Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 22 στ. 1-76
Έτσι φευγάτοι αυτοί ως λαφόπουλα στο κάστρο μέσα τώρα
τον ίδρο τους στεγνώναν, κι έπιναν νερό να ξεδιψάσουν,
στα ώρια μπροστήθια απάνω γέρνοντας. Κι οι Δαναοί ακουμπώντας
στους ώμους τα σκουτάρια εζύγωναν κοντά στο καστροτείχι.
Όμως τον Έχτορα τον κάρφωσε το μαύρο ριζικό του 5
να μείνει εκεί, στην Τροία κατάμπροστα, στο Ζερβοπόρτι δίπλα.
Και στου Πηλέα το γιο γυρίζοντας φωνάζει τότε ο Φοίβος:
«Γιε του Πηλέα, γιατί με γρήγορα με κυνηγάς ποδάρια,
θνητός εσύ θεόν αθάνατο; Δεν τό ᾽νιωσες ακόμα
πως είμαι εγώ θεός, μόν᾽ άπαυτα ξοπίσω μου φρενιάζεις; 10
Τους Τρώες να πολεμάς δε γνοιάζεσαι, που ως τώρα κυνηγούσες
και πια τρυπώξαν μες στο κάστρο τους, μόν᾽ ξεστρατίζεις δώθε;
Να με σκοτώσεις δεν το δύνεσαι, τι εγώ θνητός δεν είμαι!»
Τότε ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος του κάνει μανιασμένος:
«Μ᾽ έχεις πλανέψει, Μακροδόξαρε, στην κακοσύνη ο πρώτος 15
απ᾽ τους θεούς, που εσύ με αλάργεψες απ᾽ το τειχί, τι ειδάλλως
κι άλλοι πολλοί τη γη θα δάγκωναν, μέσα στην Τροία πριν φτάσουν.
Δόξα τρανή να χάσω μ᾽ έκανες και γλίτωσες κι εκείνους,
εύκολα δα, τι δε φοβήθηκες το γδικιωμό μου πίσω.
Φτάνει μονάχα νά ᾽χα δύναμη, και θα σε γδικιωνόμουν!» 20
Είπε, κι ευτύς με γαύραν έπαρση γυρνάει κατά το κάστρο,
ορμή γιομάτος, όμοιος με άλογο που στους αγώνες τρέχει,
και σέρνει ακούραστο το αμάξι του, τον κάμπο δρασκελώντας·
όμοια γοργά κι εκείνου εδούλευαν και γόνατα και πόδια.
Κι όπως στον κάμπο μέσα εχίμιζε, το μάτι πρώτα απ᾽ όλους 25
του γέρο Πρίαμου τον αντίκρισε, να λάμπει σαν το αστέρι,
που αργά το καλοκαίρι ασκώνεται, και στην καρδιά της νύχτας
μέσα απ᾽ τα πλήθια τ᾽ άστρα η λάμψη του περίσσια ξεχωρίζει·
το λένε και Σκυλί του Ωρίωνα, και πάνω απ᾽ όλα τ᾽ άλλα
λαμποκοπάει ψηλά, μα ειναι άσκημο σημάδι, ως ξεπροβάλει, 30
τι φέρνει αλήθεια στους κακόμοιρους θνητούς περίσσιες θέρμες·
όμοια ο χαλκός κι εκείνου, ως έτρεχε, λαμπύριζε στα στήθη.
Σε θρήνο τότε ο γέρος ξέσπασε, κι ασκώνοντας τα χέρια
την κεφαλή χτυπούσε κι έσκουζε, το γιο παρακαλώντας
με κλάματα· μα εκείνος στέκοντας ορθός μπροστά απ᾽ τις πόρτες 35
με του Πηλέα το γιο λαχτάριζε να χτυπηθεί μονάχα.
Απλώνοντας τα χέρια ο γέροντας σπαραχτικά τού κράζει:
«Στον άντρα αντίκρα ετούτον, Έχτορα, μη στέκεις, καλογιέ μου,
μακριά απ᾽ τους άλλους ολομόναχος, και γοργοθανατίσεις
απ᾽ του Πηλέα το γιο, τι δύναμη περίσσια απ᾽ όλους έχει, 40
ο σκύλος! Τόση αγάπη οι αθάνατοι να τού ᾽χαν όση νιώθω
γι᾽ αυτόν εγώ, θα τον εξέσκιζαν γοργά σκυλιά κι αγιούπες
στο χώμα ξαπλωτό, ν᾽ αλάφρωνε και μένα η πίκρα η τόση·
που πλήθιους γιους αρχοντογέννητους μού ᾽χει παρμένα ως τώρα
σκοτώνοντάς τους γιά πουλώντας τους σε μακρινά ακρογιάλια. 45
Κι ακόμα τώρα τον Πολύδωρο και το Λυκάονα ψάχνω
και δεν τους βρίσκω, εδώ που κλείστηκαν οι Τρώες στο κάστρο μέσα,
η Λαοθόη που μου τους γέννησεν, αρχόντισσα απ᾽ τις πρώτες.
Μ᾽ αν ζουν ακόμα μες στ᾽ αργίτικα λημέρια, με χρυσάφι
και με χαλκό θα τους λυτρώναμε, τι είναι πολύ το βιος μας· 50
προίκα τρανή στην κόρη του έδωκε κι ο ξακουσμένος Άλτης.
Μ᾽ αν σκοτωθήκαν πια και βρίσκουνται στον Κάτω Κόσμο τώρα,
καημός σε μας που τους γεννήσαμε, τη μάνα τους κι εμένα,
όμως ο κόσμος ο αποδέλοιπος δε θα πονέσει τόσο,
φτάνει μονάχα εσύ να γλίτωνες απ᾽ του Αχιλλέα τα χέρια. 55
Μόν᾽ έμπα, γιε μου, μες στο κάστρο μας και γλίτωσέ μας όλους,
τους Τρώες μαζί και τις γυναίκες τους· στον Αχιλλέα μη δώσεις
δόξα τρανή, και συ πεθαίνοντας ταξιδευτείς στον Άδη.
Εμένα καν τον κακορίζικο που ακόμα ζω σπλαχνίσου,
που μέσα στα βαθιά γεράματα του Κρόνου ο γιος μού γράφει 60
άραχλα τέλη, πλήθια ο δύστυχος σα δω κακά πιο πρώτα,
τους γιους να μου σκοτώνουν, σκλάβες τους τις κόρες να μου σέρνουν
και να κουρσεύουν το παλάτι μου· να σφεντονίζουν κάτω
στο χώμα τα παιδιά τ᾽ ανήλικα μες στη σφαγή την άγρια,
και να τραβούν μεβιάς τις νύφες μου με τ᾽ άνομά τους χέρια. 65
Στερνό και μένα μπρος στην ξώπορτα θα με τραβολογήσουν,
ωμό για να με φαν, οι σκύλοι μου, σύντας με κρούσει κάποιος
με το σπαθί γιά το κοντάρι του, και τη ζωή μου πάρει―
αυτοί που τάιζα στο τραπέζι μου, να μου φυλάν τις πόρτες·
κι αφού ρουφήξουν πια το γαίμα μου με φρενιασμένα σπλάχνα, 70
θα ξαπλωθούν μπροστά στην ξώπορτα. Στο νιο ταιριάζουν όλα,
που ο κοφτερός χαλκός τον σπάραξε μες στη σφαγή και πέφτει,
κι ό,τι κι αν δείξει, είναι όλα του όμορφα, κι ας είναι σκοτωμένος.
Μα ενού γερόντου που σκοτώθηκεν οι σκύλοι σαν ντροπιάζουν
την άσπρη κεφαλή του, τ᾽ άσπρα του τα γένια, τ᾽ αχαμνά του, 75
χειρότερο κακό δε βρίσκεται για τους θνητούς τους έρμους!»
Ὣς οἱ μὲν κατὰ ἄστυ πεφυζότες ἠΰτε νεβροὶ
ἱδρῶ ἀπεψύχοντο πίον τ᾽ ἀκέοντό τε δίψαν,
κεκλιμένοι καλῇσιν ἐπάλξεσιν· αὐτὰρ Ἀχαιοὶ
τείχεος ἆσσον ἴσαν, σάκε᾽ ὤμοισι κλίναντες.
Ἕκτορα δ᾽ αὐτοῦ μεῖναι ὀλοιὴ μοῖρα πέδησεν 5
Ἰλίου προπάροιθε πυλάων τε Σκαιάων.
αὐτὰρ Πηλεΐωνα προσηύδα Φοῖβος Ἀπόλλων·
«τίπτε με, Πηλέος υἱέ, ποσὶν ταχέεσσι διώκεις,
αὐτὸς θνητὸς ἐὼν θεὸν ἄμβροτον; οὐδέ νύ πώ με
ἔγνως ὡς θεός εἰμι, σὺ δ᾽ ἀσπερχὲς μενεαίνεις. 10
ἦ νύ τοι οὔ τι μέλει Τρώων πόνος, οὓς ἐφόβησας,
οἳ δή τοι εἰς ἄστυ ἄλεν, σὺ δὲ δεῦρο λιάσθης.
οὐ μέν με κτενέεις, ἐπεὶ οὔ τοι μόρσιμός εἰμι.»
Τὸν δὲ μέγ᾽ ὀχθήσας προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
«ἔβλαψάς μ᾽, ἑκάεργε, θεῶν ὀλοώτατε πάντων, 15
ἐνθάδε νῦν τρέψας ἀπὸ τείχεος· ἦ κ᾽ ἔτι πολλοὶ
γαῖαν ὀδὰξ εἷλον πρὶν Ἴλιον εἰσαφικέσθαι.
νῦν δ᾽ ἐμὲ μὲν μέγα κῦδος ἀφείλεο, τοὺς δὲ σάωσας
ῥηϊδίως, ἐπεὶ οὔ τι τίσιν γ᾽ ἔδεισας ὀπίσσω.
ἦ σ᾽ ἂν τεισαίμην, εἴ μοι δύναμίς γε παρείη.» 20
Ὣς εἰπὼν προτὶ ἄστυ μέγα φρονέων ἐβεβήκει,
σευάμενος ὥς θ᾽ ἵππος ἀεθλοφόρος σὺν ὄχεσφιν,
ὅς ῥά τε ῥεῖα θέῃσι τιταινόμενος πεδίοιο·
ὣς Ἀχιλεὺς λαιψηρὰ πόδας καὶ γούνατ᾽ ἐνώμα.
Τὸν δ᾽ ὁ γέρων Πρίαμος πρῶτος ἴδεν ὀφθαλμοῖσι, 25
παμφαίνονθ᾽ ὥς τ᾽ ἀστέρ᾽ ἐπεσσύμενον πεδίοιο,
ὅς ῥά τ᾽ ὀπώρης εἶσιν, ἀρίζηλοι δέ οἱ αὐγαὶ
φαίνονται πολλοῖσι μετ᾽ ἀστράσι νυκτὸς ἀμολγῷ,
ὅν τε κύν᾽ Ὠρίωνος ἐπίκλησιν καλέουσι.
λαμπρότατος μὲν ὅ γ᾽ ἐστί, κακὸν δέ τε σῆμα τέτυκται, 30
καί τε φέρει πολλὸν πυρετὸν δειλοῖσι βροτοῖσιν·
ὣς τοῦ χαλκὸς ἔλαμπε περὶ στήθεσσι θέοντος.
ᾤμωξεν δ᾽ ὁ γέρων, κεφαλὴν δ᾽ ὅ γε κόψατο χερσὶν
ὑψόσ᾽ ἀνασχόμενος, μέγα δ᾽ οἰμώξας ἐγεγώνει
λισσόμενος φίλον υἱόν· ὁ δὲ προπάροιθε πυλάων 35
ἑστήκει, ἄμοτον μεμαὼς Ἀχιλῆϊ μάχεσθαι·
τὸν δ᾽ ὁ γέρων ἐλεεινὰ προσηύδα χεῖρας ὀρεγνύς·
«Ἕκτορ, μή μοι μίμνε, φίλον τέκος, ἀνέρα τοῦτον
οἶος ἄνευθ᾽ ἄλλων, ἵνα μὴ τάχα πότμον ἐπίσπῃς
Πηλεΐωνι δαμείς, ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτερός ἐστι, 40
σχέτλιος· αἴθε θεοῖσι φίλος τοσσόνδε γένοιτο
ὅσσον ἐμοί· τάχα κέν ἑ κύνες καὶ γῦπες ἔδοιεν
κείμενον· ἦ κέ μοι αἰνὸν ἀπὸ πραπίδων ἄχος ἔλθοι·
ὅς μ᾽ υἱῶν πολλῶν τε καὶ ἐσθλῶν εὖνιν ἔθηκε,
κτείνων καὶ περνὰς νήσων ἔπι τηλεδαπάων. 45
καὶ γὰρ νῦν δύο παῖδε, Λυκάονα καὶ Πολύδωρον,
οὐ δύναμαι ἰδέειν Τρώων εἰς ἄστυ ἀλέντων,
τούς μοι Λαοθόη τέκετο, κρείουσα γυναικῶν.
ἀλλ᾽ εἰ μὲν ζώουσι μετὰ στρατῷ, ἦ τ᾽ ἂν ἔπειτα
χαλκοῦ τε χρυσοῦ τ᾽ ἀπολυσόμεθ᾽· ἔστι γὰρ ἔνδον· 50
πολλὰ γὰρ ὤπασε παιδὶ γέρων ὀνομάκλυτος Ἄλτης.
εἰ δ᾽ ἤδη τεθνᾶσι καὶ εἰν Ἀΐδαο δόμοισιν,
ἄλγος ἐμῷ θυμῷ καὶ μητέρι, τοὶ τεκόμεσθα·
λαοῖσιν δ᾽ ἄλλοισι μινυνθαδιώτερον ἄλγος
ἔσσεται, ἢν μὴ καὶ σὺ θάνῃς Ἀχιλῆϊ δαμασθείς. 55
ἀλλ᾽ εἰσέρχεο τεῖχος, ἐμὸν τέκος, ὄφρα σαώσῃς
Τρῶας καὶ Τρῳάς, μηδὲ μέγα κῦδος ὀρέξῃς
Πηλεΐδῃ, αὐτὸς δὲ φίλης αἰῶνος ἀμερθῇς.
πρὸς δ᾽ ἐμὲ τὸν δύστηνον ἔτι φρονέοντ᾽ ἐλέησον,
δύσμορον, ὅν ῥα πατὴρ Κρονίδης ἐπὶ γήραος οὐδῷ 60
αἴσῃ ἐν ἀργαλέῃ φθίσει, κακὰ πόλλ᾽ ἐπιδόντα,
υἷάς τ᾽ ὀλλυμένους ἑλκηθείσας τε θύγατρας,
καὶ θαλάμους κεραϊζομένους, καὶ νήπια τέκνα
βαλλόμενα προτὶ γαίῃ ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι,
ἑλκομένας τε νυοὺς ὀλοῇς ὑπὸ χερσὶν Ἀχαιῶν. 65
αὐτὸν δ᾽ ἂν πύματόν με κύνες πρώτῃσι θύρῃσιν
ὠμησταὶ ἐρύουσιν, ἐπεί κέ τις ὀξέϊ χαλκῷ
τύψας ἠὲ βαλὼν ῥεθέων ἐκ θυμὸν ἕληται,
οὓς τρέφον ἐν μεγάροισι τραπεζῆας θυραωρούς,
οἵ κ᾽ ἐμὸν αἷμα πιόντες ἀλύσσοντες περὶ θυμῷ 70
κείσοντ᾽ ἐν προθύροισι. νέῳ δέ τε πάντ᾽ ἐπέοικεν
ἄρηϊ κταμένῳ, δεδαϊγμένῳ ὀξέϊ χαλκῷ,
κεῖσθαι· πάντα δὲ καλὰ θανόντι περ, ὅττι φανήῃ·
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ πολιόν τε κάρη πολιόν τε γένειον
αἰδῶ τ᾽ αἰσχύνωσι κύνες κταμένοιο γέροντος, 75
τοῦτο δὴ οἴκτιστον πέλεται δειλοῖσι βροτοῖσιν.»