Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 5 στ. 1-75
Τότε η Αθηνά στον πολεμόχαρο Διομήδη, του Τυδέα
το γιο, καρδιά και δύναμη έδωκε, μες στους Αργίτες όλους
να ξεχωρίσει και περίλαμπρο να γίνει τ᾽ όνομά του.
Κι άναβε αδάμαστη απ᾽ το κράνος του φωτιά κι απ᾽ το σκουτάρι,
ίδια με τ᾽ άστρο του χινόπωρου, λουσμένο από το ρέμα 5
του Ωκεανού ως προβάλλει, ανάφεγγη φωτοβολή σκορπώντας.
Τέτοια η θεά απ᾽ τους ώμους του άναβε κι απ᾽ το κεφάλι φλόγα,
κι εκεί στη μέση, στο συντάραχο τον σπρώχνει του πολέμου.
Κάποιος εζούσε πλούσιος κι άψεγος μέσα στους Τρώες, ο Δάρης,
του Ηφαίστου λειτουργός, κι αξιώθηκε δυο νά ᾽χει, το Φηγέα 10
και τον Ιδαίο, παιδιά, που κάτεχαν πάσα πολέμου τέχνη.
Τούτοι απ᾽ τους άλλους τώρα ξέκοψαν κι απάνω του ριχτήκαν,
στο αμάξι αυτοί, μα εκείνος χύθηκε πεζός, απά στο χώμα.
Κι όπως τρεχάτοι κοντοζύγωσαν χιμώντας ο ένας του άλλου,
το μακρογίσκιωτο κοντάρι του ρίχνει ο Φηγέας πιο πρώτα· 15
μ᾽ απ᾽ του Διομήδη απάνω επέρασε το ζερβόν ώμο η μύτη
του κονταριού και δεν τον πέτυχε· μετά και κείνος ρίχνει,
και το κοντάρι από το χέρι του δεν έφυγε του κάκου·
στο στήθος τον χτυπάει μεσόβυζα κι απ᾽ τ᾽ άτια τον γκρεμίζει.
Ευτύς ο Ιδαίος το αμάξι τ᾽ όμορφο, πηδώντας κάτω, αφήνει, 20
κι ουδέ τον αδερφό του εβάσταξε νεκρό να διαφεντέψει.
Κι ούτε κι αυτός μαθές θα ξέφευγε τη μαύρη Μοίρα τότε,
αν δεν τον γλίτωνεν ο Ήφαιστος με νύχτα σκέποντάς τον,
καημός μην πέσει αλήθεια αβάσταχτος στο γέρο τους πατέρα.
Και τότε τ᾽ άλογα ο τρανόψυχος γιος του Τυδέα ξεκόβει 25
κι αφήνει να τα παν οι σύντροφοι στα βαθουλά καράβια.
Κι οι Τρώες ευτύς οι λιονταρόκαρδοι τους γιους του Δάρη ως είδαν
τον έναν πού ᾽φευγε, στο αμάξι του τον άλλο πλάι πεσμένο,
τρομάξαν όλοι. Κι η γλαυκόματη τότε Αθηνά απ᾽ το χέρι
τον Άρη πιάνει τον πολέμαρχο κι έτσι μιλώντας είπε: 30
«Άρη φονιά κι αιματοστάλαχτε και καστροκαταλύτη,
τώρα ν᾽ αφήσουμε ―τί θά ᾽λεγες;― οι Τρώες κι οι Αργίτες μόνοι
να χτυπηθούν εδώ, και σ᾽ όποιον τους χαρίσει ο Δίας τη νίκη·
κι εμείς να φύγουμε, του κύρη μας η οργή μη μας πλακώσει.»
Έτσι είπε, κι απ᾽ τη μάχη ετράβηξε τον αντρειωμένον Άρη 35
και τον καθίζει απά στου Σκάμαντρου τον καλαμόφυτο όχτο·
κι ευτύς τους Τρώες οι Αργίτες τσάκισαν· κάθε αρχηγός τους έναν
χαλάει, και πρώτος ο Αγαμέμνονας χιμώντας τον Οδίο
έξω απ᾽ τ᾽ αμάξι του, τον κύβερνο των Αλιζώνων, ρίχνει·
τι ως πρώτος έστριβε, στη ράχη του καρφώνει το κοντάρι 40
μεσοπλατίς, και κείνο διάβηκε το στήθος πέρα ως πέρα.
Βαρύς σωριάστη κι από πάνω του βροντήξαν τ᾽ άρματά του.
Κι ο Ιδομενέας το Φαίστο σκότωσε, το γιο του Μαίονα Βώρου,
που αλάργα από την παχιοχώματη την Τάρνη ήταν φτασμένος.
Με το μακρύ του ο πολεμόχαρος Ιδομενέας κοντάρι 45
στον ώμο το δεξιό τον πέτυχε, στο αμάξι του ως πηδούσε,
κι έπεσε χάμω, και στα μάτια του φριχτό σκοτάδι εχύθη.
Την ώρα τον νεκρό που οι σύντροφοι του Ιδομενέα γυμνώναν,
ο γιος του Ατρέα Μενέλαος ρίχνοντας το μυτερό κοντάρι
τον άξιο αγριμολόγο εσκότωσε Σκαμάντριο, που του Στρόφιου 50
γιος ήταν, κυνηγάρης άφταστος, τι τού ᾽χε μάθει ατή της
η Άρτεμη κάθε αγρίμι πού ᾽βοσκε στους λόγγους να σκοτώνει.
Η Άρτεμη ωστόσο δεν τον βόηθησεν η σαγιτεύτρα τότε,
μήτε οι καλές ριξιές του, όπου άλλοτε κρατούσε τα πρωτάτα·
τι ο γιος του Ατρέα Μενέλαος χίμιξε, τρανός κονταρομάχος, 55
κι ομπρός του ως έφευγε, στη ράχη του τον κρούει με το κοντάρι
μεσοπλατίς, και κείνο διάβηκε το στήθος πέρα ως πέρα.
Πίστομα πέφτει κι από πάνω του βροντήξαν τ᾽ άρματά του.
Το Φέρεκλο, το γιο του Τέχτονα, μετά ο Μηριόνης ρίχνει,
το αγγόνι του Άρμονα, που δούλευε με μαστοριά το ξύλο, 60
κάθε λογής, κι αγάπη ξέχωρη τού ᾽χε η Αθηνά Παλλάδα.
Αυτός του Αλέξαντρου τα ισόβαρα καράβια ειχε φτιασμένα,
αρχή της συφοράς, που εστάθηκαν στους Τρώες κακό, κι ακόμα
στον ίδιο εκείνον, τι δεν κάτεχε τα θεία τα μαντολόγια.
Ως ο Μηριόνης κυνηγώντας τον ήρθε κοντά, τον βρήκε 65
πα στο δεξιό γλουτό, και πρόβαλε του κονταριού του η μύτη
πέρα μεριά, κάτω απ᾽ το κόκαλο, στης φούσκας πλάι τα μέρη.
Στα γόνα βόγγοντας σωριάζεται και τον σκεπάζει ο χάρος.
Κι ο Μέγης τον υγιό του Αντήνορα, τον Πήδαιο, θανατώνει,
πού ᾽χε η Θεανώ αναστήσει η αρχόντισσα, κι ας ήταν κλεφτογέννα, 70
με τ᾽ άλλα της παιδιά αξεχώριστα, του αντρός της για χατίρι.
Τώρα τον είχε ο κονταρόχαρος γιος του Φυλέα σιμώσει,
και πίσω στο κεφάλι τού ᾽ριξε, στο σβέρκο, και περνώντας
μέσα απ᾽ τα δόντια το κοντάρι του βαθιά τη γλώσσα κόβει.
Στη γη σωριάστη, και τα δόντια του τον κρύο χαλκό δαγκώσαν. 75
Ἔνθ᾽ αὖ Τυδεΐδῃ Διομήδεϊ Παλλὰς Ἀθήνη
δῶκε μένος καὶ θάρσος, ἵν᾽ ἔκδηλος μετὰ πᾶσιν
Ἀργείοισι γένοιτο ἰδὲ κλέος ἐσθλὸν ἄροιτο·
δαῖέ οἱ ἐκ κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος ἀκάματον πῦρ,
ἀστέρ᾽ ὀπωρινῷ ἐναλίγκιον, ὅς τε μάλιστα 5
λαμπρὸν παμφαίνῃσι λελουμένος Ὠκεανοῖο·
τοῖόν οἱ πῦρ δαῖεν ἀπὸ κρατός τε καὶ ὤμων,
ὦρσε δέ μιν κατὰ μέσσον, ὅθι πλεῖστοι κλονέοντο.
Ἦν δέ τις ἐν Τρώεσσι Δάρης, ἀφνειὸς ἀμύμων,
ἱρεὺς Ἡφαίστοιο· δύω δέ οἱ υἱέες ἤστην, 10
Φηγεὺς Ἰδαῖός τε, μάχης εὖ εἰδότε πάσης.
τώ οἱ ἀποκρινθέντε ἐναντίω ὁρμηθήτην·
τὼ μὲν ἀφ᾽ ἵπποιιν, ὁ δ᾽ ἀπὸ χθονὸς ὄρνυτο πεζός.
οἱ δ᾽ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ἰόντες,
Φηγεύς ῥα πρότερος προΐει δολιχόσκιον ἔγχος· 15
Τυδεΐδεω δ᾽ ὑπὲρ ὦμον ἀριστερὸν ἤλυθ᾽ ἀκωκὴ
ἔγχεος, οὐδ᾽ ἔβαλ᾽ αὐτόν· ὁ δ᾽ ὕστερος ὄρνυτο χαλκῷ
Τυδεΐδης· τοῦ δ᾽ οὐχ ἅλιον βέλος ἔκφυγε χειρός,
ἀλλ᾽ ἔβαλε στῆθος μεταμάζιον, ὦσε δ᾽ ἀφ᾽ ἵππων.
Ἰδαῖος δ᾽ ἀπόρουσε λιπὼν περικαλλέα δίφρον, 20
οὐδ᾽ ἔτλη περιβῆναι ἀδελφειοῦ κταμένοιο·
οὐδὲ γὰρ οὐδέ κεν αὐτὸς ὑπέκφυγε κῆρα μέλαιναν,
ἀλλ᾽ Ἥφαιστος ἔρυτο, σάωσε δὲ νυκτὶ καλύψας,
ὡς δή οἱ μὴ πάγχυ γέρων ἀκαχήμενος εἴη.
ἵππους δ᾽ ἐξελάσας μεγαθύμου Τυδέος υἱὸς 25
δῶκεν ἑταίροισιν κατάγειν κοίλας ἐπὶ νῆας.
Τρῶες δὲ μεγάθυμοι ἐπεὶ ἴδον υἷε Δάρητος
τὸν μὲν ἀλευάμενον, τὸν δὲ κτάμενον παρ᾽ ὄχεσφι,
πᾶσιν ὀρίνθη θυμός· ἀτὰρ γλαυκῶπις Ἀθήνη
χειρὸς ἑλοῦσ᾽ ἐπέεσσι προσηύδα θοῦρον Ἄρηα· 30
«Ἆρες Ἄρες βροτολοιγέ, μιαιφόνε, τειχεσιπλῆτα,
οὐκ ἂν δὴ Τρῶας μὲν ἐάσαιμεν καὶ Ἀχαιοὺς
μάρνασθ᾽, ὁπποτέροισι πατὴρ Ζεὺς κῦδος ὀρέξῃ,
νῶϊ δὲ χαζώμεσθα, Διὸς δ᾽ ἀλεώμεθα μῆνιν;»
Ὣς εἰποῦσα μάχης ἐξήγαγε θοῦρον Ἄρηα· 35
τὸν μὲν ἔπειτα καθεῖσεν ἐπ᾽ ἠϊόεντι Σκαμάνδρῳ,
Τρῶας δ᾽ ἔκλιναν Δαναοί· ἕλε δ᾽ ἄνδρα ἕκαστος
ἡγεμόνων· πρῶτος δὲ ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων
ἀρχὸν Ἁλιζώνων Ὀδίον μέγαν ἔκβαλε δίφρου·
πρώτῳ γὰρ στρεφθέντι μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξεν 40
ὤμων μεσσηγύς, διὰ δὲ στήθεσφιν ἔλασσε,
δούπησεν δὲ πεσών, ἀράβησε δὲ τεύχε᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ.
Ἰδομενεὺς δ᾽ ἄρα Φαῖστον ἐνήρατο Μῄονος υἱὸν
Βώρου, ὃς ἐκ Τάρνης ἐριβώλακος εἰληλούθει.
τὸν μὲν ἄρ᾽ Ἰδομενεὺς δουρικλυτὸς ἔγχεϊ μακρῷ 45
νύξ᾽ ἵππων ἐπιβησόμενον κατὰ δεξιὸν ὦμον·
ἤριπε δ᾽ ἐξ ὀχέων, στυγερὸς δ᾽ ἄρα μιν σκότος εἷλε.
Τὸν μὲν ἄρ᾽ Ἰδομενῆος ἐσύλευον θεράποντες·
υἱὸν δὲ Στροφίοιο Σκαμάνδριον, αἵμονα θήρης,
Ἀτρεΐδης Μενέλαος ἕλ᾽ ἔγχεϊ ὀξυόεντι, 50
ἐσθλὸν θηρητῆρα· δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις αὐτὴ
βάλλειν ἄγρια πάντα, τά τε τρέφει οὔρεσιν ὕλη·
ἀλλ᾽ οὔ οἱ τότε γε χραῖσμ᾽ Ἄρτεμις ἰοχέαιρα,
οὐδὲ ἑκηβολίαι, ᾗσιν τὸ πρίν γ᾽ ἐκέκαστο·
ἀλλά μιν Ἀτρεΐδης δουρικλειτὸς Μενέλαος 55
πρόσθεν ἕθεν φεύγοντα μετάφρενον οὔτασε δουρὶ
ὤμων μεσσηγύς, διὰ δὲ στήθεσφιν ἔλασσεν,
ἤριπε δὲ πρηνής, ἀράβησε δὲ τεύχε᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ.
Μηριόνης δὲ Φέρεκλον ἐνήρατο, τέκτονος υἱὸν
Ἁρμονίδεω, ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα 60
τεύχειν· ἔξοχα γάρ μιν ἐφίλατο Παλλὰς Ἀθήνη·
ὃς καὶ Ἀλεξάνδρῳ τεκτήνατο νῆας ἐΐσας
ἀρχεκάκους, αἳ πᾶσι κακὸν Τρώεσσι γένοντο
οἷ τ᾽ αὐτῷ, ἐπεὶ οὔ τι θεῶν ἐκ θέσφατα ᾔδη.
τὸν μὲν Μηριόνης, ὅτε δὴ κατέμαρπτε διώκων, 65
βεβλήκει γλουτὸν κατὰ δεξιόν· ἡ δὲ διαπρὸ
ἀντικρὺ κατὰ κύστιν ὑπ᾽ ὀστέον ἤλυθ᾽ ἀκωκή·
γνὺξ δ᾽ ἔριπ᾽ οἰμώξας, θάνατος δέ μιν ἀμφεκάλυψε.
Πήδαιον δ᾽ ἄρ᾽ ἔπεφνε Μέγης, Ἀντήνορος υἱόν,
ὅς ῥα νόθος μὲν ἔην, πύκα δ᾽ ἔτρεφε δῖα Θεανὼ 70
ἶσα φίλοισι τέκεσσι, χαριζομένη πόσεϊ ᾧ.
τὸν μὲν Φυλεΐδης δουρικλυτὸς ἐγγύθεν ἐλθὼν
βεβλήκει κεφαλῆς κατὰ ἰνίον ὀξέϊ δουρί·
ἀντικρὺ δ᾽ ἀν᾽ ὀδόντας ὑπὸ γλῶσσαν τάμε χαλκός·
ἤριπε δ᾽ ἐν κονίῃ, ψυχρὸν δ᾽ ἕλε χαλκὸν ὀδοῦσιν. 75