Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 19 στ. 1-73
Η Αυγή η κροκομαντούσα επρόβαινε μέσ᾽ απ᾽ το μέγα ρέμα
του Ωκεανού, το φως σε αθάνατους και σε θνητούς να φέρει·
κι έφτανε εκείνη στα πλεούμενα με του θεού τα δώρα.
Κι ήβρε πεσμένο απά στον Πάτροκλο τον ακριβό το γιο της
να κλαίει πικρά, και πλήθος σύντροφοι τρογύρα μαζεμένοι 5
θρηνούσαν· κι η θεά η τρισεύγενη πήγε, κοντά του εστάθη,
το χέρι τού ᾽σφιξε, τον έκραξε κι αυτά τού λέει τα λόγια:
«Παιδί μου, αυτόν ας τον αφήσουμε, κι ας καίγεται η καρδιά μας,
να κείτεται, έτσι αφού το θέλησαν οι αθάνατοι να πέσει.
Μόν᾽ έλα εσύ και δέξου τ᾽ άρματα τα ξακουστά του Ηφαίστου· 10
τόσο όμορφα κανείς δε φόρεσε θνητός ποτέ στους ώμους.»
Αυτά ειπεν η θεά, και τ᾽ άρματα μπρος στου Αχιλλέα τα πόδια
πιθώνει χάμω, κι αντιβρόντηξεν η πλουμισμένη αρμάτα·
κι οι Μυρμιδόνες όλοι ετρόμαξαν, δε βάστηξε κανένας
να ρίξει τη ματιά του απάνω της, μόν᾽ άρχισαν να τρέμουν. 15
Μόνο ο Αχιλλέας, ως τά ᾽δε, εχόλιασε περίσσια ακόμα, κι άγρια
κάτω απ᾽ τα βλέφαρα τα μάτια του ξαστράφταν, σαν τη φλόγα,
και του θεού τα δώρα εχαίρουνταν να τα κρατά στα χέρια.
Κι όταν πια χόρτασε κοιτάζοντας την πλουμισμένη αρμάτα,
ευτύς στη μάνα του ανεμάρπαστα γυρνώντας είπε λόγια: 20
«Μάνα, ο θεός αλήθεια τ᾽ άρματα μου τά ᾽χει δώσει, τέτοια
καθώς ταιριάζει ένας αθάνατος, κι όχι θνητός να φτιάξει.
Με αυτά θ᾽ αρματωθώ, μα σκιάζομαι περίσσια εγώ μη λάχει
ωστόσο οι μύγες και στον άτρομο γιο του Μενοίτιου μέσα
χωθούν, απ᾽ τις πληγές του μπαίνοντας τις χαλκοχτυπημένες, 25
σκουλήκια εντός γεννοσποριάζοντας, και του νεκρού χαλάσουν
την όψη ―τι η ζωή του ετέλεψε― κι όλη σαπίσει η σάρκα.»
Και τότε η Θέτη, η χιοναστράγαλη θεά, του απηλογήθη:
«Γιε μου, καθόλου να μη γνοιάζεσαι για τούτα στην καρδιά σου·
το παίρνω απάνω μου, τ᾽ ανήμερα κοπάδια να του διώξω, 30
τις μύγες, τους νεκρούς στον πόλεμο που τρώνε. Κάτεχέ το,
άθαφτος κι ένα χρόνο αλάκερο να κείτεται εδώ πέρα,
θα μείνει η σάρκα του ακατάλυτη, και πιο δροσάτη ακόμα.
Μόν᾽ κράξε τώρα εσύ σε σύναξη τους αντρειανούς Αργίτες,
τον πού ᾽χες πριν στον Αγαμέμνονα θυμό απαρνήσου ομπρός τους, 35
και την αντρειά ζωσμένος γρήγορα για πόλεμο αρματώσου.»
Είπε, και γέμισε τα στήθη του με ατρόμητο κουράγιο·
μετά κρασί φλογάτο, αθάνατο, και μόσκο στα ρουθούνια
του Πάτροκλου σταλάζει, απείραχτο να μείνει το κορμί του.
Τότε ο Αχιλλέας ο αρχοντογέννητος εβγήκε στο ακρογιάλι 40
σκούζοντας άγρια, και ξεσήκωσε τους αντρειανούς Αργίτες.
Κι όλοι που απόμεναν πρωτύτερα στο αρμενοστάσι μέσα,
κι οι τιμονιέροι που εκρατούσανε των καραβιών το δοιάκι,
κι οι τροφοδότες μέσα στ᾽ άρμενα που το ψωμί εμοιράζαν,
όλοι μαζί κινούν στη σύναξη, τι είχε ο Αχιλλέας προβάλει, 45
κι ήταν καιρό πολύ απ᾽ τον πόλεμο τον άγριο τραβηγμένος.
Μαζί ο Οδυσσέας ο αρχοντογέννητος κι ο ατρόμητος Διομήδης,
τρανοί πολέμαρχοι, κουτσαίνοντας πηγαίναν, κι ακουμπούσαν
πα σε ραβδιά, τι πόνους ένιωθαν ακόμα στις πληγές τους.
Κι ως φτάσαν, κάθισαν στη σύναξη μπροστά, στην πρώτη αράδα. 50
Στερνός επρόβαλε ο Αγαμέμνονας ο ρήγας, λαβωμένος
μαθές και τούτος· μες στον πόλεμο τον άγριο του Αντηνόρου
ο γιος ο Κόωνας, με το χάλκινο τον είχε βρει κοντάρι.
Κι ευτύς, ως όλοι πια εμαζώχτηκαν οι Δαναοί, εσηκώθη
αναμεσό τους ο φτερόποδος και μίλησε Αχιλλέας: 55
«Λες ήταν, γιε του Ατρέα, το πού ᾽γινε το πιο καλό στους δυο μας,
σένα και μένα, σύντας πέσαμε σε καρδιοφάουσα αμάχη,
θυμό γεμάτοι, και μαλώσαμε για την κοπέλα εκείνη;
Αχ, νά ᾽ταν να την είχεν η Άρτεμη δοξέψει στα καράβια
τη μέρα εκείνη που την έπαιρνα, τη Λυρνησσό πατώντας! 60
Τόσοι Αχαιοί τη γη την άμετρη δε θα δαγκώναν έτσι
κάτω απ᾽ τα χέρια των αντίμαχων, όσο ο θυμός μου εκράτει.
Ο Έχτορας άλλο που δεν ήθελε, κι οι Τρώες! Ωστόσο χρόνια
οι Αργίτες το δικό μας μάλωμα θαρρώ θα το θυμούνται.
Μα ό,τι έγινε έγινε, ας τ᾽ αφήσουμε, κι ας μας βαραίνει ο πόνος, 65
κι εντός μας την καρδιά ας δαμάσουμε, σφιγμένοι απ᾽ την ανάγκη.
Τώρα απαρνιέμαι εγώ τη μάνητα, μηδέ και μου ταιριάζει
θυμό να θρέφω ακαταλάγιαστο. Μα εσύ στη μάχη σπρώξε
τους Αχαιούς τους μακρομάλληδες, δίχως καιρό να χάνεις·
κι εγώ στους Τρώες θ᾽ ανοίξω πόλεμο, να ιδώ αν το θένε ακόμα 70
τις νύχτες δίπλα στα καράβια μας να τις περνούν· ωστόσο
στη γη θα γείρει λέω χαρούμενος να ξαποστάσει εκείνος
που θα γλιτώσει απ᾽ το κοντάρι μου στην άγρια μέσα μάχη.»
Ἠὼς μὲν κροκόπεπλος ἀπ᾽ Ὠκεανοῖο ῥοάων
ὄρνυθ᾽, ἵν᾽ ἀθανάτοισι φόως φέροι ἠδὲ βροτοῖσιν·
ἡ δ᾽ ἐς νῆας ἵκανε θεοῦ πάρα δῶρα φέρουσα.
εὗρε δὲ Πατρόκλῳ περικείμενον ὃν φίλον υἱόν,
κλαίοντα λιγέως· πολέες δ᾽ ἀμφ᾽ αὐτὸν ἑταῖροι 5
μύρονθ᾽· ἡ δ᾽ ἐν τοῖσι παρίστατο δῖα θεάων,
ἔν τ᾽ ἄρα οἱ φῦ χειρὶ ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«τέκνον ἐμόν, τοῦτον μὲν ἐάσομεν ἀχνύμενοί περ
κεῖσθαι, ἐπεὶ δὴ πρῶτα θεῶν ἰότητι δαμάσθη·
τύνη δ᾽ Ἡφαίστοιο πάρα κλυτὰ τεύχεα δέξο, 10
καλὰ μάλ᾽, οἷ᾽ οὔ πώ τις ἀνὴρ ὤμοισι φόρησεν.»
Ὣς ἄρα φωνήσασα θεὰ κατὰ τεύχε᾽ ἔθηκε
πρόσθεν Ἀχιλλῆος· τὰ δ᾽ ἀνέβραχε δαίδαλα πάντα.
Μυρμιδόνας δ᾽ ἄρα πάντας ἕλε τρόμος, οὐδέ τις ἔτλη
ἄντην εἰσιδέειν, ἀλλ᾽ ἔτρεσαν. αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς 15
ὡς εἶδ᾽, ὥς μιν μᾶλλον ἔδυ χόλος, ἐν δέ οἱ ὄσσε
δεινὸν ὑπὸ βλεφάρων ὡς εἰ σέλας ἐξεφάανθεν·
τέρπετο δ᾽ ἐν χείρεσσιν ἔχων θεοῦ ἀγλαὰ δῶρα.
αὐτὰρ ἐπεὶ φρεσὶν ᾗσι τετάρπετο δαίδαλα λεύσσων,
αὐτίκα μητέρα ἣν ἔπεα πτερόεντα προσηύδα· 20
«μῆτερ ἐμή, τὰ μὲν ὅπλα θεὸς πόρεν οἷ᾽ ἐπιεικὲς
ἔργ᾽ ἔμεν ἀθανάτων, μηδὲ βροτὸν ἄνδρα τελέσσαι.
νῦν δ᾽ ἤτοι μὲν ἐγὼ θωρήξομαι· ἀλλὰ μάλ᾽ αἰνῶς
δείδω μή μοι τόφρα Μενοιτίου ἄλκιμον υἱὸν
μυῖαι καδδῦσαι κατὰ χαλκοτύπους ὠτειλὰς 25
εὐλὰς ἐγγείνωνται, ἀεικίσσωσι δὲ νεκρόν―
ἐκ δ᾽ αἰὼν πέφαται― κατὰ δὲ χρόα πάντα σαπήῃ.»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα θεὰ Θέτις ἀργυρόπεζα·
«τέκνον, μή τοι ταῦτα μετὰ φρεσὶ σῇσι μελόντων.
τῷ μὲν ἐγὼ πειρήσω ἀλαλκεῖν ἄγρια φῦλα, 30
μυίας, αἵ ῥά τε φῶτας ἀρηϊφάτους κατέδουσιν·
ἤν περ γὰρ κεῖταί γε τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν,
αἰεὶ τῷ γ᾽ ἔσται χρὼς ἔμπεδος, ἢ καὶ ἀρείων.
ἀλλὰ σύ γ᾽ εἰς ἀγορὴν καλέσας ἥρωας Ἀχαιούς,
μῆνιν ἀποειπὼν Ἀγαμέμνονι, ποιμένι λαῶν, 35
αἶψα μάλ᾽ ἐς πόλεμον θωρήσσεο, δύσεο δ᾽ ἀλκήν.»
Ὣς ἄρα φωνήσασα μένος πολυθαρσὲς ἐνῆκε,
Πατρόκλῳ δ᾽ αὖτ᾽ ἀμβροσίην καὶ νέκταρ ἐρυθρὸν
στάξε κατὰ ῥινῶν, ἵνα οἱ χρὼς ἔμπεδος εἴη.
Αὐτὰρ ὁ βῆ παρὰ θῖνα θαλάσσης δῖος Ἀχιλλεὺς 40
σμερδαλέα ἰάχων, ὦρσεν δ᾽ ἥρωας Ἀχαιούς.
καί ῥ᾽ οἵ περ τὸ πάρος γε νεῶν ἐν ἀγῶνι μένεσκον,
οἵ τε κυβερνῆται καὶ ἔχον οἰήϊα νηῶν
καὶ ταμίαι παρὰ νηυσὶν ἔσαν, σίτοιο δοτῆρες,
καὶ μὴν οἱ τότε γ᾽ εἰς ἀγορὴν ἴσαν, οὕνεκ᾽ Ἀχιλλεὺς 45
ἐξεφάνη, δηρὸν δὲ μάχης ἐπέπαυτ᾽ ἀλεγεινῆς.
τὼ δὲ δύω σκάζοντε βάτην Ἄρεος θεράποντε,
Τυδεΐδης τε μενεπτόλεμος καὶ δῖος Ὀδυσσεύς,
ἔγχει ἐρειδομένω· ἔτι γὰρ ἔχον ἕλκεα λυγρά·
κὰδ δὲ μετὰ πρώτῃ ἀγορῇ ἵζοντο κιόντες. 50
αὐτὰρ ὁ δεύτατος ἦλθεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων,
ἕλκος ἔχων· καὶ γὰρ τὸν ἐνὶ κρατερῇ ὑσμίνῃ
οὖτα Κόων Ἀντηνορίδης χαλκήρεϊ δουρί.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντες ἀολλίσθησαν Ἀχαιοί,
τοῖσι δ᾽ ἀνιστάμενος μετέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς· 55
«Ἀτρεΐδη, ἦ ἄρ τι τόδ᾽ ἀμφοτέροισιν ἄρειον
ἔπλετο, σοὶ καὶ ἐμοί, ὅ τε νῶΐ περ ἀχνυμένω κῆρ
θυμοβόρῳ ἔριδι μενεήναμεν εἵνεκα κούρης;
τὴν ὄφελ᾽ ἐν νήεσσι κατακτάμεν Ἄρτεμις ἰῷ,
ἤματι τῷ ὅτ᾽ ἐγὼν ἑλόμην Λυρνησσὸν ὀλέσσας· 60
τῶ κ᾽ οὐ τόσσοι Ἀχαιοὶ ὀδὰξ ἕλον ἄσπετον οὖδας
δυσμενέων ὑπὸ χερσίν, ἐμεῦ ἀπομηνίσαντος.
Ἕκτορι μὲν καὶ Τρωσὶ τὸ κέρδιον· αὐτὰρ Ἀχαιοὺς
δηρὸν ἐμῆς καὶ σῆς ἔριδος μνήσεσθαι ὀΐω.
ἀλλὰ τὰ μὲν προτετύχθαι ἐάσομεν ἀχνύμενοί περ, 65
θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι φίλον δαμάσαντες ἀνάγκῃ·
νῦν δ᾽ ἤτοι μὲν ἐγὼ παύω χόλον, οὐδέ τί με χρὴ
ἀσκελέως αἰεὶ μενεαινέμεν· ἀλλ᾽ ἄγε θᾶσσον
ὄτρυνον πόλεμόνδε κάρη κομόωντας Ἀχαιούς,
ὄφρ᾽ ἔτι καὶ Τρώων πειρήσομαι ἀντίον ἐλθών, 70
αἴ κ᾽ ἐθέλωσ᾽ ἐπὶ νηυσὶν ἰαύειν· ἀλλά τιν᾽ οἴω
ἀσπασίως αὐτῶν γόνυ κάμψειν, ὅς κε φύγῃσι
δηΐου ἐκ πολέμοιο ὑπ᾽ ἔγχεος ἡμετέροιο.»