Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 10 στ. 70-132
Είπα, ζητώντας με γλυκόλογα τα σπλάχνα τους ν᾽ αγγίξω, 70
κι εκεί που μέναν όλοι αμίλητοι, μου απηλογήθη ο κύρης:
“Απ᾽ το νησί μου χάσου γρήγορα, του κόσμου η καταφρόνια!
Εγώ δε γίνεται να δέχουμαι κι ουδέ να συνεβγάζω
έναν θνητό που οι τρισμακάριστοι θεοί τον οχτρευτήκαν.
Χάσου! Οι θεοί πολύ σε οχτρεύουνται· στο σπίτι μου τί θέλεις;” 75
Είπε, και μ᾽ έδιωξε απ᾽ το σπίτι του στα βογγητά μου μέσα·
και φύγαμε ξανά στα πέλαγα με πικραμένα σπλάχνα,
κι οι κουπολάτες ξεκαμώνουνταν στο λαμνοκόπι, κι ήταν
κρίμα δικό μας ― πια δεν είχαμε κανέναν συνεβγάλτη!
Ακέριες έξι μέρες σκίζαμε το πέλαο, νύχτα μέρα, 80
και στις εφτά στο κάστρο αράξαμε το απόγκρεμο του Λάμου,
στη Λαιστρυγόνια την πλατύπορτη· βοσκός βοσκό εδώ σμίγει,
ο ένας γυρνώντας, ο άλλος φεύγοντας, κι αφήνουν γεια, ως χωρίζουν.
Αν ήσουν δίχως ύπνο, θά ᾽παιρνες διπλή εδώ πέρα ρόγα,
τη μια τ᾽ αρνιά σου τ᾽ άσπρα βόσκοντας, την άλλη βουκολώντας· 85
κοντά μαθές οι δρόμοι ανοίγουνται της μέρας και της νύχτας.
Εκεί στον ξακουσμένο αράξαμε λιμιώνα, που τον ζώνουν
μιαν άκρα ως άλλη βράχια απόγκρεμα κι από τις δυο μεριές του.
Στου λιμανιού το στόμα ορθόψηλοι στυλώνουνται δυο κάβοι
αντικριστοί, και πόρο αφήνουνε στενόν αναμεσό τους. 90
Τα δρεπανόγυρτα καράβια τους κει μέσα αράξαν οι άλλοι
και τό ᾽να στ᾽ άλλο δίπλα τά ᾽δεσαν στο βαθουλό λιμάνι·
τι η θάλασσα ποτέ δε φούσκωνε κει μέσα, μήτε λίγο
μήτε πολύ, μόν᾽ γύρω απλώνουνταν γαλήνη στραφταλούσα.
Εγώ μονάχα απέξω εκράτησα το μελανό καράβι, 95
στην άκραν άκρα εκεί, και τό ᾽δεσα με τα σκοινιά από βράχο·
κι ως στάθηκα σε βίγλα απόγκρεμη ψηλά, για ν᾽ αγναντέψω,
μηδέ βοδιών τρογύρα φαίνουνταν μηδέ κι ανθρώπων έργα,
καπνό μονάχα που ανηφόριζε ψηλά απ᾽ τη γης θωρούμε.
Κι είπα να πέψω απ᾽ τους συντρόφους μου να παν μπροστά να μάθουν 100
σαν ποιοί θνητοί, ψωμί που γεύουνται, στα μέρη ετούτα ζούνε,
απ᾽ τους δικούς μου δυο διαλέγοντας, μαζί τους κι έναν κράχτη.
Βγήκαν αυτοί και δρόμο πήρανε στρωτό· τα κάρα εκείθε
απ᾽ τα ψηλά βουνά κατέβαζαν στην πολιτεία τα ξύλα.
Στο κάστρο ομπρός κοπέλα αντάμωσαν, νερό που κουβαλούσε, 105
την κόρη την τρανή του Αντίφατου, του Λαιστρυγόνιου ρήγα.
Είχε σε μια πηγή ωριορέματη κατέβει να γεμίσει,
στην Αρτακία, τι εκείθε ανάσερναν νερό να παν στην πόλη.
Κι αυτοί σταθήκαν και της μίλησαν και την αναρωτούσαν,
ποιός είναι ο βασιλιάς στη χώρα τους και ποιοί ᾽ναι αυτοί που ορίζει. 110
Το ξακουσμένο, αψηλοτάβανο του κύρη της παλάτι
κείνη τούς έδειξε· μα ως μπήκανε, θωρούνε μια γυναίκα
σαν του βουνού κορφή θεόρατη, κι αγριεύτηκε η καρδιά τους.
Κι αυτή απ᾽ την αγορά τον άντρα της, τον ξακουστό Αντιφάτη,
καλεί, που φτάνοντας μελέτησε τον άγριο χαλασμό τους· 115
τι αρπάζοντας τον ένα σύντροφο τον έφαγε στο γιόμα.
Κι ως οι άλλοι δυο στα πόδια τό ᾽βαλαν και φτάσαν στα καράβια,
φωνή στο κάστρο εκείνος σήκωσε. Το κάλεσμα γρικώντας
άλλος αλλούθε πήραν οι άτρομοι και τρέχαν Λαιστρυγόνες,
χιλιάδες, Γίγαντες θυμίζοντας, θνητούς ανθρώπους όχι· 120
και πέτρες, μόλις που ένας θ᾽ άσκωνε θνητός, από τα βράχια
σφεντόνιζαν. Βαρύς ο πάταχος υψώθη στ᾽ άρμενά μας
από τους άντρες που σκοτώνουνταν κι από τα πλοία που εσπάζαν·
καμακωμένους τους εσήκωναν σαν ψάρια, να τους φάνε!
Κι εγώ, την ώρα που τους σκότωναν μες στο βαθύ λιμιώνα, 125
το κοφτερό σπαθί ανασέρνοντας πλάι στο μερί μου, κόβω
απ᾽ το δικό μου γαλαζόπλωρο καράβι τις πρυμάτσες,
και δίχως άργητα τους σύντροφους προστάζω να ριχτούνε
στα κουπιά πάνω, αν θα γλιτώναμε το χαλασμό· κι εκείνοι,
απ᾽ του χαμού το φόβο, ετίναζαν ψηλά τη θαλασσάρμη. 130
Καλότυχο το πλοίο μου ξέφυγε τα κρεμασμένα βράχια
κι ανοίχτηκε, μα τ᾽ αποδέλοιπα μαζί εχαθήκαν όλα.
Ὣς ἐφάμην μαλακοῖσι καθαπτόμενος ἐπέεσσιν· 70
οἱ δ᾽ ἄνεῳ ἐγένοντο· πατὴρ δ᾽ ἠμείβετο μύθῳ·
«Ἔρρ᾽ ἐκ νήσου θᾶσσον, ἐλέγχιστε ζωόντων·
οὐ γάρ μοι θέμις ἐστὶ κομιζέμεν οὐδ᾽ ἀποπέμπειν
ἄνδρα τὸν ὅς τε θεοῖσιν ἀπέχθηται μακάρεσσιν.
ἔρρ᾽, ἐπεὶ ἀθανάτοισιν ἀπεχθόμενος τόδ᾽ ἱκάνεις.» 75
Ὣς εἰπὼν ἀπέπεμπε δόμων βαρέα στενάχοντα.
ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν ἀκαχήμενοι ἦτορ.
τείρετο δ᾽ ἀνδρῶν θυμὸς ὑπ᾽ εἰρεσίης ἀλεγεινῆς
ἡμετέρῃ ματίῃ, ἐπεὶ οὐκέτι φαίνετο πομπή.
Ἑξῆμαρ μὲν ὁμῶς πλέομεν νύκτας τε καὶ ἦμαρ· 80
ἑβδομάτῃ δ᾽ ἱκόμεσθα Λάμου αἰπὺ πτολίεθρον,
Τηλέπυλον Λαιστρυγονίην, ὅθι ποιμένα ποιμὴν
ἠπύει εἰσελάων, ὁ δέ τ᾽ ἐξελάων ὑπακούει.
ἔνθα κ᾽ ἄϋπνος ἀνὴρ δοιοὺς ἐξήρατο μισθούς,
τὸν μὲν βουκολέων, τὸν δ᾽ ἄργυφα μῆλα νομεύων· 85
ἐγγὺς γὰρ νυκτός τε καὶ ἤματός εἰσι κέλευθοι.
ἔνθ᾽ ἐπεὶ ἐς λιμένα κλυτὸν ἤλθομεν, ὃν πέρι πέτρη
ἠλίβατος τετύχηκε διαμπερὲς ἀμφοτέρωθεν,
ἀκταὶ δὲ προβλῆτες ἐναντίαι ἀλλήλῃσιν
ἐν στόματι προὔχουσιν, ἀραιὴ δ᾽ εἴσοδός ἐστιν, 90
ἔνθ᾽ οἵ γ᾽ εἴσω πάντες ἔχον νέας ἀμφιελίσσας.
αἱ μὲν ἄρ᾽ ἔντοσθεν λιμένος κοίλοιο δέδεντο
πλησίαι· οὐ μὲν γάρ ποτ᾽ ἀέξετο κῦμά γ᾽ ἐν αὐτῷ,
οὔτε μέγ᾽ οὔτ᾽ ὀλίγον, λευκὴ δ᾽ ἦν ἀμφὶ γαλήνη.
αὐτὰρ ἐγὼν οἶος σχέθον ἔξω νῆα μέλαιναν, 95
αὐτοῦ ἐπ᾽ ἐσχατιῇ, πέτρης ἐκ πείσματα δήσας·
ἔστην δὲ σκοπιὴν ἐς παιπαλόεσσαν ἀνελθών.
ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ᾽ ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα,
καπνὸν δ᾽ οἶον ὁρῶμεν ἀπὸ χθονὸς ἀΐσσοντα.
δὴ τότ᾽ ἐγὼν ἑτάρους προΐειν πεύθεσθαι ἰόντας 100
οἵ τινες ἀνέρες εἶεν ἐπὶ χθονὶ σῖτον ἔδοντες,
ἄνδρε δύο κρίνας, τρίτατον κήρυχ᾽ ἅμ᾽ ὀπάσσας.
οἱ δ᾽ ἴσαν ἐκβάντες λείην ὁδόν, ᾗ περ ἄμαξαι
ἄστυδ᾽ ἀφ᾽ ὑψηλῶν ὀρέων καταγίνεον ὕλην.
κούρῃ δὲ ξύμβληντο πρὸ ἄστεος ὑδρευούσῃ, 105
θυγατέρ᾽ ἰφθίμῃ Λαιστρυγόνος Ἀντιφάταο.
ἡ μὲν ἄρ᾽ ἐς κρήνην κατεβήσετο καλλιρέεθρον
Ἀρτακίην· ἔνθεν γὰρ ὕδωρ προτὶ ἄστυ φέρεσκον·
οἱ δὲ παριστάμενοι προσεφώνεον, ἔκ τ᾽ ἐρέοντο
ὅς τις τῶνδ᾽ εἴη βασιλεὺς καὶ οἷσιν ἀνάσσοι. 110
ἡ δὲ μάλ᾽ αὐτίκα πατρὸς ἐπέφραδεν ὑψερεφὲς δῶ.
οἱ δ᾽ ἐπεὶ εἰσῆλθον κλυτὰ δώματα, τὴν δὲ γυναῖκα
εὗρον ὅσην τ᾽ ὄρεος κορυφήν, κατὰ δ᾽ ἔστυγον αὐτήν.
ἡ δ᾽ αἶψ᾽ ἐξ ἀγορῆς ἐκάλει κλυτὸν Ἀντιφατῆα,
ὃν πόσιν, ὃς δὴ τοῖσιν ἐμήσατο λυγρὸν ὄλεθρον. 115
αὐτίχ᾽ ἕνα μάρψας ἑτάρων ὁπλίσσατο δεῖπνον·
τὼ δὲ δύ᾽ ἀΐξαντε φυγῇ ἐπὶ νῆας ἱκέσθην.
αὐτὰρ ὁ τεῦχε βοὴν διὰ ἄστεος· οἱ δ᾽ ἀΐοντες
φοίτων ἴφθιμοι Λαιστρυγόνες ἄλλοθεν ἄλλος,
μυρίοι, οὐκ ἄνδρεσσιν ἐοικότες, ἀλλὰ Γίγασιν. 120
οἵ ῥ᾽ ἀπὸ πετράων ἀνδραχθέσι χερμαδίοισι
βάλλον· ἄφαρ δὲ κακὸς κόναβος κατὰ νῆας ὀρώρει
ἀνδρῶν ὀλλυμένων νηῶν θ᾽ ἅμα ἀγνυμενάων·
ἰχθῦς δ᾽ ὣς πείροντες ἀτερπέα δαῖτα φέροντο.
ὄφρ᾽ οἱ τοὺς ὄλεκον λιμένος πολυβενθέος ἐντός, 125
τόφρα δ᾽ ἐγὼ ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ
τῷ ἀπὸ πείσματ᾽ ἔκοψα νεὸς κυανοπρῴροιο.
αἶψα δ᾽ ἐμοῖς ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσα
ἐμβαλέειν κώπῃς, ἵν᾽ ὑπὲκ κακότητα φύγοιμεν·
οἱ δ᾽ ἅμα πάντες ἀνέρριψαν, δείσαντες ὄλεθρον. 130
ἀσπασίως δ᾽ ἐς πόντον ἐπηρεφέας φύγε πέτρας
νηῦς ἐμή· αὐτὰρ αἱ ἄλλαι ἀολλέες αὐτόθ᾽ ὄλοντο.