Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 16 στ. 1-45
Έτσι χτυπιούνταν στ᾽ ωριοκούβερτο καράβι γύρα ετούτοι,
κι ωστόσο ο Πάτροκλος εσίμωσε τον Αχιλλέα κι εστάθη,
δάκρυα ζεστά απ᾽ τα μάτια χύνοντας, σα μαύρη νερομάνα,
που απ᾽ αψηλό γκρεμό ξεχύνουνται τα σκοτεινά νερά της.
Κι όπως τον είδε, ο φτεροπόδαρος τον πόνεσε Αχιλλέας, 5
και κράζοντάς τον με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Γιατί είσαι δακρυσμένος, Πάτροκλε, σαν άπλερη παιδούλα,
που τρέχει δίπλα από τη μάνα της και της γυρεύει αγκάλη,
και πίσω την τραβάει, κι ας βιάζεται, κρατώντας τη απ᾽ το ρούχο,
και την κοιτάει στα μάτια κλαίγοντας, στα χέρια ως να την πάρει; 10
Με τούτη μοιάζεις τώρα, Πάτροκλε, στο κλάμα βουτηγμένος.
Στους Μυρμιδόνες έχεις τίποτα να πεις, σε μένα μήπως;
Γιά κι απ᾽ τη Φθία μάς ήρθε μήνυμα, που εσύ το ξέρεις μόνο;
Ωστόσο λένε ζει ο Μενοίτιος, του Αχτόρου ο γιος, ακόμα,
ζει του Αιακού κι ο γιος, ο κύρης μου, στους Μυρμιδόνες μέσα, 15
και για τους δυο που θα λυπούμασταν πολύ βαριά, αν πεθαίναν.
Γιά μήπως τους Αργίτες κάθεσαι και κλαις, που ρημαζόνται
από δικό τους τώρα φταίξιμο στα βαθουλά καράβια;
Μίλα ανοιχτά, κι οι δυο να ξέρουμε, μην το κρατάς κρυμμένο.»
Και τότε εσύ, αλογάρη Πάτροκλε, βαριά βογγώντας είπες: 20
«Γιε του Πηλέα, που ο πιο λιοντόκαρδος στους Αχαιούς λογιέσαι,
συμπάθα με, κακό ανεβάσταχτο τους Αχαιούς πλακώνει·
τι κιόλας όλοι που ξεχώριζαν στην αντριγιά ως τα τώρα,
από κοντά ή μακριά χτυπήθηκαν και στ᾽ άρμενα πλαγιάζουν.
Από σαϊτιά ο Διομήδης, ο άτρομος γιος του Τυδέα, λαβώθη, 25
από κοντάρι κι ο Αγαμέμνονας κι ο γαύρος Οδυσσέας,
από σαγίτα ακόμα ο Ευρύπυλος πα στο δεξιό μερί του.
Τώρα οι γιατροί με τα βοτάνια τους τ᾽ αρίφνητα γνοιαζόνται
να γιάνουν τις πληγές· αμέρωτος εσύ μονάχα μένεις.
Θεός μη δώσει τέτοιο χόλιασμα κι εμέ ποτέ να λάχει! 30
Κακέ αντρειωμένε! Ποιός κι αργότερα θα ιδεί καλό από σένα,
αν τώρα απ᾽ το χαμό τον άδικο δε σώσεις τους Αργίτες;
Άσπλαχνε εσύ, τον αλογόχαρο Πηλέα δεν είχες κύρη
κι ουδέ τη Θέτη μάνα· η θάλασσα σ᾽ έχει γεννήσει εσένα
η αστραφτερή κι οι βράχοι οι απόγκρεμοι· τόσο σκληρή η ψυχή σου! 35
Μ᾽ αν των θεών κανένα μήνυμα θες να ξεφύγεις τώρα,
που η σεβαστή σού το φανέρωσε μητέρα από το Δία,
καν στείλε εμένα τότε γρήγορα, μαζί και το άλλο ασκέρι
των Μυρμιδόνων· φως θ᾽ αντίκριζαν οι Αργίτες έτσι κάπως.
Και τη δικιά σου αρμάτα δώσε μου να βάλω απά στους ώμους· 40
μπορεί, για σένα αν θα με πάρουνε, τον πόλεμο ν᾽ αφήσουν
οι Τρώες, κι οι Αργίτες οι πολέμαρχοι μια στάλα ν᾽ ανασάνουν,
που απόστασαν· καλή στον πόλεμο κι η λίγη ανάσα ακόμα.
Κι εύκολα πέφτοντας ξεκούραστοι σε κουρασμένους πάνω,
απ᾽ τα καλύβια θα τους διώχναμε κι απ᾽ τ᾽ άρμενα στο κάστρο.» 45
Ὣς οἱ μὲν περὶ νηὸς ἐϋσσέλμοιο μάχοντο·
Πάτροκλος δ᾽ Ἀχιλῆϊ παρίστατο, ποιμένι λαῶν,
δάκρυα θερμὰ χέων ὥς τε κρήνη μελάνυδρος,
ἥ τε κατ᾽ αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ.
τὸν δὲ ἰδὼν ᾤκτιρε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς, 5
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«τίπτε δεδάκρυσαι, Πατρόκλεες, ἠΰτε κούρη
νηπίη, ἥ θ᾽ ἅμα μητρὶ θέουσ᾽ ἀνελέσθαι ἀνώγει,
εἱανοῦ ἁπτομένη, καί τ᾽ ἐσσυμένην κατερύκει,
δακρυόεσσα δέ μιν ποτιδέρκεται, ὄφρ᾽ ἀνέληται· 10
τῇ ἴκελος, Πάτροκλε, τέρεν κατὰ δάκρυον εἴβεις.
ἠέ τι Μυρμιδόνεσσι πιφαύσκεαι, ἢ ἐμοὶ αὐτῷ,
ἦέ τιν᾽ ἀγγελίην Φθίης ἒξ ἔκλυες οἶος;
ζώειν μὰν ἔτι φασὶ Μενοίτιον, Ἄκτορος υἱόν,
ζώει δ᾽ Αἰακίδης Πηλεὺς μετὰ Μυρμιδόνεσσι, 15
τῶν κε μάλ᾽ ἀμφοτέρων ἀκαχοίμεθα τεθνηώτων.
ἦε σύ γ᾽ Ἀργείων ὀλοφύρεαι, ὡς ὀλέκονται
νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσιν ὑπερβασίης ἕνεκα σφῆς;
ἐξαύδα, μὴ κεῦθε νόῳ, ἵνα εἴδομεν ἄμφω.»
Τὸν δὲ βαρὺ στενάχων προσέφης, Πατρόκλεες ἱππεῦ· 20
«ὦ Ἀχιλεῦ, Πηλῆος υἱέ, μέγα φέρτατ᾽ Ἀχαιῶν,
μὴ νεμέσα· τοῖον γὰρ ἄχος βεβίηκεν Ἀχαιούς.
οἱ μὲν γὰρ δὴ πάντες, ὅσοι πάρος ἦσαν ἄριστοι,
ἐν νηυσὶν κέαται βεβλημένοι οὐτάμενοί τε.
βέβληται μὲν ὁ Τυδεΐδης κρατερὸς Διομήδης, 25
οὔτασται δ᾽ Ὀδυσεὺς δουρικλυτὸς ἠδ᾽ Ἀγαμέμνων,
βέβληται δὲ καὶ Εὐρύπυλος κατὰ μηρὸν ὀϊστῷ.
τοὺς μέν τ᾽ ἰητροὶ πολυφάρμακοι ἀμφιπένονται,
ἕλκε᾽ ἀκειόμενοι· σὺ δ᾽ ἀμήχανος ἔπλευ, Ἀχιλλεῦ.
μὴ ἐμέ γ᾽ οὖν οὗτός γε λάβοι χόλος, ὃν σὺ φυλάσσεις, 30
αἰναρέτη· τί σευ ἄλλος ὀνήσεται ὀψίγονός περ,
αἴ κε μὴ Ἀργείοισιν ἀεικέα λοιγὸν ἀμύνῃς;
νηλεές, οὐκ ἄρα σοί γε πατὴρ ἦν ἱππότα Πηλεύς,
οὐδὲ Θέτις μήτηρ· γλαυκὴ δέ σε τίκτε θάλασσα
πέτραι τ᾽ ἠλίβατοι, ὅτι τοι νόος ἐστὶν ἀπηνής. 35
εἰ δέ τινα φρεσὶ σῇσι θεοπροπίην ἀλεείνεις
καί τινά τοι πὰρ Ζηνὸς ἐπέφραδε πότνια μήτηρ,
ἀλλ᾽ ἐμέ περ πρόες ὦχ᾽, ἃμα δ᾽ ἄλλον λαὸν ὄπασσον
Μυρμιδόνων, ἤν πού τι φόως Δαναοῖσι γένωμαι.
δὸς δέ μοι ὤμοιιν τὰ σὰ τεύχεα θωρηχθῆναι, 40
αἴ κ᾽ ἐμὲ σοὶ ἴσκοντες ἀπόσχωνται πολέμοιο
Τρῶες, ἀναπνεύσωσι δ᾽ ἀρήϊοι υἷες Ἀχαιῶν
τειρόμενοι· ὀλίγη δέ τ᾽ ἀνάπνευσις πολέμοιο.
ῥεῖα δέ κ᾽ ἀκμῆτες κεκμηότας ἄνδρας ἀϋτῇ
ὤσαιμεν προτὶ ἄστυ νεῶν ἄπο καὶ κλισιάων.» 45