Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 21 στ. 1-63
Μα σύντας φτάσαν στου ωριορέματου του ποταμού τον πόρο,
στου Σκάμαντρου του πολυστρόβιλου, που είχεν ο Δίας γεννήσει,
στα δυο τούς κόβει, κι άλλους έριχνε στον κάμπο, κυνηγώντας
κατά το κάστρο, εκεί που τρέμοντας οι Αργίτες χτες ακόμα
τρέχαν να φύγουν μπρος στον Έχτορα τον άψεγο που ελύσσα· 5
εκεί τρεχάτοι τώρα εχύνουνταν· κι η Ήρα αντισκόβοντάς τους
πυκνή κατάχνια ομπρός τους άπλωνε· κι οι άλλοι μισοί τους πάλε
στο ασημοστρόβιλο στριμώχνουνταν βαθιόρεμο ποτάμι.
Κει μέσα ρίχτηκαν με πάταχο, και βούιξε το άγριο ρέμα,
κι αντιλαλήσαν οι όχτοι ολόγυρα· κι εκείνοι εκολυμπούσαν 10
στα στρουφιχτά νερά, γυρίζοντας με βόγγους δώθε κείθε.
Πώς στο ποτάμι οι ακρίδες χύνουνται, τις φλόγες να γλιτώσουν
απ᾽ τη φωτιά που ξάφνου εφούντωσε κι αδάμαστη πετιέται
κορώνοντας, κι αυτές σωριάζουνται πα στα νερά σκιαγμένες·
όμοια σωρός στου βαθιοστρόβιλου του Ξάνθου τ᾽ άγριο ρέμα 15
άντρες κι αλόγατα στοιβάζουνταν μπρος στου Αχιλλέα τη λύσσα.
Αφήκε τότε ο αρχοντογέννητος στον όχτο εκεί γερμένο
πα στ᾽ αρμυρίκια το κοντάρι του, κι ίδια θεός εχύθη
μονάχα με σπαθί, λογιάζοντας φριχτές δουλειές να κάνει.
Δεξιά ζερβά εχτυπούσε, κι έσκουζαν εκείνοι, ως το σπαθί του 20
έπεφτε απάνω τους, κι εβάφουνταν στο γαίμα το ποτάμι.
Πώς τ᾽ άλλα ψάρια, σύντας δέλφινας τρανός τα κυνηγήσει,
σε κόρφο τρέχουν καλολίμανο και στις γωνιές σμαριάζουν
ολότρομα· τι τρώει αχόρταγος όσα βρεθούν μπροστά του·
όμοια κι οι Τρώες μες στου άγριου Σκάμαντρου το ρέμα στριμωχνόνταν, 25
κάτω απ᾽ τους όχτους. Κι ως απόκαμε σκοτώνοντας εκείνος,
απ᾽ όσους ζούσαν δώδεκα άγουρους διαλέγει στο ποτάμι,
για να τους σφάξει γι᾽ αντιπλέρωμα του Πάτροκλου που εχάθη·
και σαστισμένους ως λαφόπουλα τους τράβηξε στον όχτο,
και πίσω με λουριά τα χέρια τους καλοκομμένα δένει, 30
που ατοί τους γύρα στους καλόπλεχτους φορούσαν θώρακές τους.
Τους δίνει να τους παν οι σύντροφοι στα βαθουλά καράβια,
κι αυτός ξανά στους Τρώες εχίμιξε, το φόνο λαχταρώντας.
Και ξάφνου εκεί μπροστά του ξέκρινε να φεύγει απ᾽ το ποτάμι
το γιο του Πρίαμου το Λυκάονα, που λίγο πριν τον είχε 35
απ᾽ το περβόλι του πατέρα του μεβιάς ατός του πιάσει,
βγαίνοντας νύχτα· κι όπως έκοβε με κοφτερό πελέκι
αγριοσυκιάς κλωνάρια νιόβγαλτα, να κάνει του αμαξιού του
τους γύρους, συφορά ανεπάντεχη μπρος του ο Αχιλλέας πετάχτη.
Τότε στη Λήμνο την καλόχτιστη με τ᾽ άρμενα τον πήγε, 40
και τον πουλάει στον Εύνηο, πού᾽ δωσε κι αγόρασέ τον· κείθε
βρήκε ένα φίλο και τον γλίτωσε με ξαγορά μεγάλη,
τον Ηετίωνα, που τον έστειλε μετά στην άγια Αρίσβη·
μα ξέφυγε κρυφά, κι ως έφτασε στο πατρικό του σπίτι,
έντεκα μέρες πια ξεφάντωνε με τους συντρόφους γύρα, 45
που ήρθε απ᾽ τη Λήμνο· όμως στις δώδεκα νά που ο θεός και πάλε
στα χέρια του Αχιλλέα τον έριξε, κι αυτός στον Άδη κάτω
ήρθε η στιγμή που θα τον έστελνε, κι ας ήταν στανικώς του.
Κι ως ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος γυμνό, με δίχως κράνος,
δίχως σκουτάρι τον αντίκρισε, δίχως κοντάρι ακόμα, 50
τι τά ᾽χε ρίξει χάμω, ως έφευγε στον ποταμό, κι ο ιδρώτας
βαριά τον έπνιγε, κι ο κάματος του λύγιζε τα γόνα,
θύμωσε τότε και στην πέρφανη γυρνάει και λέει καρδιά του:
«Ωχού, τί θάμα αυτό κι αντίθαμα τα μάτια μου που βλέπουν!
Το δίχως άλλο οι Τρώες οι αντρόκαρδοι, πού ᾽χω σκοτώσει ως τώρα, 55
θ᾽ αναστηθούν, ξανά απ᾽ τον άραχλο να βγούν τον Κάτω Κόσμο,
αφού ηρθε πίσω αυτός που επούλησα στη Λήμνο, και του Χάρου
ξέφυγε, βλέπω· κι ουδέ η θάλασσα με το αφρισμένο κύμα
τον κράτησε, πολλών που αντίσκοψε το δρόμο αθέλητά τους.
Μα να γευτεί και το κοντάρι μου ταιριάζει τώρα αλήθεια, 60
να ιδώ, να ξέρω μες στα φρένα μου, θα᾽ ρθεί κι από κει κάτω,
γιά η ζωοδότρα γης στα σπλάχνα της μαθές θα τον κρατήσει,
που και τον πιο αντρειωμένο μέσα της κρατά και δεν αφήνει;»
Ἀλλ᾽ ὅτε δὴ πόρον ἷξον ἐϋρρεῖος ποταμοῖο,
Ξάνθου δινήεντος, ὃν ἀθάνατος τέκετο Ζεύς,
ἔνθα διατμήξας τοὺς μὲν πεδίονδε δίωκε
πρὸς πόλιν, ᾗ περ Ἀχαιοὶ ἀτυζόμενοι φοβέοντο
ἤματι τῷ προτέρῳ, ὅτε μαίνετο φαίδιμος Ἕκτωρ· 5
τῇ ῥ᾽ οἵ γε προχέοντο πεφυζότες, ἠέρα δ᾽ Ἥρη
πίτνα πρόσθε βαθεῖαν ἐρυκέμεν· ἡμίσεες δὲ
ἐς ποταμὸν εἰλεῦντο βαθύρροον ἀργυροδίνην,
ἐν δ᾽ ἔπεσον μεγάλῳ πατάγῳ, βράχε δ᾽ αἰπὰ ῥέεθρα,
ὄχθαι δ᾽ ἀμφὶ περὶ μεγάλ᾽ ἴαχον· οἱ δ᾽ ἀλαλητῷ 10
ἔννεον ἔνθα καὶ ἔνθα, ἑλισσόμενοι περὶ δίνας.
ὡς δ᾽ ὅθ᾽ ὑπὸ ῥιπῆς πυρὸς ἀκρίδες ἠερέθονται
φευγέμεναι ποταμόνδε· τὸ δὲ φλέγει ἀκάματον πῦρ
ὄρμενον ἐξαίφνης, ταὶ δὲ πτώσσουσι καθ᾽ ὕδωρ·
ὣς ὑπ᾽ Ἀχιλλῆος Ξάνθου βαθυδινήεντος 15
πλῆτο ῥόος κελάδων ἐπιμὶξ ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν.
Αὐτὰρ ὁ διογενὴς δόρυ μὲν λίπεν αὐτοῦ ἐπ᾽ ὄχθῃ
κεκλιμένον μυρίκῃσιν, ὁ δ᾽ ἔσθορε δαίμονι ἶσος,
φάσγανον οἶον ἔχων, κακὰ δὲ φρεσὶ μήδετο ἔργα,
τύπτε δ᾽ ἐπιστροφάδην· τῶν δὲ στόνος ὄρνυτ᾽ ἀεικὴς 20
ἄορι θεινομένων, ἐρυθαίνετο δ᾽ αἵματι ὕδωρ.
ὡς δ᾽ ὑπὸ δελφῖνος μεγακήτεος ἰχθύες ἄλλοι
φεύγοντες πιμπλᾶσι μυχοὺς λιμένος εὐόρμου,
δειδιότες· μάλα γάρ τε κατεσθίει ὅν κε λάβῃσιν·
ὣς Τρῶες ποταμοῖο κατὰ δεινοῖο ῥέεθρα 25
πτῶσσον ὑπὸ κρημνούς. ὁ δ᾽ ἐπεὶ κάμε χεῖρας ἐναίρων,
ζωοὺς ἐκ ποταμοῖο δυώδεκα λέξατο κούρους,
ποινὴν Πατρόκλοιο Μενοιτιάδαο θανόντος.
τοὺς ἐξῆγε θύραζε τεθηπότας ἠΰτε νεβρούς,
δῆσε δ᾽ ὀπίσσω χεῖρας ἐϋτμήτοισιν ἱμᾶσι, 30
τοὺς αὐτοὶ φορέεσκον ἐπὶ στρεπτοῖσι χιτῶσι,
δῶκε δ᾽ ἑταίροισιν κατάγειν κοίλας ἐπὶ νῆας.
αὐτὰρ ὁ ἂψ ἐπόρουσε δαϊζέμεναι μενεαίνων.
Ἔνθ᾽ υἷι Πριάμοιο συνήντετο Δαρδανίδαο
ἐκ ποταμοῦ φεύγοντι, Λυκάονι, τόν ῥά ποτ᾽ αὐτὸς 35
ἦγε λαβὼν ἐκ πατρὸς ἀλωῆς οὐκ ἐθέλοντα,
ἐννύχιος προμολών· ὁ δ᾽ ἐρινεὸν ὀξέϊ χαλκῷ
τάμνε νέους ὄρπηκας, ἵν᾽ ἅρματος ἄντυγες εἶεν·
τῷ δ᾽ ἄρ᾽ ἀνώϊστον κακὸν ἤλυθε δῖος Ἀχιλλεύς.
καὶ τότε μέν μιν Λῆμνον ἐϋκτιμένην ἐπέρασσε 40
νηυσὶν ἄγων, ἀτὰρ υἱὸς Ἰήσονος ὦνον ἔδωκε·
κεῖθεν δὲ ξεῖνός μιν ἐλύσατο, πολλὰ δ᾽ ἔδωκεν,
Ἴμβριος Ἠετίων, πέμψεν δ᾽ ἐς δῖαν Ἀρίσβην·
ἔνθεν ὑπεκπροφυγὼν πατρώϊον ἵκετο δῶμα.
ἕνδεκα δ᾽ ἤματα θυμὸν ἐτέρπετο οἷσι φίλοισιν 45
ἐλθὼν ἐκ Λήμνοιο· δυωδεκάτῃ δέ μιν αὖτις
χερσὶν Ἀχιλλῆος θεὸς ἔμβαλεν, ὅς μιν ἔμελλε
πέμψειν εἰς Ἀΐδαο καὶ οὐκ ἐθέλοντα νέεσθαι.
τὸν δ᾽ ὡς οὖν ἐνόησε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεὺς
γυμνόν, ἄτερ κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος, οὐδ᾽ ἔχεν ἔγχος, 50
ἀλλὰ τὰ μέν ῥ᾽ ἀπὸ πάντα χαμαὶ βάλε· τεῖρε γὰρ ἱδρὼς
φεύγοντ᾽ ἐκ ποταμοῦ, κάματος δ᾽ ὑπὸ γούνατ᾽ ἐδάμνα·
ὀχθήσας δ᾽ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν·
«ὢ πόποι, ἦ μέγα θαῦμα τόδ᾽ ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶμαι·
ἦ μάλα δὴ Τρῶες μεγαλήτορες, οὕς περ ἔπεφνον, 55
αὖτις ἀναστήσονται ὑπὸ ζόφου ἠερόεντος,
οἷον δὴ καὶ ὅδ᾽ ἦλθε φυγὼν ὕπο νηλεὲς ἦμαρ,
Λῆμνον ἐς ἠγαθέην πεπερημένος· οὐδέ μιν ἔσχε
πόντος ἁλὸς πολιῆς, ὃ πολέας ἀέκοντας ἐρύκει.
ἀλλ᾽ ἄγε δὴ καὶ δουρὸς ἀκωκῆς ἡμετέροιο 60
γεύσεται, ὄφρα ἴδωμαι ἐνὶ φρεσὶν ἠδὲ δαείω
ἢ ἄρ᾽ ὁμῶς καὶ κεῖθεν ἐλεύσεται, ἦ μιν ἐρύξει
γῆ φυσίζοος, ἥ τε κατὰ κρατερόν περ ἐρύκει.»