Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 17 στ. 1-81
Ωστόσο τη ματιά δεν ξέφυγε του γαύρου γιου του Ατρέα
Μενέλαου, πως οι Τρώες τον Πάτροκλο στον πόλεμο σκoτώσαν.
Γοργά περνάει μέσ᾽ απ᾽ τους πρόμαχους με αστραποβόλο κράνος,
κι εστάθη πλάι του, στο μοσκάρι της πρωτόγεννη όπως μάνα
στέκει αποδίπλα μουκανίζοντας, πριν άμαθη από γέννα· 5
όμοια ο ξανθός Μενέλαος στάθηκε στον Πάτροκλο αποδίπλα·
μπροστά τ᾽ ολόκυκλο σκουτάρι του και το κοντάρι εκράτα,
λύσσα γεμάτος, όποιον θά ᾽βγαινε μπροστά του να σκοτώσει.
Μα ουδέ κι ο κονταράς παράτησε του Πάνθου υγιός να φύγει
τον αψεγάδιαστο τον Πάτροκλο που εκείτουνταν, μόν᾽ τρέχει 10
και πλάι του στέκει, και του αντρόκαρδου Μενέλαου τέτοια κράζει:
«Μενέλαε, γιε του Ατρέα τρισεύγενε, τρανέ μπροστάρη, πίσω!
Τραβήξου απ᾽ το νεκρό, παράτησε τα ματωμένα κούρσα·
τι από τους Τρώες κι από τους σύμμαχους πρώτα από εμέ κανένας,
στην άγρια μάχη δεν κοντάρεψε τον Πάτροκλο· άσε τώρα 15
κι εγώ να πάρω δόξα ατίμητη μέσα στους Τρώες τους άλλους,
μη τη ζωή σου πάρω, ρίχνοντας, τη γλυκομελιτούσα!»
Τότε ο ξανθός Μενέλαος θύμωσε βαριά κι απηλογήθη:
«Η καυκησιά η πολλή στον άνθρωπο και πώς δε στέκει, θε μου!
Τόση δεν έχει μήτε η λιόπαρδη και μήτε ο λιόντας λύσσα, 20
μηδέ κι ο κάπρος ο ανημέρωτος, που απ᾽ όλους πιο μανιάζει
στα στήθια του η καρδιά, απ᾽ την πλήθια της τη δύναμη μεθώντας,
όσην αγριότη κλείνουν μέσα τους οι γιοι του Πάνθου οι γαύροι.
Μα κι ο αλογάρης Υπερήνορας, και μ᾽ όλη την αντρειά του,
δεν την εχάρηκε τη νιότη του, που ο πιο αχαμνός θαρρώντας 25
πως είμαι Αργίτης κι αψηφώντας με δεν έφυγε από μπρος μου·
κι ούτε στο σπίτι λέω να γύρισε με τα δικά του πόδια,
να φράνει τη γλυκιά γυναίκα του, τους σεβαστούς γονιούς του.
Και σένα τώρα εγώ τα γόνατα θα λύσω, μπρος μου αν μείνεις.
Άκουσε ωστόσο και τη γνώμη μου· μέσα στ᾽ ασκέρι πάλε 30
γυρνώντας τρέχα, και μη στέκεσαι μπροστά μου, μη σου τύχει
κακό κανένα· τι κι ο ανέμυαλος σαν πάθει φρονιμεύει.»
Είπε, μα εκείνος δεν τον άκουσε κι απηλογιά τού δίνει:
«Την ώρα αυτή βαριά, τρισεύγενε Μενέλαε, θα πλερώσεις
τον αδερφό μου που θανάτωσες και το παινιέσαι κιόλα· 35
και στη γωνιά τη χήρα του έκλεισες του νιου σπιτιού τους μέσα,
και στους γονιούς του πένθος χάρισες ανείπωτο και θρήνους.
Μπορεί των έρημων τα κλάματα να σταματούσα, αν ήταν
παίρνοντας τώρα το κεφάλι σου και την αρμάτα σου όλη
στου Πάνθου και στης άξιας Φρόντιδας τα χέρια να τα ρίξω. 40
Ομπρός λοιπόν, ας δοκιμάσουμε κι ας κονταροκρουστούμε·
γιατί να χάνουμε την ώρα μας; Γιά νίκη γιά φευγάλα!»
Είπε, κι ευτύς πα στ᾽ ολοστρόγγυλο τον χτύπησε σκουτάρι·
μα δεν το τρύπησε, τι στράβωσε του κονταριού του η μύτη
πα στο γερό σκουτάρι· δεύτερος ο γιος του Ατρέα χιμίζει 45
με το κοντάρι, μα πρωτύτερα στο Δία πατέρα ευκήθη.
Κι όπως εκείνος πισωπόδιζε, στου λαρυγγιού τη ρίζα
τον βρίσκει, κι έβαλε και δύναμη με το βαρύ του χέρι,
κι απαντικρύ ο χαλός επρόβαλε στον τρυφερό λαιμό του.
Πέφτει με βρόντο, κι από πάνω του βροντήξαν τ᾽ άρματά του, 50
και μ᾽ αίμα τα μαλλιά του εμούσκεψαν, που τά ᾽χε σαν τις Χάρες,
και τα σγουρά του, που αναπλέκουνταν με μάλαμα κι ασήμι.
Πώς ανασταίνει μ᾽ έγνοια ολόδροσο φιντάνι ελιά ο ξωμάχος
σε τόπο απόμερο, που γύρα του νερά βρυσίζουν πλήθια,
πανώριο, τρυφερό, κι οι αγέρηδες κάθε λογής φυσώντας 55
το ακρολυγούν, και στέκει κάτασπρο στον πλήθιο μέσα ανθό του·
όμως αγέρας ξάφνου ασκώνεται και δυνατό δρολάπι
κι από το λάκκο του ανασπώντας το στο χώμα το ξαπλώνει·
του Πάνθου τον υγιό, τον Εύφορβο τον κονταρά, παρόμοια
σκότωσε ο γιος του Ατρέα, κι απ᾽ τ᾽ άρματα να τόνε γδύνει επήρε. 60
Κι όπως βουνίσιος λιόντας, έχοντας τα θάρρη στην αντρειά του,
την πιο καλή γελάδα, πού ᾽βοσκε με το κοπάδι, αρπάζει,
κι ως στα γερά την πάρει δόντια του και της τσακίσει πρώτα
το σβέρκο, αναρουφάει το γαίμα της και τρώει τα σωθικά της
σπαράζοντάς την· ολοτρόγυρα σκυλιά και βοϊδολάτες 65
μακριάθε τού χουγιάζουν άπαυτα, καρδιά δεν έχουν όμως
να πέσουν πάνω του, τι ολόχλωμος τους περεχύνει φόβος·
όμοια και τότε μες στα στήθια του κανείς καρδιά δεν είχε
μπροστά να βγεί, τον πολυδόξαστο Μενέλαο ν᾽ αντικρίσει.
Έτσι ο Μενέλαος θά ᾽παιρνε εύκολα του Ευφόρβου την αρμάτα, 70
αν δεν τον έκοβε ζηλόφτονος ο Απόλλωνας ο Φοίβος
κι έσπρωχνε απάνω του τον Έχτορα, που σαν τον Άρη εχίμα,
του Μέντη μοιάζοντας, που αφέντευε στους Κίκονες ρηγάρχης·
και κράζοντάς τον με ανεμάρπαστα τον αποπήρε λόγια:
«Έχτορα εσύ, του κάκου τ᾽ άπιαστα να πιάσεις τρέχεις τώρα, 75
του αντρόκαρδου Αχιλλέα τ᾽ αλόγατα, που ζόρικο πολύ ᾽ναι
θνητοί να τα μερώσουν άνθρωποι και να τα κυβερνήσουν·
μόνο ο Αχιλλέας μπορεί, τι αθάνατη τον έχει κάνει μάνα.
Μα νά ο Μενέλαος ο πολέμαρχος, ο γιος του Ατρέα, που εστάθη
δίπλα στον Πάτροκλο και σκότωσε τον πιο αντρειανό απ᾽ τους Τρώες, 80
του Πάνθου τον υγιό τον Εύφορβο, και τού ᾽κοψε τη φόρα.»
Οὐδ᾽ ἔλαθ᾽ Ἀτρέος υἱόν, ἀρηΐφιλον Μενέλαον,
Πάτροκλος Τρώεσσι δαμεὶς ἐν δηϊοτῆτι.
βῆ δὲ διὰ προμάχων κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ,
ἀμφὶ δ᾽ ἄρ᾽ αὐτῷ βαῖν᾽ ὥς τις περὶ πόρτακι μήτηρ
πρωτοτόκος κινυρή, οὐ πρὶν εἰδυῖα τόκοιο· 5
ὣς περὶ Πατρόκλῳ βαῖνε ξανθὸς Μενέλαος.
πρόσθε δέ οἱ δόρυ τ᾽ ἔσχε καὶ ἀσπίδα πάντοσ᾽ ἐΐσην,
τὸν κτάμεναι μεμαὼς ὅς τις τοῦ γ᾽ ἀντίος ἔλθοι.
οὐδ᾽ ἄρα Πάνθου υἱὸς ἐϋμμελίης ἀμέλησε
Πατρόκλοιο πεσόντος ἀμύμονος· ἄγχι δ᾽ ἄρ᾽ αὐτοῦ 10
ἔστη, καὶ προσέειπεν ἀρηΐφιλον Μενέλαον·
«Ἀτρεΐδη Μενέλαε διοτρεφές, ὄρχαμε λαῶν,
χάζεο, λεῖπε δὲ νεκρόν, ἔα δ᾽ ἔναρα βροτόεντα·
οὐ γάρ τις πρότερος Τρώων κλειτῶν τ᾽ ἐπικούρων
Πάτροκλον βάλε δουρὶ κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην· 15
τῶ με ἔα κλέος ἐσθλὸν ἐνὶ Τρώεσσιν ἀρέσθαι,
μή σε βάλω, ἀπὸ δὲ μελιηδέα θυμὸν ἕλωμαι.»
Τὸν δὲ μέγ᾽ ὀχθήσας προσέφη ξανθὸς Μενέλαος·
«Ζεῦ πάτερ, οὐ μὲν καλὸν ὑπέρβιον εὐχετάασθαι.
οὔτ᾽ οὖν παρδάλιος τόσσον μένος οὔτε λέοντος 20
οὔτε συὸς κάπρου ὀλοόφρονος, οὗ τε μέγιστος
θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι περὶ σθένεϊ βλεμεαίνει,
ὅσσον Πάνθου υἷες ἐϋμμελίαι φρονέουσιν.
οὐδὲ μὲν οὐδὲ βίη Ὑπερήνορος ἱπποδάμοιο
ἧς ἥβης ἀπόνηθ᾽, ὅτε μ᾽ ὤνατο καί μ᾽ ὑπέμεινε 25
καί μ᾽ ἔφατ᾽ ἐν Δαναοῖσιν ἐλέγχιστον πολεμιστὴν
ἔμμεναι· οὐδέ ἕ φημι πόδεσσί γε οἷσι κιόντα
εὐφρῆναι ἄλοχόν τε φίλην κεδνούς τε τοκῆας.
ὥς θην καὶ σὸν ἐγὼ λύσω μένος, εἴ κέ μευ ἄντα
στήῃς· ἀλλά σ᾽ ἔγωγ᾽ ἀναχωρήσαντα κελεύω 30
ἐς πληθὺν ἰέναι, μηδ᾽ ἀντίος ἵστασ᾽ ἐμεῖο,
πρίν τι κακὸν παθέειν· ῥεχθὲν δέ τε νήπιος ἔγνω.»
Ὣς φάτο, τὸν δ᾽ οὐ πεῖθεν· ἀμειβόμενος δὲ προσηύδα·
«νῦν μὲν δή, Μενέλαε διοτρεφές, ἦ μάλα τείσεις
γνωτὸν ἐμόν, τὸν ἔπεφνες, ἐπευχόμενος δ᾽ ἀγορεύεις, 35
χήρωσας δὲ γυναῖκα μυχῷ θαλάμοιο νέοιο,
ἀρητὸν δὲ τοκεῦσι γόον καὶ πένθος ἔθηκας.
ἦ κέ σφιν δειλοῖσι γόου κατάπαυμα γενοίμην,
εἴ κεν ἐγὼ κεφαλήν τε τεὴν καὶ τεύχε᾽ ἐνείκας
Πάνθῳ ἐν χείρεσσι βάλω καὶ Φρόντιδι δίῃ. 40
ἀλλ᾽ οὐ μὰν ἔτι δηρὸν ἀπείρητος πόνος ἔσται
οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἀδήριτος ἤτ᾽ ἀλκῆς ἤτε φόβοιο.»
Ὣς εἰπὼν οὔτησε κατ᾽ ἀσπίδα πάντοσ᾽ ἐΐσην·
οὐδ᾽ ἔρρηξεν χαλκός, ἀνεγνάμφθη δέ οἱ αἰχμὴ
ἀσπίδ᾽ ἐνὶ κρατερῇ· ὁ δὲ δεύτερος ὄρνυτο χαλκῷ 45
Ἀτρεΐδης Μενέλαος, ἐπευξάμενος Διὶ πατρί·
ἂψ δ᾽ ἀναχαζομένοιο κατὰ στομάχοιο θέμεθλα
νύξ᾽, ἐπὶ δ᾽ αὐτὸς ἔρεισε βαρείῃ χειρὶ πιθήσας·
ἀντικρὺ δ᾽ ἁπαλοῖο δι᾽ αὐχένος ἤλυθ᾽ ἀκωκή,
δούπησεν δὲ πεσών, ἀράβησε δὲ τεύχε᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ. 50
αἵματί οἱ δεύοντο κόμαι Χαρίτεσσιν ὁμοῖαι
πλοχμοί θ᾽, οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο.
οἷον δὲ τρέφει ἔρνος ἀνὴρ ἐριθηλὲς ἐλαίης
χώρῳ ἐν οἰοπόλῳ, ὅθ᾽ ἅλις ἀναβέβροχεν ὕδωρ,
καλὸν τηλεθάον· τὸ δέ τε πνοιαὶ δονέουσι 55
παντοίων ἀνέμων, καί τε βρύει ἄνθεϊ λευκῷ·
ἐλθὼν δ᾽ ἐξαπίνης ἄνεμος σὺν λαίλαπι πολλῇ
βόθρου τ᾽ ἐξέστρεψε καὶ ἐξετάνυσσ᾽ ἐπὶ γαίῃ·
τοῖον Πάνθου υἱὸν ἐϋμμελίην Εὔφορβον
Ἀτρεΐδης Μενέλαος ἐπεὶ κτάνε, τεύχε᾽ ἐσύλα. 60
Ὡς δ᾽ ὅτε τίς τε λέων ὀρεσίτροφος, ἀλκὶ πεποιθώς,
βοσκομένης ἀγέλης βοῦν ἁρπάσῃ ἥ τις ἀρίστη·
τῆς δ᾽ ἐξ αὐχέν᾽ ἔαξε λαβὼν κρατεροῖσιν ὀδοῦσι
πρῶτον, ἔπειτα δέ θ᾽ αἷμα καὶ ἔγκατα πάντα λαφύσσει
δῃῶν· ἀμφὶ δὲ τόν γε κύνες τ᾽ ἄνδρές τε νομῆες 65
πολλὰ μάλ᾽ ἰύζουσιν ἀπόπροθεν οὐδ᾽ ἐθέλουσιν
ἀντίον ἐλθέμεναι· μάλα γὰρ χλωρὸν δέος αἱρεῖ·
ὣς τῶν οὔ τινι θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἐτόλμα
ἀντίον ἐλθέμεναι Μενελάου κυδαλίμοιο.
ἔνθα κε ῥεῖα φέροι κλυτὰ τεύχεα Πανθοΐδαο 70
Ἀτρεΐδης, εἰ μή οἱ ἀγάσσατο Φοῖβος Ἀπόλλων,
ὅς ῥά οἱ Ἕκτορ᾽ ἐπῶρσε θοῷ ἀτάλαντον Ἄρηϊ,
ἀνέρι εἰσάμενος, Κικόνων ἡγήτορι Μέντῃ·
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Ἕκτορ, νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων 75
ἵππους Αἰακίδαο δαΐφρονος· οἱ δ᾽ ἀλεγεινοὶ
ἀνδράσι γε θνητοῖσι δαμήμεναι ἠδ᾽ ὀχέεσθαι,
ἄλλῳ γ᾽ ἢ Ἀχιλῆϊ, τὸν ἀθανάτη τέκε μήτηρ.
τόφρα δέ τοι Μενέλαος, ἀρήϊος Ἀτρέος υἱός,
Πατρόκλῳ περιβὰς Τρώων τὸν ἄριστον ἔπεφνε, 80
Πανθοΐδην Εὔφορβον, ἔπαυσε δὲ θούριδος ἀλκῆς.»