Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 14 στ. 1-81
Ωστόσο ο Νέστορας, κι ας έπινε, γρικάει τα χουγιαχτά τους,
και στου Ασκληπιού το γιο ανεμάρπαστα γυρνάει και κρένει λόγια:
«Αρχοντικέ Μαχάονα, λόγιασε πού θα μας βγάλουν τούτα!
Δίπλα στα πλοία των αντρειωμένων μας ο τάραχος πληθαίνει·
μα κάθου εσύ εδώ πέρα κι ήσυχος κρασί φλογάτο πίνε, 5
ως η Εκαμήδη η καλοπλέξουδη νερό να σου ζεστάνει,
για να σε λούσει από τα γαίματα, κι εγώ σε κάποιο ωστόσο
θ᾽ ανέβω ξάγναντο, και γρήγορα τί γίνεται θα μάθω.»
Είπε, και πήρε το καλόφτιαστο σκουτάρι, που κειτόταν
μες στο καλύβι, του αλογάτορα του γιου του Θρασυμήδη, 10
το αστραφτερό, τι αυτός του κύρη του κρατούσε το σκουτάρι·
και το γερό κοντάρι του άρπαξε, το καλοακονισμένο.
Μ᾽ απ᾽ το καλύβι ως βγήκε, εστάθηκε, ντροπές θωρώντας μπρος του,
τους Αχαιούς να φεύγουν, πίσω τους τους Τρώες τους αντρειωμένους
να τους χτυπούνε, και το αργίτικο τειχί πεσμένο χάμω. 15
Πώς κύμα απόκουφο ανατάραξε το μέγα πέλαο ξάφνου,
τι σφουριχτοί σε λίγο αγέρηδες προσμένει να χυθούνε,
και μήτε δώθε παίρνει απίδρομο και μήτε κείθε ακόμα,
ώσπου να στρώσει αγέρας σίγουρος, ψηλά απ᾽ το Δία σταλμένος·
όμοια διχόγνωμος κι ο γέροντας με σπαραγμένα σπλάχνα 20
στους Αχαιούς τους αλογάρηδες μια γύρευε να τρέξει,
και μια στον άρχοντα Αγαμέμνονα, το γιο του Ατρέα το γαύρο.
Κι ως διαλογίζουνταν, του εικάστηκε το πιο καλό, του Ατρέα
το γιο να σμίξει. Κι οι άλλοι εμάχουνταν ο ένας του αλλού χτυπώντας,
και γύρα απ᾽ τα κορμιά τους ο άσπλαχνος χαλκός αντιδονούσε, 25
με τα σπαθιά και με τα δίκοπα κοντάρια ως πολεμούσαν.
Εκεί τους αντρειανούς ο Νέστορας ρηγάδες ανταμώνει,
που απ᾽ τα καράβια τώρα ανέβαιναν, όσοι ήταν λαβωμένοι,
τον Οδυσσέα, τον Αγαμέμνονα και τον τρανό Διομήδη·
τι ήταν αλάργα από τον πόλεμο βγαλμένα τα καράβια, 30
στης ψαριάς θάλασσας το ακρόγιαλο. Τα πρώτα τά ᾽χαν σύρει
βαθιά στον κάμπο, και στις πρύμνες τους το καστροτείχι εχτίσαν·
τι όλα τους τ᾽ άρμενα δεν μπόρεσε το απλόχωρο ακρογιάλι
να τα χωρέσει, και στριμώχτηκαν περίσσια τα φουσάτα·
και σκαλωτά λοιπόν τα τράβηξαν, και του γιαλού γιομώσαν 35
το στόμα το φαρδύ που ανοίγουνταν μέσα στους δυο τους κάβους.
Τώρα κι αυτοί, τη μάχη θέλοντας και τη σφαγή να ιδούνε,
ακουμπισμένοι στα κοντάρια τους μαζί ετραβούσαν όλοι,
και σπάραζε η καρδιά στα στήθια τους· και ξάφνου εκεί ανταμώνουν
το γέρο Νέστορα, και τρόμαξε στα σωθικά η καρδιά τους. 40
Και τότε ο ρήγας Αγαμέμνονας τον έκραξε και τού ᾽πε:
«Γιε του Νηλέα, ρηγάρχη Νέστορα, των Αχαιών η δόξα,
εδώ τί φτάνεις τώρα αφήνοντας την καταλύτρα μάχη;
Ο τρανός Έχτορας τα λόγια του φοβάμαι μην τελέψει,
που κάποτε είπε φοβερίζοντας μέσα στους Τρώες μιλώντας, 45
πως δε θα γείρει απ᾽ τα πλεούμενα, να ξαναμπεί στο κάστρο,
φωτιά πριν βάλει στα καράβια μας κι όλους εμάς ξεκάμει.
Τέτοιες φοβέρες κείνος έλεγε· τώρα αληθεύουν όλα.
Κακό που μέ ᾽βρε! Κι οι αποδέλοιποι καλαντρειωμένοι Αργίτες
ως ο Αχιλλέας χολιάζουν μέσα τους κρυφά κι αυτοί μαζί μου, 50
κι ουδέ να κάνουν θέλουν πόλεμο στων καραβιών τις πρύμνες.»
Γυρνώντας ο γερήνιος Νέστορας ο αλογολάτης τού ᾽πε:
«Αλήθεια, αυτά που λες τα βλέπουμε μπροστά μας όλα, κι ούτε
ο αψηλοβρόντης Δίας θα δύνουνταν τα πού ᾽γιναν ν᾽ αλλάξει.
Το καστροτείχι πάει, μας γκρέμισε, που το θαρρούσαμε όλοι 55
πως άπαρτο προπύργι θά ᾽στεκε σε μας και στ᾽ άρμενά μας.
Κι αυτοί με πείσμα τώρα αλάγιαστο μπρος στα γοργά καράβια
παλεύουν· δε θωρούν τα μάτια σου, και μια και δυο αν κοιτάξεις,
πούθε μεριά οι χτυπιές τους έρχουνται και σπάσαν οι δικοί μας·
έτσι όλοι ανάκατα σκοτώνουνται, και φτάνει ο αχός στα ουράνια. 60
Μ᾽ ας δούμε εμείς καλοζυγιάζοντας τί θ᾽ απογίνει τώρα.
Κάτι ας σκεφτούμε· εγώ δε θά ᾽λεγα στη μάχη εσείς να μπείτε,
τι δεν μπορεί στ᾽ αλήθεια πόλεμο να κάνει ο λαβωμένος.»
Κι ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας απηλογιά τού δίνει:
«Μια και χτυπιούνται τώρα, Νέστορα, στων καραβιών τις πρύμνες 65
κι άδικα πήγε το καλόφτιαστο τειχί και το χαντάκι,
που τόσο οι Δαναοί παιδεύτηκαν, και μες στα στήθη ελπίζαν
πως άπαρτο προπύργι θά ᾽στεκε σε μας και στ᾽ άρμενά μας,
στο Δία θα πει τον τρανοδύναμο πως έτσι αρέσει τώρα,
εδώ μακριά από το Άργος άχναρα ν᾽ αφανιστούν οι Αργίτες. 70
Και τότε τό ᾽ξερα, όντας έδινε σε μας ο Δίας το χέρι,
και τώρα ξέρω που ως αθάνατους θεούς δοξάζει εκείνους,
και τα δικά μας χέρια τά ᾽δεσε και την ορμή μας κόβει.
Μα τώρα ελάτε ομπρός, το λόγο μου ν᾽ ακούσουμε όλοι θέλω:
Όσα καράβια δίπλα βρίσκουνται στο κύμα ανασερμένα, 75
βαθιά, τραβώντας, να τα ρίξουμε στη θάλασσα την άγια,
να τα κρατήσουν οι αγκυρόπετρες ως να πλακώσει η νύχτα
η αθάνατη· μπορεί τον πόλεμο να πάψουν πάλε απόψε
οι Τρώες, και τότε λέω να ρίξουμε και τ᾽ άλλα μας καράβια.
Ντροπή δεν είναι απ᾽ το ξεκλήρισμα και νύχτα να γλιτώσεις· 80
παρά ν᾽ αφανιστείς, καλύτερα στα πόδια να το βάλεις.»
Νέστορα δ᾽ οὐκ ἔλαθεν ἰαχὴ πίνοντά περ ἔμπης,
ἀλλ᾽ Ἀσκληπιάδην ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«φράζεο, δῖε Μαχᾶον, ὅπως ἔσται τάδε ἔργα·
μείζων δὴ παρὰ νηυσὶ βοὴ θαλερῶν αἰζηῶν.
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν πῖνε καθήμενος αἴθοπα οἶνον, 5
εἰς ὅ κε θερμὰ λοετρὰ ἐϋπλόκαμος Ἑκαμήδη
θερμήνῃ καὶ λούσῃ ἄπο βρότον αἱματόεντα·
αὐτὰρ ἐγὼν ἐλθὼν τάχα εἴσομαι ἐς περιωπήν.»
Ὣς εἰπὼν σάκος εἷλε τετυγμένον υἷος ἑοῖο,
κείμενον ἐν κλισίῃ, Θρασυμήδεος ἱπποδάμοιο, 10
χαλκῷ παμφαῖνον· ὁ δ᾽ ἔχ᾽ ἀσπίδα πατρὸς ἑοῖο.
εἵλετο δ᾽ ἄλκιμον ἔγχος, ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ,
στῆ δ᾽ ἐκτὸς κλισίης, τάχα δ᾽ εἴσιδεν ἔργον ἀεικές,
τοὺς μὲν ὀρινομένους, τοὺς δὲ κλονέοντας ὄπισθε,
Τρῶας ὑπερθύμους· ἐρέριπτο δὲ τεῖχος Ἀχαιῶν. 15
ὡς δ᾽ ὅτε πορφύρῃ πέλαγος μέγα κύματι κωφῷ,
ὀσσόμενον λιγέων ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα
αὔτως, οὐδ᾽ ἄρα τε προκυλίνδεται οὐδετέρωσε,
πρίν τινα κεκριμένον καταβήμεναι ἐκ Διὸς οὖρον,
ὣς ὁ γέρων ὥρμαινε δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν 20
διχθάδι᾽, ἢ μεθ᾽ ὅμιλον ἴοι Δαναῶν ταχυπώλων,
ἦε μετ᾽ Ἀτρεΐδην Ἀγαμέμνονα, ποιμένα λαῶν.
ὧδε δέ οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι,
βῆναι ἐπ᾽ Ἀτρεΐδην. οἱ δ᾽ ἀλλήλους ἐνάριζον
μαρνάμενοι· λάκε δέ σφι περὶ χροῒ χαλκὸς ἀτειρὴς 25
νυσσομένων ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσιν ἀμφιγύοισι.
Νέστορι δὲ ξύμβληντο διοτρεφέες βασιλῆες
πὰρ νηῶν ἀνιόντες, ὅσοι βεβλήατο χαλκῷ,
Τυδεΐδης Ὀδυσεύς τε καὶ Ἀτρεΐδης Ἀγαμέμνων.
πολλὸν γάρ ῥ᾽ ἀπάνευθε μάχης εἰρύατο νῆες 30
θῖν᾽ ἔφ᾽ ἁλὸς πολιῆς· τὰς γὰρ πρώτας πεδίονδε
εἴρυσαν, αὐτὰρ τεῖχος ἐπὶ πρύμνῃσιν ἔδειμαν.
οὐδὲ γὰρ οὐδ᾽ εὐρύς περ ἐὼν ἐδυνήσατο πάσας
αἰγιαλὸς νῆας χαδέειν, στείνοντο δὲ λαοί·
τῶ ῥα προκρόσσας ἔρυσαν, καὶ πλῆσαν ἁπάσης 35
ἠϊόνος στόμα μακρόν, ὅσον συνεέργαθον ἄκραι.
τῶ ῥ᾽ οἵ γ᾽ ὀψείοντες ἀϋτῆς καὶ πολέμοιο
ἔγχει ἐρειδόμενοι κίον ἀθρόοι· ἄχνυτο δέ σφι
θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν. ὁ δὲ ξύμβλητο γεραιός,
Νέστωρ, πτῆξε δὲ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν. 40
τὸν καὶ φωνήσας προσέφη κρείων Ἀγαμέμνων·
«ὦ Νέστορ Νηληϊάδη, μέγα κῦδος Ἀχαιῶν,
τίπτε λιπὼν πόλεμον φθισήνορα δεῦρ᾽ ἀφικάνεις;
δείδω μὴ δή μοι τελέσῃ ἔπος ὄβριμος Ἕκτωρ,
ὥς ποτ᾽ ἐπηπείλησεν ἐνὶ Τρώεσσ᾽ ἀγορεύων, 45
μὴ πρὶν πὰρ νηῶν προτὶ Ἴλιον ἀπονέεσθαι,
πρὶν πυρὶ νῆας ἐνιπρῆσαι, κτεῖναι δὲ καὶ αὐτούς.
κεῖνος τὼς ἀγόρευε· τὰ δὴ νῦν πάντα τελεῖται.
ὢ πόποι, ἦ ῥα καὶ ἄλλοι ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοὶ
ἐν θυμῷ βάλλονται ἐμοὶ χόλον, ὥς περ Ἀχιλλεύς, 50
οὐδ᾽ ἐθέλουσι μάχεσθαι ἐπὶ πρύμνῃσι νέεσσι.»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·
«ἦ δὴ ταῦτά γ᾽ ἑτοῖμα τετεύχαται, οὐδέ κεν ἄλλως
Ζεὺς ὑψιβρεμέτης αὐτὸς παρατεκτήναιτο.
τεῖχος μὲν γὰρ δὴ κατερήριπεν, ᾧ ἐπέπιθμεν 55
ἄρρηκτον νηῶν τε καὶ αὐτῶν εἶλαρ ἔσεσθαι·
οἱ δ᾽ ἐπὶ νηυσὶ θοῇσι μάχην ἀλίαστον ἔχουσι
νωλεμές· οὐδ᾽ ἂν ἔτι γνοίης μάλα περ σκοπιάζων
ὁπποτέρωθεν Ἀχαιοὶ ὀρινόμενοι κλονέονται,
ὡς ἐπιμὶξ κτείνονται, ἀϋτὴ δ᾽ οὐρανὸν ἵκει. 60
ἡμεῖς δὲ φραζώμεθ᾽ ὅπως ἔσται τάδε ἔργα,
εἴ τι νόος ῥέξει· πόλεμον δ᾽ οὐκ ἄμμε κελεύω
δύμεναι· οὐ γάρ πως βεβλημένον ἔστι μάχεσθαι.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων·
«Νέστορ, ἐπεὶ δὴ νηυσὶν ἔπι πρύμνῃσι μάχονται, 65
τεῖχος δ᾽ οὐκ ἔχραισμε τετυγμένον, οὐδέ τι τάφρος,
ᾗ ἔπι πολλὰ πάθον Δαναοί, ἔλποντο δὲ θυμῷ
ἄρρηκτον νηῶν τε καὶ αὐτῶν εἶλαρ ἔσεσθαι·
οὕτω που Διὶ μέλλει ὑπερμενέϊ φίλον εἶναι,
νωνύμνους ἀπολέσθαι ἀπ᾽ Ἄργεος ἐνθάδ᾽ Ἀχαιούς. 70
ᾔδεα μὲν γὰρ ὅτε πρόφρων Δαναοῖσιν ἄμυνεν,
οἶδα δὲ νῦν ὅτε τοὺς μὲν ὁμῶς μακάρεσσι θεοῖσι
κυδάνει, ἡμέτερον δὲ μένος καὶ χεῖρας ἔδησεν.
ἀλλ᾽ ἄγεθ᾽, ὡς ἂν ἐγὼν εἴπω, πειθώμεθα πάντες.
νῆες ὅσαι πρῶται εἰρύαται ἄγχι θαλάσσης, 75
ἕλκωμεν, πάσας δὲ ἐρύσσομεν εἰς ἅλα δῖαν,
ὕψι δ᾽ ἐπ᾽ εὐνάων ὁρμίσσομεν, εἰς ὅ κεν ἔλθῃ
νὺξ ἀβρότη, ἢν καὶ τῇ ἀπόσχωνται πολέμοιο
Τρῶες· ἔπειτα δέ κεν ἐρυσαίμεθα νῆας ἁπάσας.
οὐ γάρ τις νέμεσις φυγέειν κακόν, οὐδ᾽ ἀνὰ νύκτα. 80
βέλτερον ὃς φεύγων προφύγῃ κακὸν ἠὲ ἁλώῃ.»