Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 1 στ. 63-124
Και τότε ο Δίας τής αποκρίθηκεν ο νεφελοστοιβάχτης:
«Ποιός λόγος, κόρη μου, σου ξέφυγε της δοντωσιάς το φράχτη;
Ν᾽ αποξεχάσω εγώ πώς γίνεται τον Οδυσσέα το θείο; 65
Περνάει στο νου κάθε άλλον άνθρωπο, και πιο απ᾽ τους άλλους έχει
θυσίες προσφέρει στους αθάνατους, που ζουν στα ουράνια πλάτη.
Μα ο Ποσειδώνας ακατάπαυτα κρατάει τη μάνητά του,
απ᾽ αφορμή μαθές που τύφλωσε τον Κύκλωπα ο Οδυσσέας,
το θεοδύναμο Πολύφημο, τον πιο αντρειωμένο σ᾽ όλους 70
μέσα τους Κύκλωπες· τον γέννησεν η Θόωσα, μια νεράιδα,
στον Ποσειδώνα, ερωτοσμίγοντας μαζί του μες στα σπήλια,
του Φόρκη η κόρη, που τη θάλασσα την άκαρπη αφεντεύει.
Για τούτο ο Ποσειδώνας μάχεται τον Οδυσσέα· δε θέλει
το θάνατό του, μα απ᾽ τον τόπο του μακριά τόνε ξορίζει. 75
Μα ελάτε τώρα εμείς οι επίλοιποι να βουλευτούμε αντάμα
πώς θα διαγείρει στην πατρίδα του· μια μέρα θα μερέψει
κι ο Ποσειδώνας· τι δε γίνεται μαζί μας να τα βάλει,
μονάχος με όλους τους αθάνατους θεούς, αθέλητά μας.»
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε: 80
«Υγιέ του Κρόνου και πατέρα μας, μες στους θεούς ο πρώτος,
αλήθεια, αν οι θεοί το θέλησαν οι τρισμακάριοι τώρα
το γνωστικό Οδυσσέα στο σπίτι του ν᾽ αφήσουν να διαγείρει,
εγώ να πούμε τότε θά ᾽λεγα του Ερμή του ψυχολάτη,
του αργοφονιά, μιαν ώρα αρχύτερα στην Ωγυγία να δράμει, 85
τον ορισμό μας τον ασάλευτο της ομορφομαλλούσας
να πει ξωθιάς, ο καρτερόψυχος να στρέψει πια Οδυσσέας.
Κι εγώ για την Ιθάκη γρήγορα κινώ, να ξεσηκώσω
το γιο του πιότερο, στα φρένα του κουράγιο να φυσήξω,
σε συντυχιά τους μακρομάλληδες Αργίτες να καλέσει, 90
και στους μνηστήρες πια ξεκάθαρα να πει να μην του σφάζουν
τα πλήθια αρνιά και τα στριφτόκερα, στριφτόζαλά του βόδια.
Στη Σπάρτη και στην Πύλο λόγιασα μετά την αμμουδάτη
να τόνε στείλω, για του κύρη του το γυρισμό να μάθει,
μαζί για ν᾽ ακουστεί περίλαμπρο στον κόσμο τ᾽ όνομά του.» 95
Είπε, και γρήγορα στα πόδια της χρυσά περνάει σαντάλια,
πανώρια, αθάνατα, που ανάλαφρα, με τις πνοές του ανέμου,
τη φέρναν πάνω απ᾽ τις απέραντες στεριές και τα πελάγη.
Κι αδράχνει το γερό κοντάρι της, το καλοακονισμένο,
το δυνατό, βαρύ, θεόρατο κοντάρι, που σκοτώνει 100
όσους ηρώους του Τρανοδύναμου την κόρη εχουν θυμώσει·
και τις κορφές του Ολύμπου αφήνοντας με βιάση εχύθη κάτω,
και στην Ιθάκη ως ήρθε, στάθηκε μπρος στου Οδυσσέα το σπίτι,
πα στο κατώφλι της αυλόπορτας, κρατώντας το κοντάρι,
με ξένο, με το Μέντη μοιάζοντας, των Ταφιωτών το ρήγα· 105
και βρήκε τότε εκεί τους πέρφανους μνηστήρες, που περνούσαν
την ώρα τους πεντάλφα παίζοντας μπρος στου σπιτιού τις πόρτες,
σε δέρματα βοδιών καθούμενοι, που τά ᾽χαν σφάξει ατοί τους.
Κράχτες και πρόθυμα παιδόπουλα τους γνοιάζουνταν· οι πρώτοι
συγκέρνααν το κρασί τους χύνοντας νερό μες στα κροντήρια, 110
κι οι άλλοι παστρεύαν με χιλιότρυπα σφουγγάρια τα τραπέζια
και τά ᾽στηναν μπροστά τους, άλλοι τους σωρό τα κρέατα κόβαν.
Πρώτος απ᾽ όλους ο θεόμορφος Τηλέμαχος την είδε·
τι μέσα στους μνηστήρες κάθουνταν με πικραμένα σπλάχνα
και τον τρανό θυμόταν κύρη του ― να πρόβελνε από κάπου 115
και τους μνηστήρες διασκορπίζοντας από το σπίτι, πάλε
να γίνει αφέντης στο παλάτι του και ρήγας τιμημένος!
Τέτοια λογιώντας κει που κάθουνταν με τους μνηστήρες είδε
την Αθηνά, και στην αυλόπορτα τρέχει γραμμή, τι εντράπη
ξένος στη θύρα του να στέκεται πολληώρα· κι ήρθε ομπρός της, 120
το χέρι το δεξιό τής έπιασε, της πήρε το κοντάρι
το χάλκινο και με ανεμάρπαστα της συντυχαίνει λόγια:
«Ξένε μου, γεια! Θα ᾽ρθείς στο σπίτι μας να σε φιλοκονέψω·
χορταίνοντας, αν θες, μολόγα μας σαν ποιά σε φέρνει ανάγκη.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς·
«τέκνον ἐμόν, ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων.
πῶς ἂν ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆος ἐγὼ θείοιο λαθοίμην, 65
ὃς περὶ μὲν νόον ἐστὶ βροτῶν, περὶ δ᾽ ἱρὰ θεοῖσιν
ἀθανάτοισιν ἔδωκε, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν;
ἀλλὰ Ποσειδάων γαιήοχος ἀσκελὲς αἰὲν
Κύκλωπος κεχόλωται, ὃν ὀφθαλμοῦ ἀλάωσεν,
ἀντίθεον Πολύφημον, ὅου κράτος ἐστὶ μέγιστον 70
πᾶσιν Κυκλώπεσσι· Θόωσα δέ μιν τέκε νύμφη,
Φόρκυνος θυγάτηρ, ἁλὸς ἀτρυγέτοιο μέδοντος,
ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι Ποσειδάωνι μιγεῖσα.
ἐκ τοῦ δὴ Ὀδυσῆα Ποσειδάων ἐνοσίχθων
οὔ τι κατακτείνει, πλάζει δ᾽ ἀπὸ πατρίδος αἴης. 75
ἀλλ᾽ ἄγεθ᾽ ἡμεῖς οἵδε περιφραζώμεθα πάντες
νόστον, ὅπως ἔλθῃσι· Ποσειδάων δὲ μεθήσει
ὃν χόλον· οὐ μὲν γάρ τι δυνήσεται ἀντία πάντων
ἀθανάτων ἀέκητι θεῶν ἐριδαινέμεν οἶος.»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη· 80
«ὦ πάτερ ἡμέτερε Κρονίδη, ὕπατε κρειόντων,
εἰ μὲν δὴ νῦν τοῦτο φίλον μακάρεσσι θεοῖσι,
νοστῆσαι Ὀδυσῆα πολύφρονα ὅνδε δόμονδε,
Ἑρμείαν μὲν ἔπειτα, διάκτορον ἀργειφόντην,
νῆσον ἐς Ὠγυγίην ὀτρύνομεν, ὄφρα τάχιστα 85
νύμφῃ ἐϋπλοκάμῳ εἴπῃ νημερτέα βουλήν,
νόστον Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος, ὥς κε νέηται.
αὐτὰρ ἐγὼν Ἰθάκην ἐσελεύσομαι, ὄφρα οἱ υἱὸν
μᾶλλον ἐποτρύνω καί οἱ μένος ἐν φρεσὶ θείω,
εἰς ἀγορὴν καλέσαντα κάρη κομόωντας Ἀχαιοὺς 90
πᾶσι μνηστήρεσσιν ἀπειπέμεν, οἵ τέ οἱ αἰεὶ
μῆλ᾽ ἁδινὰ σφάζουσι καὶ εἰλίποδας ἕλικας βοῦς.
πέμψω δ᾽ ἐς Σπάρτην τε καὶ ἐς Πύλον ἠμαθόεντα
νόστον πευσόμενον πατρὸς φίλου, ἤν που ἀκούσῃ,
ἠδ᾽ ἵνα μιν κλέος ἐσθλὸν ἐν ἀνθρώποισιν ἔχῃσιν.» 95
Ὣς εἰποῦσ᾽ ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα,
ἀμβρόσια χρύσεια, τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ᾽ ὑγρὴν
ἠδ᾽ ἐπ᾽ ἀπείρονα γαῖαν ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο.
εἵλετο δ᾽ ἄλκιμον ἔγχος, ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ,
βριθὺ μέγα στιβαρόν, τῷ δάμνησι στίχας ἀνδρῶν 100
ἡρώων, τοῖσίν τε κοτέσσεται ὀβριμοπάτρη.
βῆ δὲ κατ᾽ Οὐλύμποιο καρήνων ἀΐξασα,
στῆ δ᾽ Ἰθάκης ἐνὶ δήμῳ ἐπὶ προθύροις Ὀδυσῆος,
οὐδοῦ ἐπ᾽ αὐλείου· παλάμῃ δ᾽ ἔχε χάλκεον ἔγχος,
εἰδομένη ξείνῳ, Ταφίων ἡγήτορι, Μέντῃ. 105
εὗρε δ᾽ ἄρα μνηστῆρας ἀγήνορας. οἱ μὲν ἔπειτα
πεσσοῖσι προπάροιθε θυράων θυμὸν ἔτερπον,
ἥμενοι ἐν ῥινοῖσι βοῶν, οὓς ἔκτανον αὐτοί.
κήρυκες δ᾽ αὐτοῖσι καὶ ὀτρηροὶ θεράποντες
οἱ μὲν ἄρ᾽ οἶνον ἔμισγον ἐνὶ κρητῆρσι καὶ ὕδωρ, 110
οἱ δ᾽ αὖτε σπόγγοισι πολυτρήτοισι τραπέζας
νίζον καὶ πρότιθεν, τοὶ δὲ κρέα πολλὰ δατεῦντο.
Τὴν δὲ πολὺ πρῶτος ἴδε Τηλέμαχος θεοειδής,
ἧστο γὰρ ἐν μνηστῆρσι φίλον τετιημένος ἦτορ,
ὀσσόμενος πατέρ᾽ ἐσθλὸν ἐνὶ φρεσίν, εἴ ποθεν ἐλθὼν 115
μνηστήρων τῶν μὲν σκέδασιν κατὰ δώματα θείη,
τιμὴν δ᾽ αὐτὸς ἔχοι καὶ κτήμασιν οἷσιν ἀνάσσοι.
τὰ φρονέων μνηστῆρσι μεθήμενος εἴσιδ᾽ Ἀθήνην.
βῆ δ᾽ ἰθὺς προθύροιο, νεμεσσήθη δ᾽ ἐνὶ θυμῷ
ξεῖνον δηθὰ θύρῃσιν ἐφεστάμεν· ἐγγύθι δὲ στὰς 120
χεῖρ᾽ ἕλε δεξιτερὴν καὶ ἐδέξατο χάλκεον ἔγχος,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Χαῖρε, ξεῖνε, παρ᾽ ἄμμι φιλήσεαι· αὐτὰρ ἔπειτα
δείπνου πασσάμενος μυθήσεαι ὅττεό σε χρή.»