:
«Πατέρα Δία, πια πώς οι αθάνατοι θεοί να με τιμούνε,
αφού οι θνητοί καμιά δεν έδειξαν τιμή στο πρόσωπό μου,
οι Φαίακες, πού ᾽ναι κι απ᾽ το γαίμα μου και σέρνουν από μένα; 130
Εγώ ελεγα, ο Οδυσσέας στο σπίτι του να μη διαγείρει πίσω,
πριχού περάσει μύρια βάσανα· δεν είπα εγώ ποτέ του
να μη γυρίσει, μια και τό ᾽ταξες και σύγκλινες να γένει.
Μα αυτοί απ᾽ το πέλαγο τον πέρασαν με το γοργό καράβι
και στην Ιθάκη τον απίθωσαν, στον ύπνο βυθισμένο, 135
και δώρα αρίφνητα του εχάρισαν, χαλκό, υφαντά, χρυσάφι·
κι όμως ποτέ απ᾽ την Τροία δε θά ᾽φερνε τόσο πολλά ο Οδυσσέας,
κι ας γύριζε άβλαβος κι ας γλίτωνε τα κούρσα που του λάχαν.»
Ὣς εἰπὼν ὑπὲρ οὐδὸν ἐβήσετο δῖος Ὀδυσσεύς.
τῷ δ᾽ ἅμα κήρυκα προΐει μένος Ἀλκινόοιο,
ἡγεῖσθαι ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῖνα θαλάσσης· 65
Ἀρήτη δ᾽ ἄρα οἱ δμῳὰς ἅμ᾽ ἔπεμπε γυναῖκας,
τὴν μὲν φᾶρος ἔχουσαν ἐϋπλυνὲς ἠδὲ χιτῶνα,
τὴν δ᾽ ἑτέρην χηλὸν πυκινὴν ἅμ᾽ ὄπασσε κομίζειν·
ἡ δ᾽ ἄλλη σῖτόν τ᾽ ἔφερεν καὶ οἶνον ἐρυθρόν.
Αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἐπὶ νῆα κατήλυθον ἠδὲ θάλασσαν, 70
αἶψα τά γ᾽ ἐν νηῒ γλαφυρῇ πομπῆες ἀγαυοὶ
δεξάμενοι κατέθεντο, πόσιν καὶ βρῶσιν ἅπασαν·
κὰδ δ᾽ ἄρ᾽ Ὀδυσσῆϊ στόρεσαν ῥῆγός τε λίνον τε
νηὸς ἐπ᾽ ἰκριόφιν γλαφυρῆς, ἵνα νήγρετον εὕδοι,
πρύμνης· ἂν δὲ καὶ αὐτὸς ἐβήσετο καὶ κατέλεκτο 75
σιγῇ· τοὶ δὲ καθῖζον ἐπὶ κληῗσιν ἕκαστοι
κόσμῳ, πεῖσμα δ᾽ ἔλυσαν ἀπὸ τρητοῖο λίθοιο.
εὖθ᾽ οἱ ἀνακλινθέντες ἀνερρίπτουν ἅλα πηδῷ,
καὶ τῷ νήδυμος ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτε,
νήγρετος ἥδιστος, θανάτῳ ἄγχιστα ἐοικώς. 80
ἡ δ᾽, ὥς τ᾽ ἐν πεδίῳ τετράοροι ἄρσενες ἵπποι,
πάντες ἅμ᾽ ὁρμηθέντες ὑπὸ πληγῇσιν ἱμάσθλης
ὑψόσ᾽ ἀειρόμενοι ῥίμφα πρήσσουσι κέλευθον,
ὣς ἄρα τῆς πρύμνη μὲν ἀείρετο, κῦμα δ᾽ ὄπισθε
πορφύρεον μέγα θῦε πολυφλοίσβοιο θαλάσσης. 85
ἡ δὲ μάλ᾽ ἀσφαλέως θέεν ἔμπεδον· οὐδέ κεν ἴρηξ
κίρκος ὁμαρτήσειεν, ἐλαφρότατος πετεηνῶν.
ὣς ἡ ῥίμφα θέουσα θαλάσσης κύματ᾽ ἔταμνεν,
ἄνδρα φέρουσα θεοῖς ἐναλίγκια μήδε᾽ ἔχοντα,
ὃς πρὶν μὲν μάλα πολλὰ πάθ᾽ ἄλγεα ὃν κατὰ θυμὸν 90
ἀνδρῶν τε πτολέμους ἀλεγεινά τε κύματα πείρων,
δὴ τότε γ᾽ ἀτρέμας εὗδε, λελασμένος ὅσσ᾽ ἐπεπόνθει.
Εὖτ᾽ ἀστὴρ ὑπερέσχε φαάντατος, ὅς τε μάλιστα
ἔρχεται ἀγγέλλων φάος Ἠοῦς ἠριγενείης,
τῆμος δὴ νήσῳ προσεπίλνατο ποντοπόρος νηῦς. 95
Φόρκυνος δέ τίς ἐστι λιμήν, ἁλίοιο γέροντος,
ἐν δήμῳ Ἰθάκης· δύο δὲ προβλῆτες ἐν αὐτῷ
ἀκταὶ ἀπορρῶγες, λιμένος ποτιπεπτηυῖαι,
αἵ τ᾽ ἀνέμων σκεπόωσι δυσαήων μέγα κῦμα
ἔκτοθεν· ἔντοσθεν δέ τ᾽ ἄνευ δεσμοῖο μένουσι 100
νῆες ἐΰσσελμοι, ὅτ᾽ ἂν ὅρμου μέτρον ἵκωνται.
αὐτὰρ ἐπὶ κρατὸς λιμένος τανύφυλλος ἐλαίη,
ἀγχόθι δ᾽ αὐτῆς ἄντρον ἐπήρατον ἠεροειδές,
ἱρὸν νυμφάων αἳ νηϊάδες καλέονται.
ἐν δὲ κρητῆρές τε καὶ ἀμφιφορῆες ἔασι 105
λάϊνοι· ἔνθα δ᾽ ἔπειτα τιθαιβώσσουσι μέλισσαι.
ἐν δ᾽ ἱστοὶ λίθεοι περιμήκεες, ἔνθα τε νύμφαι
φάρε᾽ ὑφαίνουσιν ἁλιπόρφυρα, θαῦμα ἰδέσθαι·
ἐν δ᾽ ὕδατ᾽ ἀενάοντα. δύω δέ τέ οἱ θύραι εἰσίν,
αἱ μὲν πρὸς Βορέαο καταιβαταὶ ἀνθρώποισιν, 110
αἱ δ᾽ αὖ πρὸς Νότου εἰσὶ θεώτεραι· οὐδέ τι κείνῃ
ἄνδρες ἐσέρχονται, ἀλλ᾽ ἀθανάτων ὁδός ἐστιν.
Ἔνθ᾽ οἵ γ᾽ εἰσέλασαν πρὶν εἰδότες. ἡ μὲν ἔπειτα
ἠπείρῳ ἐπέκελσεν, ὅσον τ᾽ ἐπὶ ἥμισυ πάσης,
σπερχομένη· τοῖων γὰρ ἐπείγετο χέρσ᾽ ἐρετάων· 115
οἱ δ᾽ ἐκ νηὸς βάντες ἐϋζύγου ἤπειρόνδε
πρῶτον Ὀδυσσῆα γλαφυρῆς ἐκ νηὸς ἄειραν
αὐτῷ σύν τε λίνῳ καὶ ῥήγεϊ σιγαλόεντι,
κὰδ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπὶ ψαμάθῳ ἔθεσαν δεδμημένον ὕπνῳ,
ἐκ δὲ κτήματ᾽ ἄειραν, ἅ οἱ Φαίηκες ἀγαυοὶ 120
ὤπασαν οἴκαδ᾽ ἰόντι διὰ μεγάθυμον Ἀθήνην.
καὶ τὰ μὲν οὖν παρὰ πυθμέν᾽ ἐλαίης ἁθρόα θῆκαν
ἐκτὸς ὁδοῦ, μή πώς τις ὁδιτάων ἀνθρώπων,
πρὶν Ὀδυσῆ᾽ ἔγρεσθαι, ἐπελθὼν δηλήσαιτο·
αὐτοὶ δ᾽ αὖ οἶκόνδε πάλιν κίον· οὐδ᾽ ἐνοσίχθων 125
λήθετ᾽ ἀπειλάων, τὰς ἀντιθέῳ Ὀδυσῆϊ
πρῶτον ἐπηπείλησε, Διὸς δ᾽ ἐξείρετο βουλήν·
«Ζεῦ πάτερ, οὐκέτ᾽ ἐγώ γε μετ᾽ ἀθανάτοισι θεοῖσι
τιμήεις ἔσομαι, ὅτε με βροτοὶ οὔ τι τίουσι,
Φαίηκες, τοί πέρ τοι ἐμῆς ἔξ εἰσι γενέθλης. 130
καὶ γὰρ νῦν Ὀδυσῆ᾽ ἐφάμην κακὰ πολλὰ παθόντα
οἴκαδ᾽ ἐλεύσεσθαι· νόστον δέ οἱ οὔ ποτ᾽ ἀπηύρων
πάγχυ, ἐπεὶ σὺ πρῶτον ὑπέσχεο καὶ κατένευσας.
οἱ δ᾽ εὕδοντ᾽ ἐν νηῒ θοῇ ἐπὶ πόντον ἄγοντες
κάτθεσαν εἰν Ἰθάκῃ, ἔδοσαν δέ οἱ ἄσπετα δῶρα, 135
χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις ἐσθῆτά θ᾽ ὑφαντήν,
πόλλ᾽, ὅσ᾽ ἂν οὐδέ ποτε Τροίης ἐξήρατ᾽ Ὀδυσσεύς,
εἴ περ ἀπήμων ἦλθε, λαχὼν ἀπὸ ληΐδος αἶσαν.»