Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 15 στ. 1-77
Μα τα παλούκια πια σα διάβηκαν και το χαντάκι πέρα
μες στο φευγιό τους ―κι απ᾽ τ᾽ αργίτικα τα χέρια πλήθιοι επέφταν―
κει πού ᾽χαν στήσει πριν τ᾽ αμάξια τους σταθήκαν και προσμέναν
χλωμοί απ᾽ το φόβο εκείνοι τρέμοντας. Κι ο Δίας ξυπνάει στην ώρα
δίπλα στην Ήρα τη χρυσόθρονη, πα στην κορφή της Ίδας. 5
Πετάχτη ορθός ευτύς κι αντίκρισε τους Τρώες και τους Αργίτες,
εκείνοι να τσακίζουν τρέμοντας, κι οι Δαναοί ξοπίσω
να τους χτυπούν, κι ο ρήγας δίπλα τους να στέκει Ποσειδώνας.
Κι είδε τον Έχτορα που εκείτουνταν στον κάμπο, απ᾽ τους συντρόφους
τριγυρισμένος, ανασαίνοντας βαριά, ξεπνοϊσμένος, 10
κι αίμα ξερνώντας, τι δεν τού ᾽ριξεν ο πιο αχαμνός Αργίτης.
Τον πόνεσε ως τον είδε των θνητών και των θεών ο κύρης,
κι όλος θυμό στην Ήρα εμίλησε στραβοκοιτάζοντάς την:
«Εσένα οι τέχνες οι παμπόνηρες, Ήρα στριμμένη, εβγάλαν
το θείο τον Έχτορα απ᾽ τον πόλεμο και τσάκισαν τ᾽ ασκέρι. 15
Θαρρώ πως πρέπει αυτές τις άσκημες δουλειές να μου πλερώσεις
πιο πρώτα εσύ, κι αστραποπέλεκο να ρίξω να σε κάψω.
Γιά δε θυμάσαι όντας σε κρέμασα ψηλάθε, κι απ᾽ τα πόδια
δυο αμόνια σού ᾽δεσα, και σού ᾽σφιξα μ᾽ ένα σκοινί τα χέρια
ασύντριφτο, χρυσό, και συ έμεινες να κρέμεσαι στα νέφη 20
και στον αιθέρα; Κι απ᾽ τον Όλυμπο ψηλά βαρυγκομούσαν
όλοι οι θεοί, μα δεν εδύνουνταν να ᾽ρθούν και να σε λύσουν·
γιατί όποιον άρπαζα τον τίναζα ψηλάθε απ᾽ το κατώφλι,
ώσπου στη γη να φτάσει ξέψυχος· μα κι έτσι με κρατούσε
δίχως σωμό ο καημός που μ᾽ έτρωγε για του Ηρακλή τα πάθη, 25
αυτόν που εσύ φουρτούνα ασκώνοντας με το Βοριά βοηθό σου
μες στο άγριο πέλαγο τον έσπρωξες για να χαθεί κει πέρα,
κι απέ τον πήγες ξεστρατίζοντας στης Κως τ᾽ αρχοντονήσι.
Μα τότε εγώ από κει τον γλίτωσα και τον γυρίζω πίσω
μετά από τόσα μύρια βάσανα στο αλογοθρόφο το Άργος. 30
Ν᾽ αφήσεις πια τα ξεπλανέματα, γι᾽αυτό σού τα θυμίζω,
πως δε φελούν να ξέρεις ο έρωτας κι οι αγκάλες, που απ᾽ τους άλλους
θεούς μακριά εδώ πέρα εχάρηκες, για να με ξεπλανέψεις.»
Αυτά ειπε, κι η σεβάσμια ετρόμαξε βοϊδόματη Ήρα τότε,
και κράζοντάς τον με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια: 35
«Βάζω τη Γη κι απάνω τ᾽ άσωστα τα Ουράνια εγώ μαρτύρους,
βάζω της Στύγας τα κρεμάμενα νερά, που από τους όρκους
ο πιο τρανός μες στους τρισεύτυχους θεούς λογιέται πάντα,
το άγιο κεφάλι σου, του γάμου μας ακόμα το κλινάρι,
που δίχως λόγο δε θα τό ᾽βαζα στο στόμα εγώ ποτέ μου: 40
δεν είναι από δικιά μου βούληση που ο Κοσμοσείστης τώρα
τους Τρώες τσακίζει και τον Έχτορα, και διαφεντεύει ετούτους.
Η ίδια η καρδιά του λέω τον έσπρωξε σ᾽ αυτό, και τους Αργίτες
μπροστά στα πλοία να βασανίζουνται σαν είδε, τους σπλαχνίστη.
Ωστόσο εγώ και κείνου θά ᾽λεγα να στρέξει τώρα, κι άλλη 45
απ᾽ τη δικιά σου, Μαυροσύγνεφε, να μην οδεύει στράτα.»
Είπε, και τότε των αθάνατων και των θνητών ο κύρης
χαμογελώντας με ανεμάρπαστα της συντυχαίνει λόγια:
«Αν απ᾽ εδώ κι ομπρός, βοϊδόματη τρισέβαστη Ήρα, πάντα
την ίδια στων θεών τη σύναξη βουλή ακλουθάς με μένα, 50
ο Ποσειδώνας, κι αν θα τό ᾽θελε να πάρει στράτες άλλες,
κατά που εμείς οι δυο θα ορίζαμε θ᾽ άλλαζε ευτύς τη γνώμη.
Μα τώρα αληθινά αν μου μίλησες και δίχως δόλο, σύρε
μες στων αθάνατων τη σύναξη και φώναξέ μου νά ᾽ρθουν
την Ίριδα και τον Απόλλωνα τον τρανοσαγιτάρη· 55
κείνη να πάει στων χαλκοθώρακων των Αχαιών τ᾽ ασκέρι,
στο ρήγα Ποσειδώνα μήνυμα να δώσει, από τη μάχη
να τραβηχτεί και στο παλάτι του ξανά να γείρει πίσω·
και πάλι ο Απόλλωνας τον Έχτορα στον πόλεμο να σπρώξει,
καινούργια να του βάλει δύναμη, τους πόνους να του γιάνει, 60
που τώρα τυραννούν τα σπλάχνα του, και τους Αργίτες πίσω
να στρέψει, κι ως γυναίκες τρέμοντας στα πόδια να το βάλουν·
κι όπως θα φεύγουν, στα πολύσκαρμα καράβια του Αχιλλέα
να πέσουν πάνω· τον ακράνη του θ᾽ ασκώσει εκείνος τότε,
τον Πάτροκλο· κι αυτός απ᾽ του Έχτορα θα πέσει το κοντάρι, 65
αφού χαλάσει πλήθος άγουρους ομπρός στο κάστρο πρώτα,
μέσα στους άλλους τον αντρόκαρδο το γιο μου Σαρπηδόνα.
Κι ο γαύρος Αχιλλέας, θυμώνοντας για κείνον, θα σκοτώσει
τον Έχτορα· μετά απ᾽ τ᾽ αργίτικα καράβια όλο πιο πίσω
θα κάνω εγώ τους Τρώες να φεύγουνε, χέρι η Αθηνά ως να δώσει, 70
κι οι Αργίτες πια της Τροίας το απόγκρεμο ξεθεμελιώσουν κάστρο.
Μα ως τότε μήτε εγώ την όργητα θα παρατήσω, μήτε
άλλον θ᾽ αφήσω απ᾽ τους αθάνατους να σκέπει τους Αργίτες
δω πέρα, του Αχιλλέα το θέλημα πριν γένει απ᾽ άκρη ως άκρη,
καθώς του τό ᾽ταξα και τού ᾽γνεψα με το κεφάλι, τότε 75
που η Θέτιδα η θεά μού αγκάλιασε τα γόνα, να δοξάσω
τον Αχιλλέα παρακαλώντας με τον καστροκαταλύτη.»
Αὐτὰρ ἐπεὶ διά τε σκόλοπας καὶ τάφρον ἔβησαν
φεύγοντες, πολλοὶ δὲ δάμεν Δαναῶν ὑπὸ χερσίν,
οἱ μὲν δὴ παρ᾽ ὄχεσφιν ἐρητύοντο μένοντες,
χλωροὶ ὑπαὶ δείους, πεφοβημένοι· ἔγρετο δὲ Ζεὺς
Ἴδης ἐν κορυφῇσι παρὰ χρυσοθρόνου Ἥρης, 5
στῆ δ᾽ ἄρ᾽ ἀναΐξας, ἴδε δὲ Τρῶας καὶ Ἀχαιούς,
τοὺς μὲν ὀρινομένους, τοὺς δὲ κλονέοντας ὄπισθεν
Ἀργείους, μετὰ δέ σφι Ποσειδάωνα ἄνακτα·
Ἕκτορα δ᾽ ἐν πεδίῳ ἴδε κείμενον, ἀμφὶ δ᾽ ἑταῖροι
ἥαθ᾽, ὁ δ᾽ ἀργαλέῳ ἔχετ᾽ ἄσθματι κῆρ ἀπινύσσων, 10
αἷμ᾽ ἐμέων, ἐπεὶ οὔ μιν ἀφαυρότατος βάλ᾽ Ἀχαιῶν.
τὸν δὲ ἰδὼν ἐλέησε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε,
δεινὰ δ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν Ἥρην πρὸς μῦθον ἔειπεν·
«ἦ μάλα δὴ κακότεχνος, ἀμήχανε, σὸς δόλος, Ἥρη,
Ἕκτορα δῖον ἔπαυσε μάχης, ἐφόβησε δὲ λαούς. 15
οὐ μὰν οἶδ᾽ εἰ αὖτε κακορραφίης ἀλεγεινῆς
πρώτη ἐπαύρηαι καί σε πληγῇσιν ἱμάσσω.
ἦ οὐ μέμνῃ ὅτε τ᾽ ἐκρέμω ὑψόθεν, ἐκ δὲ ποδοῖιν
ἄκμονας ἧκα δύω, περὶ χερσὶ δὲ δεσμὸν ἴηλα
χρύσεον ἄρρηκτον; σὺ δ᾽ ἐν αἰθέρι καὶ νεφέλῃσιν 20
ἐκρέμω· ἠλάστεον δὲ θεοὶ κατὰ μακρὸν Ὄλυμπον,
λῦσαι δ᾽ οὐκ ἐδύναντο παρασταδόν· ὃν δὲ λάβοιμι
ῥίπτασκον τεταγὼν ἀπὸ βηλοῦ, ὄφρ᾽ ἂν ἵκηται
γῆν ὀλιγηπελέων· ἐμὲ δ᾽ οὐδ᾽ ὧς θυμὸν ἀνίει
ἀζηχὴς ὀδύνη Ἡρακλῆος θείοιο, 25
τὸν σὺ ξὺν Βορέῃ ἀνέμῳ πεπιθοῦσα θυέλλας
πέμψας ἐπ᾽ ἀτρύγετον πόντον, κακὰ μητιόωσα,
καί μιν ἔπειτα Κόωνδ᾽ εὖ ναιομένην ἀπένεικας.
τὸν μὲν ἐγὼν ἔνθεν ῥυσάμην καὶ ἀνήγαγον αὖτις
Ἄργος ἐς ἱππόβοτον, καὶ πολλά περ ἀθλήσαντα. 30
τῶν σ᾽ αὖτις μνήσω, ἵν᾽ ἀπολλήξῃς ἀπατάων,
ὄφρα ἴδῃ ἤν τοι χραίσμῃ φιλότης τε καὶ εὐνή,
ἣν ἐμίγης ἐλθοῦσα θεῶν ἄπο καί μ᾽ ἀπάτησας.»
Ὣς φάτο, ῥίγησεν δὲ βοῶπις πότνια Ἥρη,
καί μιν φωνήσασ᾽ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα· 35
«ἴστω νῦν τόδε Γαῖα καὶ Οὐρανὸς εὐρὺς ὕπερθε
καὶ τὸ κατειβόμενον Στυγὸς ὕδωρ, ὅς τε μέγιστος
ὅρκος δεινότατός τε πέλει μακάρεσσι θεοῖσι,
σή θ᾽ ἱερὴ κεφαλὴ καὶ νωΐτερον λέχος αὐτῶν
κουρίδιον, τὸ μὲν οὐκ ἂν ἐγώ ποτε μὰψ ὀμόσαιμι· 40
μὴ δι᾽ ἐμὴν ἰότητα Ποσειδάων ἐνοσίχθων
πημαίνει Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα, τοῖσι δ᾽ ἀρήγει,
ἀλλά που αὐτὸν θυμὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει,
τειρομένους δ᾽ ἐπὶ νηυσὶν ἰδὼν ἐλέησεν Ἀχαιούς.
αὐτάρ τοι καὶ κείνῳ ἐγὼ παραμυθησαίμην 45
τῇ ἴμεν ᾗ κεν δὴ σύ, κελαινεφές, ἡγεμονεύῃς.»
Ὣς φάτο, μείδησεν δὲ πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε,
καί μιν ἀμειβόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«εἰ μὲν δὴ σύ γ᾽ ἔπειτα, βοῶπις πότνια Ἥρη,
ἶσον ἐμοὶ φρονέουσα μετ᾽ ἀθανάτοισι καθίζοις, 50
τῶ κε Ποσειδάων γε, καὶ εἰ μάλα βούλεται ἄλλῃ,
αἶψα μεταστρέψειε νόον μετὰ σὸν καὶ ἐμὸν κῆρ.
ἀλλ᾽ εἰ δή ῥ᾽ ἐτεόν γε καὶ ἀτρεκέως ἀγορεύεις,
ἔρχεο νῦν μετὰ φῦλα θεῶν, καὶ δεῦρο κάλεσσον
Ἶρίν τ᾽ ἐλθέμεναι καὶ Ἀπόλλωνα κλυτότοξον, 55
ὄφρ᾽ ἡ μὲν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων
ἔλθῃ, καὶ εἴπῃσι Ποσειδάωνι ἄνακτι
παυσάμενον πολέμοιο τὰ ἃ πρὸς δώμαθ᾽ ἱκέσθαι,
Ἕκτορα δ᾽ ὀτρύνῃσι μάχην ἐς Φοῖβος Ἀπόλλων,
αὖτις δ᾽ ἐμπνεύσῃσι μένος, λελάθῃ δ᾽ ὀδυνάων 60
αἳ νῦν μιν τείρουσι κατὰ φρένας, αὐτὰρ Ἀχαιοὺς
αὖτις ἀποστρέψῃσιν ἀνάλκιδα φύζαν ἐνόρσας,
φεύγοντες δ᾽ ἐν νηυσὶ πολυκλήϊσι πέσωσι
Πηλεΐδεω Ἀχιλῆος· ὁ δ᾽ ἀνστήσει ὃν ἑταῖρον
Πάτροκλον· τὸν δὲ κτενεῖ ἔγχεϊ φαίδιμος Ἕκτωρ 65
Ἰλίου προπάροιθε, πολέας ὀλέσαντ᾽ αἰζηοὺς
τοὺς ἄλλους, μετὰ δ᾽ υἱὸν ἐμὸν Σαρπηδόνα δῖον.
τοῦ δὲ χολωσάμενος κτενεῖ Ἕκτορα δῖος Ἀχιλλεύς.
ἐκ τοῦ δ᾽ ἄν τοι ἔπειτα παλίωξιν παρὰ νηῶν
αἰὲν ἐγὼ τεύχοιμι διαμπερές, εἰς ὅ κ᾽ Ἀχαιοὶ 70
Ἴλιον αἰπὺ ἕλοιεν Ἀθηναίης διὰ βουλάς.
τὸ πρὶν δ᾽ οὔτ᾽ ἄρ᾽ ἐγὼ παύω χόλον οὔτε τιν᾽ ἄλλον
ἀθανάτων Δαναοῖσιν ἀμυνέμεν ἐνθάδ᾽ ἐάσω,
πρίν γε τὸ Πηλεΐδαο τελευτηθῆναι ἐέλδωρ,
ὥς οἱ ὑπέστην πρῶτον, ἐμῷ δ᾽ ἐπένευσα κάρητι, 75
ἤματι τῷ ὅτ᾽ ἐμεῖο θεὰ Θέτις ἥψατο γούνων,
λισσομένη τιμῆσαι Ἀχιλλῆα πτολίπορθον.»