Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 23 στ. 1-53
Έτσι στο κάστρο ετούτοι εμύρουνταν· κι από την άλλη οι Αργίτες,
σύντας πια φτάσαν στον Ελλήσποντο και στα καράβια γύρω,
οι άλλοι σκορπίσαν στα καράβια τους· οι Μυρμιδόνες μόνο
δεν ήθελε ο Αχιλλέας ο αντρόκαρδος να σκορπιστούν ακόμα,
κι έτσι μιλάει στους πολεμόχαρους συντρόφους του γυρνώντας: 5
«Γοργαλογάδες Μυρμιδόνες μου, συντρόφοι μπιστεμένοι,
κάτω απ᾽ τ᾽ αμάξια τα μονόνυχα να μην ξεζέψουμε άτια,
μόνο ας θρηνήσουμε τον Πάτροκλο, με αλόγατα κι αμάξια
ζυγώνοντάς τον· τι όσοι πέθαναν άλλη δε λάχαν χάρη.
Και σύντας το πικρό το σύθρηνο θά ᾽χουμε πια χορτάσει, 10
τ᾽ άτια θα λύσουμε, το δείπνο μας εδώ όλοι να γνοιαστούμε.»
Είπε ο Αχιλλέας, και πρώτος κίνησε το θρήνο, κι οι άλλοι ακλούθουν,
και τ᾽ άτια τρεις φορές κυκλόφεραν μπρος στο νεκρό με βόγγους,
κι ήταν η Θέτη που συδαύλιζε του θρήνου τη λαχτάρα.
Η άμμο πλημμύριζε, πλημμύριζαν και των αντρών οι αρμάτες 15
από τα δάκρυα, τι πολέμαρχο τέτοιο τρανό ειχαν χάσει·
και πρώτος ο Αχιλλέας εκίνησε πικρό το μοιρολόγι,
τα χέρια τ᾽ αντροφόνα απλώνοντας στου ακράνη του τα στήθη:
«Γεια και χαρά σου πάντα, Πάτροκλε, κι ας βρίσκεσαι στον Άδη!
Νά που τελεύουν όσα σού ᾽ταξα πιο πριν, εδώ να σύρω, 20
να ρίξω στα σκυλιά τον Έχτορα κι ωμό να τον σπαράξουν·
και δώδεκα τρανά αρχοντόπουλα μπροστά από την πυρά σου
των Τρώων να σφάξω, τι μου εφρένιασε τα σπλάχνα ο σκοτωμός σου.»
Αυτά ειπε, και δουλειές αταίριαστες του Εχτόρου κάνει τότε·
δίπλα στου Πάτροκλου τον ξάπλωσε την κλίνη, μες στη σκόνη, 25
τ᾽ απίστομα. Κι εκείνοι ως τ᾽ άρματα τα χάλκινα γδυθήκαν,
τ᾽ αστραποβόλα, λύνουν τ᾽ άλογα τα ψιλοχλιμιντράτα,
και στου Αχιλλέα του φτεροπόδαρου πλάι το καράβι εκάτσαν,
αρίφνητοι· κι αυτός τούς έστρωνε τη μακαριά να φάνε.
Πλήθος ταυριά τρογύρα εξάπλωναν, με το χαλκό σφαγμένα, 30
στραφταλιστά, και πλήθος πρόβατα, πλήθος βελάστρες γίδες·
πλήθος ακόμα χοίροι, πού ᾽πλεχαν στο ξίγκι, ασπροδοντάτοι,
καψαλιζόνταν πάνω στου Ήφαιστου τη φλόγα τεντωμένοι·
και γύρα απ᾽ το νεκρό ξεχύνουνταν σα βρυσικό το γαίμα.
Κι ωστόσο τον τρανό, φτερόποδο γιο του Πηλέα μαζί τους 35
παίρναν να παν στον Αγαμέμνονα των Αχαιών οι αρχόντοι,
με πλήθιο κόπο, τι του ακράνη του τον έπνιγεν ο πόνος.
Κι ως στο καλύβι του Αγαμέμνονα φτάσαν μαζί, προστάζουν
τους βροντερόφωνους διαλάληδες πα στη φωτιά να στήσουν
ευτύς τρανό λεβέτι, τρίποδο, μπας κι ο Αχιλλέας δεχόταν 40
να λούσει το κορμί, ξεπλένοντας το ματωμένο λύθρο.
Μ᾽ αυτός με πείσμα αρνιόταν, κι άμοσεν όρκο τρανόν ακόμα:
«Μάρτης μου ο Δίας, απ᾽ τους αθάνατους ο πιο τρανός κι ο κάλλιος,
πρεπό δεν είναι το κεφάλι μου με το νερό να σμίξει,
πριν βάλω στην πυρά τον Πάτροκλο και του σηκώσω μνήμα, 45
και κόψω τα μαλλιά μου· μέσα μου καημό σαν τούτον άλλο
πια δε θα νιώσω, όσο θα χαίρομαι το φως του Απάνω Κόσμου.
Μα τώρα ας κάτσουμε και το άχαρο τούτο ας γευτούμε δείπνο·
και την αυγή ταχιά, Αγαμέμνονα ρηγάρχη, βγάλε διάτα
να κουβαλήσουν ξύλα, δίνοντας κι ό,τι ταιριάζει ακόμα 50
νά ᾽χει ο νεκρός μαζί, στ᾽ ανήλιαγα σκοτάδια ως κατεβαίνει.
Κι έτσι η φωτιά θα κάψει η αδάμαστη τούτον εδώ, απ᾽ τα μάτια
να μας χαθεί, και το άλλο ασκέρι μας θα σύρει στις δουλειές του.»
Ὣς οἱ μὲν στενάχοντο κατὰ πτόλιν· αὐτὰρ Ἀχαιοὶ
ἐπεὶ δὴ νῆάς τε καὶ Ἑλλήσποντον ἵκοντο,
οἱ μὲν ἄρ᾽ ἐσκίδναντο ἑὴν ἐπὶ νῆα ἕκαστος,
Μυρμιδόνας δ᾽ οὐκ εἴα ἀποσκίδνασθαι Ἀχιλλεύς,
ἀλλ᾽ ὅ γε οἷς ἑτάροισι φιλοπτολέμοισι μετηύδα· 5
«Μυρμιδόνες ταχύπωλοι, ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι,
μὴ δή πω ὑπ᾽ ὄχεσφι λυώμεθα μώνυχας ἵππους,
ἀλλ᾽ αὐτοῖς ἵπποισι καὶ ἅρμασιν ἆσσον ἰόντες
Πάτροκλον κλαίωμεν· ὃ γὰρ γέρας ἐστὶ θανόντων.
αὐτὰρ ἐπεί κ᾽ ὀλοοῖο τεταρπώμεσθα γόοιο, 10
ἵππους λυσάμενοι δορπήσομεν ἐνθάδε πάντες.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ᾤμωξαν ἀολλέες, ἦρχε δ᾽ Ἀχιλλεύς.
οἱ δὲ τρὶς περὶ νεκρὸν ἐΰτριχας ἤλασαν ἵππους
μυρόμενοι· μετὰ δέ σφι Θέτις γόου ἵμερον ὦρσε.
δεύοντο ψάμαθοι, δεύοντο δὲ τεύχεα φωτῶν 15
δάκρυσι· τοῖον γὰρ πόθεον μήστωρα φόβοιο.
τοῖσι δὲ Πηλεΐδης ἁδινοῦ ἐξῆρχε γόοιο,
χεῖρας ἐπ᾽ ἀνδροφόνους θέμενος στήθεσσιν ἑταίρου·
«χαῖρέ μοι, ὦ Πάτροκλε, καὶ εἰν Ἀΐδαο δόμοισι·
πάντα γὰρ ἤδη τοι τελέω τὰ πάροιθεν ὑπέστην, 20
Ἕκτορα δεῦρ᾽ ἐρύσας δώσειν κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι,
δώδεκα δὲ προπάροιθε πυρῆς ἀποδειροτομήσειν
Τρώων ἀγλαὰ τέκνα, σέθεν κταμένοιο χολωθείς.»
Ἦ ῥα, καὶ Ἕκτορα δῖον ἀεικέα μήδετο ἔργα,
πρηνέα πὰρ λεχέεσσι Μενοιτιάδαο τανύσσας 25
ἐν κονίῃς· οἱ δ᾽ ἔντε᾽ ἀφωπλίζοντο ἕκαστος
χάλκεα μαρμαίροντα, λύον δ᾽ ὑψηχέας ἵππους,
κὰδ δ᾽ ἷζον παρὰ νηῒ ποδώκεος Αἰακίδαο
μυρίοι· αὐτὰρ ὁ τοῖσι τάφον μενοεικέα δαίνυ.
πολλοὶ μὲν βόες ἀργοὶ ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ 30
σφαζόμενοι, πολλοὶ δ᾽ ὄϊες καὶ μηκάδες αἶγες·
πολλοὶ δ᾽ ἀργιόδοντες ὕες, θαλέθοντες ἀλοιφῇ,
εὑόμενοι τανύοντο διὰ φλογὸς Ἡφαίστοιο·
πάντῃ δ᾽ ἀμφὶ νέκυν κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα.
Αὐτὰρ τόν γε ἄνακτα ποδώκεα Πηλεΐωνα 35
εἰς Ἀγαμέμνονα δῖον ἄγον βασιλῆες Ἀχαιῶν,
σπουδῇ παρπεπιθόντες ἑταίρου χωόμενον κῆρ.
οἱ δ᾽ ὅτε δὴ κλισίην Ἀγαμέμνονος ἷξον ἰόντες,
αὐτίκα κηρύκεσσι λιγυφθόγγοισι κέλευσαν
ἀμφὶ πυρὶ στῆσαι τρίποδα μέγαν, εἰ πεπίθοιεν 40
Πηλεΐδην λούσασθαι ἄπο βρότον αἱματόεντα.
αὐτὰρ ὅ γ᾽ ἠρνεῖτο στερεῶς, ἐπὶ δ᾽ ὅρκον ὄμοσσεν·
«οὐ μὰ Ζῆν᾽, ὅς τίς τε θεῶν ὕπατος καὶ ἄριστος,
οὐ θέμις ἐστὶ λοετρὰ καρήατος ἆσσον ἱκέσθαι,
πρίν γ᾽ ἐνὶ Πάτροκλον θέμεναι πυρὶ σῆμά τε χεῦαι 45
κείρασθαί τε κόμην, ἐπεὶ οὔ μ᾽ ἔτι δεύτερον ὧδε
ἵξετ᾽ ἄχος κραδίην, ὄφρα ζωοῖσι μετείω.
ἀλλ᾽ ἤτοι νῦν μὲν στυγερῇ πειθώμεθα δαιτί·
ἠῶθεν δ᾽ ὄτρυνε, ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγάμεμνον,
ὕλην τ᾽ ἀξέμεναι παρά τε σχεῖν ὅσσ᾽ ἐπιεικὲς 50
νεκρὸν ἔχοντα νέεσθαι ὑπὸ ζόφον ἠερόεντα,
ὄφρ᾽ ἤτοι τοῦτον μὲν ἐπιφλέγῃ ἀκάματον πῦρ
θᾶσσον ἀπ᾽ ὀφθαλμῶν, λαοὶ δ᾽ ἐπὶ ἔργα τράπωνται.»