Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 6 στ. 1-71
Έτσι απομείναν πια στον πόλεμο μονάχοι οι Τρώες κι οι Αργίτες,
κι άπλωσε η μάχη ακόμα πιότερο μια δώθε και μια κείθε
στον κάμπο, ανάμεσα στου Σκάμαντρου και στου Σιμόη το ρέμα,
ο ένας στον άλλο απάνω ως έριχναν με τα χαλκά κοντάρια.
Ο τελαμώνιος Αίας πρωτόσπασε, των Αχαιών ο πύργος, 5
των Τρώων τη φάλαγγα και χάρισε το φως στους σύντροφούς του,
τον πιο αντρειωμένο πετυχαίνοντας μες στους Θρακιώτες όλους,
το γιο του Ευσώρου, τον Ακάμαντα τον αντρειανό, το μέγα.
Πρώτος τού χτύπησε το κέρατο στο αλογουρίσιο κράνος·
τρυπάει το μέτωπο και πέρασε το κόκαλο ως τα μέσα 10
ο χάλκινος χαλός, και σκέπασε τα μάτια του σκοτάδι.
Μετά ο Διομήδης ο βροντόφωνος τον Άξυλο σκοτώνει,
το γιο του Τεύθρα, στην καλόχτιστη που ζούσε την Αρίσβη,
κι είχε και βιος τρανό κι ολόκαρδα τον αγαπούσαν όλοι,
τι ήταν στη στράτα απά το σπίτι του και φίλευε τον κόσμο. 15
Κι όμως την ώρα αυτή δε στάθηκε κανένας τους μπροστά του,
να τον γλιτώσει από το θάνατο· σκοτώθηκαν κι οι δυο τους
τότε μαζί, κι αυτός κι ο ακράνης του Καλήσιος, που τα γκέμια
κρατούσε απ᾽ τ᾽ άτια, κι έτσι βούλιαξαν συντροφιαστοί στον Άδη.
Το Δρήσο ακόμα ο Ευρύαλος έριξε και τον Οφέλτιο κάτω, 20
κι ήρθε μετά η σειρά του Πήδασου και του Αίσηπου· τους είχε
από νεράιδα, την Αβάρβαρην, ο Βουκολίωνας κάνει·
κι ο Βουκολίωνας το Λαομέδοντα τον αντρειανό ειχε κύρη,
κι ήταν ο γιος του ο μεγαλύτερος, μα κλεφτογεννημένος·
με τη νεράιδα τούτος έσμιξε, τα πρόβατα ως βοσκούσε, 25
κι αυτή γκαστρώθη και του γέννησε δυο γιους από μια γέννα.
Και τώρα εκείνος τούς παράλυσε και γόνατα και φόρα,
ο γιος του Μηκιστέα, και τ᾽ άρματα τους πήρε από τους ώμους.
Κι ο Αστύαλος πέφτει απ᾽ τον πολέμαρχο τον Πολυποίτη κάτω·
μετά ο Οδυσσέας με το κοντάρι του σκοτώνει τον Πιδύτη 30
απ᾽ την Περκώτη, και τον άψεγο τον Αρετάονα ο Τεύκρος.
Κι ο Αντίλοχος, ο γιος του Νέστορα, τον Άβληρο βαρίσκει
με το κοντάρι, κι ο Αγαμέμνονας τον Έλατο, που ζούσε
στην Πήδασο, στου ομορφορέματου του Σατνιόη τους όχτους.
Κι ο Λήτος ο αντρειωμένος σκότωσε το Φύλακο, την ώρα 35
μπροστά του πού ᾽φευγε, κι ο Ευρύπυλος τον αντρειανό Μελάνθιο.
Μετά ο Μενέλαος ο βροντόφωνος τον Άδραστο τσακώνει
ζωντάρι· τ᾽ άτια του που σκιάχτηκαν και τρέχαν μες στον κάμπο
σε αρμυριχιάς κλαδί μπερδεύτηκαν, κι ως τού ᾽σπασαν τ᾽ αμάξι
στου τιμονιού την άκρη, τό ᾽βαλαν στα πόδια για το κάστρο, 40
κει που και τ᾽ άλλα ετρέχαν άλογα, σαν τά ᾽πιανε τρομάρα.
Κι εκείνος έξω από το αμάξι του πλάι στον τροχό, στη σκόνη,
μπρούμυτα, απίστομα, κυλίστηκε· κι ήρθε ο Μενέλαος μπρος του,
ο γιος του Ατρέα, με το μακρόισκιωτο κοντάρι του κι εστάθη.
Κι ο Άδραστος τού ᾽πιασε τα γόνατα και τον παρακαλιόταν: 45
«Υγιέ του Ατρέα, ζωντάρι πιάσε με, και ξαγορά παράξια
δέξου απ᾽ τον κύρη μου· στο σπίτι του μύρια αγαθά βρισκόνται,
χρυσάφι και χαλκός και σίδερο με κόπο δουλεμένο.
Αρίφνητα από τούτα θά ᾽δινε για ξαγορά μου ο κύρης,
πως είμαι ζωντανός αν μάθαινε στ᾽ αργίτικα καράβια.» 50
Είπε, και την καρδιά μαλάκωσε στου γιου του Ατρέα τα στήθη,
κι ότι λογάριαζε του ακράνη του να πει να τόνε πάρει
και να τον πάει στ᾽ αργίτικα άρμενα, πετάχτη ξάφνου ομπρός του
γοργοτρεχάτος ο Αγαμέμνονας και λέει μαλώνοντάς τον:
«Καημένε εσύ Μενέλαε, γνοιάζεσαι τόσο για τούτους τώρα; 55
Καλά μαθές σου το συγύρισαν οι Τρώες το σπιτικό σου!
Όχι, κανείς τους απ᾽ τα χέρια μας κι από το μαύρο Χάρο
να μη γλιτώσει, ουδ᾽ όποιο αγέννητο στης μάνας του τα σπλάχνα
κρυμμένο ακόμα αγόρι βρίσκεται, κι αυτό να μη γλιτώσει,
μόν᾽ όλοι σύψυχοι άχναροι, άκλαφτοι μέσ᾽ απ᾽ την Τροία να σβήσουν!» 60
Είπε ο αντρειωμένος και μετάστρεψε τη γνώμη του αδερφού του,
σωστά μιλώντας· με το χέρι του τον Άδραστο αποδιώχνει
αμπώθοντάς τον κι ο Αγαμέμνονας ευτύς ο πρωταφέντης
πα στο λαγγόνι τον εχτύπησε και τον ξαπλώνει χάμω·
μετά, πατώντας τον, ανάσπασε το φράξινο κοντάρι. 65
Kαι τότε ο Νέστορας γκαρδιώνοντας τους Δαναούς φωνάζει:
«Αργίτες αντρειωμένοι, φίλοι μου, πιστοί συντρόφοι του Άρη,
στα κούρσα μη ριχτεί κανένας σας και μείνει τώρα πίσω,
για να γυρίσει στο καράβι του περίσσια κουβαλώντας·
μόνο ας ριχτούμε κι ας σκοτώνουμε· μετά με τη βολή σας 70
στον κάμπο τα κουφάρια γδύνετε των σκοτωμένων όλα.»
Τρώων δ᾽ οἰώθη καὶ Ἀχαιῶν φύλοπις αἰνή·
πολλὰ δ᾽ ἄρ᾽ ἔνθα καὶ ἔνθ᾽ ἴθυσε μάχη πεδίοιο
ἀλλήλων ἰθυνομένων χαλκήρεα δοῦρα,
μεσσηγὺς Σιμόεντος ἰδὲ Ξάνθοιο ῥοάων.
Αἴας δὲ πρῶτος Τελαμώνιος, ἕρκος Ἀχαιῶν, 5
Τρώων ῥῆξε φάλαγγα, φόως δ᾽ ἑτάροισιν ἔθηκεν,
ἄνδρα βαλὼν ὃς ἄριστος ἐνὶ Θρῄκεσσι τέτυκτο,
υἱὸν Ἐϋσσώρου, Ἀκάμαντ᾽ ἠΰν τε μέγαν τε.
τόν ῥ᾽ ἔβαλε πρῶτος κόρυθος φάλον ἱπποδασείης,
ἐν δὲ μετώπῳ πῆξε, πέρησε δ᾽ ἄρ᾽ ὀστέον εἴσω 10
αἰχμὴ χαλκείη· τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν.
Ἄξυλον δ᾽ ἄρ᾽ ἔπεφνε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης
Τευθρανίδην, ὃς ἔναιεν ἐϋκτιμένῃ ἐν Ἀρίσβῃ
ἀφνειὸς βιότοιο, φίλος δ᾽ ἦν ἀνθρώποισι·
πάντας γὰρ φιλέεσκεν ὁδῷ ἔπι οἰκία ναίων. 15
ἀλλά οἱ οὔ τις τῶν γε τότ᾽ ἤρκεσε λυγρὸν ὄλεθρον
πρόσθεν ὑπαντιάσας, ἀλλ᾽ ἄμφω θυμὸν ἀπηύρα,
αὐτὸν καὶ θεράποντα Καλήσιον, ὅς ῥα τόθ᾽ ἵππων
ἔσκεν ὑφηνίοχος· τὼ δ᾽ ἄμφω γαῖαν ἐδύτην.
Δρῆσον δ᾽ Εὐρύαλος καὶ Ὀφέλτιον ἐξενάριξε· 20
βῆ δὲ μετ᾽ Αἴσηπον καὶ Πήδασον, οὕς ποτε νύμφη
νηῒς Ἀβαρβαρέη τέκ᾽ ἀμύμονι Βουκολίωνι.
Βουκολίων δ᾽ ἦν υἱὸς ἀγαυοῦ Λαομέδοντος
πρεσβύτατος γενεῇ, σκότιον δέ ἑ γείνατο μήτηρ·
ποιμαίνων δ᾽ ἐπ᾽ ὄεσσι μίγη φιλότητι καὶ εὐνῇ, 25
ἡ δ᾽ ὑποκυσαμένη διδυμάονε γείνατο παῖδε.
καὶ μὲν τῶν ὑπέλυσε μένος καὶ φαίδιμα γυῖα
Μηκιστηϊάδης καὶ ἀπ᾽ ὤμων τεύχε᾽ ἐσύλα.
Ἀστύαλον δ᾽ ἄρ᾽ ἔπεφνε μενεπτόλεμος Πολυποίτης·
Πιδύτην δ᾽ Ὀδυσεὺς Περκώσιον ἐξενάριξεν 30
ἔγχεϊ χαλκείῳ, Τεῦκρος δ᾽ Ἀρετάονα δῖον.
Ἀντίλοχος δ᾽ Ἄβληρον ἐνήρατο δουρὶ φαεινῷ
Νεστορίδης, Ἔλατον δὲ ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων·
ναῖε δὲ Σατνιόεντος ἐϋρρείταο παρ᾽ ὄχθας
Πήδασον αἰπεινήν. Φύλακον δ᾽ ἕλε Λήϊτος ἥρως 35
φεύγοντ᾽· Εὐρύπυλος δὲ Μελάνθιον ἐξενάριξεν.
Ἄδρηστον δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος
ζωὸν ἕλ᾽· ἵππω γάρ οἱ ἀτυζομένω πεδίοιο,
ὄζῳ ἔνι βλαφθέντε μυρικίνῳ, ἀγκύλον ἅρμα
ἄξαντ᾽ ἐν πρώτῳ ῥυμῷ αὐτὼ μὲν ἐβήτην 40
πρὸς πόλιν, ᾗ περ οἱ ἄλλοι ἀτυζόμενοι φοβέοντο,
αὐτὸς δ᾽ ἐκ δίφροιο παρὰ τροχὸν ἐξεκυλίσθη
πρηνὴς ἐν κονίῃσιν ἐπὶ στόμα· πὰρ δέ οἱ ἔστη
Ἀτρεΐδης Μενέλαος, ἔχων δολιχόσκιον ἔγχος.
Ἄδρηστος δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα λαβὼν ἐλίσσετο γούνων· 45
«ζώγρει, Ἀτρέος υἱέ, σὺ δ᾽ ἄξια δέξαι ἄποινα·
πολλὰ δ᾽ ἐν ἀφνειοῦ πατρὸς κειμήλια κεῖται,
χαλκός τε χρυσός τε πολύκμητός τε σίδηρος,
τῶν κέν τοι χαρίσαιτο πατὴρ ἀπερείσι᾽ ἄποινα,
εἴ κεν ἐμὲ ζωὸν πεπύθοιτ᾽ ἐπὶ νηυσὶν Ἀχαιῶν.» 50
Ὣς φάτο, τῷ δ᾽ ἄρα θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἔπειθε·
καὶ δή μιν τάχ᾽ ἔμελλε θοὰς ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν
δώσειν ᾧ θεράποντι καταξέμεν· ἀλλ᾽ Ἀγαμέμνων
ἀντίος ἦλθε θέων, καὶ ὁμοκλήσας ἔπος ηὔδα·
«ὦ πέπον, ὦ Μενέλαε, τίη δὲ σὺ κήδεαι οὕτως 55
ἀνδρῶν; ἦ σοὶ ἄριστα πεποίηται κατὰ οἶκον
πρὸς Τρώων; τῶν μή τις ὑπεκφύγοι αἰπὺν ὄλεθρον
χεῖράς θ᾽ ἡμετέρας, μηδ᾽ ὅν τινα γαστέρι μήτηρ
κοῦρον ἐόντα φέροι, μηδ᾽ ὃς φύγοι, ἀλλ᾽ ἅμα πάντες
Ἰλίου ἐξαπολοίατ᾽ ἀκήδεστοι καὶ ἄφαντοι.» 60
Ὣς εἰπὼν ἔτρεψεν ἀδελφειοῦ φρένας ἥρως,
αἴσιμα παρειπών· ὁ δ᾽ ἀπὸ ἕθεν ὤσατο χειρὶ
ἥρω᾽ Ἄδρηστον· τὸν δὲ κρείων Ἀγαμέμνων
οὖτα κατὰ λαπάρην· ὁ δ᾽ ἀνετράπετ᾽, Ἀτρεΐδης δὲ
λὰξ ἐν στήθεσι βὰς ἐξέσπασε μείλινον ἔγχος. 65
Νέστωρ δ᾽ Ἀργείοισιν ἐκέκλετο μακρὸν ἀΰσας·
«ὦ φίλοι ἥρωες Δαναοί, θεράποντες Ἄρηος,
μή τις νῦν ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος μετόπισθε
μιμνέτω, ὥς κε πλεῖστα φέρων ἐπὶ νῆας ἵκηται,
ἀλλ᾽ ἄνδρας κτείνωμεν· ἔπειτα δὲ καὶ τὰ ἕκηλοι 70
νεκροὺς ἂμ πεδίον συλήσετε τεθνηῶτας.»