Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 13 στ. 1-75
Τους Τρώες ωστόσο και τον Έχτορα σα σίμωσε στα πλοία
πια ο Δίας, εκεί τους απαράτησε, νά ᾽χουν καημούς και μόχτους
δίχως σωμό, κι αυτός τα μάτια του τ᾽ αστραφτερά γυρίζει
πέρα μακριά, στις χώρες που έμεναν οι αλογοθρόφοι Θράκες
κι οι Φοραδαρμεχτάδες, οι άψεγοι γαλατοφάγοι, κι οι Άβιοι, 5
που απ᾽ όλους πιο το δίκιο αγάπησαν, κι οι ατρόμητοι Μυσιώτες.
Στην Τροία καθόλου πια δε γύριζε τ᾽ αστραφτερά του μάτια,
τι δε φαντάζουνταν, αθάνατος κανείς ν᾽ αποκοτήσει
να ᾽ρθεί και στους Αργίτες βόηθηση γιά και στους Τρώες να δώσει.
Μα ο κοσμοσείστης ρήγας άδικα δε βίγλιζε από πάνω· 10
στης Σαμοθράκης της πολύδεντρης την πιο ακρινή εκαθόταν
κορφή, κι εθάμαζε τον πόλεμο θωρώντας και τη μάχη.
Απ᾽ άκρη ως άκρη εκείθε αγνάντευε την Ίδα, και το κάστρο
του Πρίαμου αγνάντευε και τ᾽ άρμενα των Αχαιών μπροστά του.
Εδώ εκαθόταν απ᾽ τη θάλασσα φτασμένος, και πονούσε 15
τους Αχαιούς που οι Τρώες αφάνιζαν, και χόλιαζε του Δία.
Και ξάφνου απ᾽ το βουνό το απόγκρεμο ροβόλησε κινώντας
με πόδι γρήγορο· τα τρίψηλα βουνά και τα ρουμάνια
σειστήκαν κάτω απ᾽ τα ποδάρια του τ᾽ αθάνατα, ως δρομούσε.
Τρεις δρασκελιές δρομώντας έκαμε, στην άλλη εβρέθη κιόλα 20
μπρος στις Αιγές· εκεί περίλαμπρο μες στου πελάου τα βάθη,
στραφταλιστό, χρυσό, ακατάλυτο παλάτι τού ᾽χαν χτίσει.
Φτάνοντας έζεψε στο αμάξι του δυο χαλκοπόδαρα άτια,
γοργόφτερα, με χήτες πού ᾽πεφταν χρυσές από το σβέρκο.
Χρυσά μετά κι ατός του εφόρεσε, και πήρε ένα μαστίγι 25
χρυσό, καλοφτιαγμένο, κι έπειτα στο αμάξι του πηδώντας
πήρε να τρέχει απά στα κύματα, κι απ᾽ τους βυθούς ολούθε
οι δέλφινοι, ως εφάνη, εσκίρτησαν, τον κύρη τους νογώντας.
Κι άνοιγε η θάλασσα χαρούμενη, και τ᾽ άλογα πετούσαν
γοργά, κι ουδέ από κάτω εμούσκευε το χάλκινο τ᾽ αξόνι· 30
τόσο γοργά τον φέρναν τ᾽ άλογα στ᾽ αργίτικα καράβια.
Είναι ένα σπήλιο μες στης θάλασσας της άπατης τα βάθη
φαρδύ, καταμεσός στην Τένεδο και στην απόγκρεμη Ίμπρο·
κει πέρα ο Κοσμοσείστης τ᾽ άλογα τραβάει να σταματήσουν,
κι αθάνατη ταγή τούς έβαλε να φαν ξεζεύοντάς τα, 35
και πέρασε έπειτα στα πόδια τους ολόχρυσα πεδούκλια,
ασύντριφτα, άλυτα, να στέκουνται, προσμένοντας να γείρει
ο αφέντης τους· κι αυτός ετράβηξε στων Αχαιών τ᾽ ασκέρι.
Κι οι Τρώες σα φλόγα γιά σα δρόλαπας σφιχταραδίς ακλούθουν
με λύσσα αδάμαστη τον Έχτορα, το γιο του Πρίαμου, πάντα, 40
όλο βουή κι αντάρα, κι έλεγαν τ᾽ αργίτικα καράβια
πως θα πατήσουν, κι όλους δίπλα τους τους πιο αντρειανούς θα σφάξουν.
Μα ο κοσμοσείστης, κοσμοκράτορας ως φάνη Ποσειδώνας
απ᾽ τη βαθιά φτασμένος θάλασσα, γκαρδιώνει τους Αργίτες,
του Κάλχαντα το διώμα παίρνοντας και την τρανή φωνή του. 45
Στους Αίαντες πρώτα εστράφη κι έλεγε, που φρένιαζαν κι ατοί τους:
«Αίαντες, εσείς οι δυο τ᾽ αργίτικα καράβια θα γλιτώστε.
Σ᾽ έργα αντρειανά το νου σας νά ᾽χετε κι όχι στην κρύα φευγάλα.
Σε άλλες μεριές την ακατάλυτη των Τρώων ορμή, που πλήθος
το μέγα καστροτείχι επήδηξαν, δεν τη φοβάμαι αλήθεια· 50
βαστούν οι Αργίτες οι αντροδύναμοι να τους κρατήσουν όλους·
μονάχα εκεί κακό μην πάθουμε μ᾽ έχει τρομάρα κόψει,
όπου χιμά ο λυσσάρης Έχτορας προλάτης, ίδια φλόγα,
θαρρώντας γιος του πολυδύναμου του Δία πως είναι τάχα.
Νά ᾽ταν θεός κανείς στα φρένα σας τη γνώμη αυτή να βάλει, 55
κι ατοί σας να σταθείτε ατράνταχτοι και να γκαρδιώνετε άλλους,
τότε, κι ας λύσσαε, θα τον διώχνατε μακριά από τ᾽ άρμενά μας
τα γρήγορα, κι ακόμα αν του Όλυμπου τον ξεσηκώνει ο κύρης.»
Κι ο κοσμοσείστης Κοσμοκράτορας, σαν είπε αυτά, τους δίνει
με το ραβδί του, και τους γέμισε τρανή αντριγιά τα στήθη, 60
και το κορμί τους κάνει ανάλαφρο, χέρια ψηλά και πόδια·
κι αυτός, ως γέρακας γοργόφτερος το πέταμά του παίρνει,
που από τρανό πολύ κι απόγκρεμο ψηλά πετιέται βράχο
και σ᾽ άλλο κυνηγώντας χύνεται πουλί στον κάμπο μέσα·
τόσο γοργά μακριά τους πέταξε κι ο Ποσειδώνας τότε. 65
Ο γοργοπόδης Αίας τον ένιωσεν, ο γιος του Οιλέα, πιο πρώτος,
κι ευτύς στον Αία τον άλλο εμίλησε, το γιο του Τελαμώνα:
«Θεός μια κι ήρθε από τον Όλυμπο με την ειδή του μάντη
και μας ζητάει να πολεμήσουμε πλάι στα καράβια οι δυο μας―
δεν ήταν ο ορνιομάντης Κάλχαντας που των θεών κατέχει 70
τους λογισμούς· τι εγώ τον ένιωσα πώς σάλευε, ως δρομούσε,
πόδια και γόνα· τον αθάνατο μεμιάς τον ξεχωρίζεις.
Μα νά, και μένα μες στα στήθια μου λαχτάρισε η καρδιά μου
στη μάχη να χυθώ, τον πόλεμο και τη σφαγή ν᾽ ανάψω.
Με τρώνε κάτω τα ποδάρια μου και πιο ψηλά τα χέρια!» 75
Ζεὺς δ᾽ ἐπεὶ οὖν Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα νηυσὶ πέλασσε,
τοὺς μὲν ἔα παρὰ τῇσι πόνον τ᾽ ἐχέμεν καὶ ὀϊζὺν
νωλεμέως, αὐτὸς δὲ πάλιν τρέπεν ὄσσε φαεινώ,
νόσφιν ἐφ᾽ ἱπποπόλων Θρῃκῶν καθορώμενος αἶαν
Μυσῶν τ᾽ ἀγχεμάχων καὶ ἀγαυῶν Ἱππημολγῶν 5
γλακτοφάγων, Ἀβίων τε δικαιοτάτων ἀνθρώπων.
ἐς Τροίην δ᾽ οὐ πάμπαν ἔτι τρέπεν ὄσσε φαεινώ·
οὐ γὰρ ὅ γ᾽ ἀθανάτων τινα ἔλπετο ὃν κατὰ θυμὸν
ἐλθόντ᾽ ἢ Τρώεσσιν ἀρηξέμεν ἢ Δαναοῖσιν.
Οὐδ᾽ ἀλαοσκοπιὴν εἶχε κρείων ἐνοσίχθων· 10
καὶ γὰρ ὁ θαυμάζων ἧστο πτόλεμόν τε μάχην τε
ὑψοῦ ἐπ᾽ ἀκροτάτης κορυφῆς Σάμου ὑληέσσης
Θρηϊκίης· ἔνθεν γὰρ ἐφαίνετο πᾶσα μὲν Ἴδη,
φαίνετο δὲ Πριάμοιο πόλις καὶ νῆες Ἀχαιῶν.
ἔνθ᾽ ἄρ᾽ ὅ γ᾽ ἐξ ἁλὸς ἕζετ᾽ ἰών, ἐλέαιρε δ᾽ Ἀχαιοὺς 15
Τρωσὶν δαμναμένους, Διὶ δὲ κρατερῶς ἐνεμέσσα.
Αὐτίκα δ᾽ ἐξ ὄρεος κατεβήσετο παιπαλόεντος
κραιπνὰ ποσὶ προβιβάς· τρέμε δ᾽ οὔρεα μακρὰ καὶ ὕλη
ποσσὶν ὑπ᾽ ἀθανάτοισι Ποσειδάωνος ἰόντος.
τρὶς μὲν ὀρέξατ᾽ ἰών, τὸ δὲ τέτρατον ἵκετο τέκμωρ, 20
Αἰγάς, ἔνθα δέ οἱ κλυτὰ δώματα βένθεσι λίμνης
χρύσεα μαρμαίροντα τετεύχαται, ἄφθιτα αἰεί.
ἔνθ᾽ ἐλθὼν ὑπ᾽ ὄχεσφι τιτύσκετο χαλκόποδ᾽ ἵππω,
ὠκυπέτα, χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε,
χρυσὸν δ᾽ αὐτὸς ἔδυνε περὶ χροΐ, γέντο δ᾽ ἱμάσθλην 25
χρυσείην εὔτυκτον, ἑοῦ δ᾽ ἐπιβήσετο δίφρου,
βῆ δ᾽ ἐλάαν ἐπὶ κύματ᾽· ἄταλλε δὲ κήτε᾽ ὑπ᾽ αὐτοῦ
πάντοθεν ἐκ κευθμῶν, οὐδ᾽ ἠγνοίησεν ἄνακτα·
γηθοσύνῃ δὲ θάλασσα διίστατο· τοὶ δὲ πέτοντο
ῥίμφα μάλ᾽, οὐδ᾽ ὑπένερθε διαίνετο χάλκεος ἄξων· 30
τὸν δ᾽ ἐς Ἀχαιῶν νῆας ἐΰσκαρθμοι φέρον ἵπποι.
Ἔστι δέ τι σπέος εὐρὺ βαθείης βένθεσι λίμνης,
μεσσηγὺς Τενέδοιο καὶ Ἴμβρου παιπαλοέσσης·
ἔνθ᾽ ἵππους ἔστησε Ποσειδάων ἐνοσίχθων
λύσας ἐξ ὀχέων, παρὰ δ᾽ ἀμβρόσιον βάλεν εἶδαρ 35
ἔδμεναι· ἀμφὶ δὲ ποσσὶ πέδας ἔβαλε χρυσείας,
ἀρρήκτους ἀλύτους, ὄφρ᾽ ἔμπεδον αὖθι μένοιεν
νοστήσαντα ἄνακτα· ὁ δ᾽ ἐς στρατὸν ᾤχετ᾽ Ἀχαιῶν.
Τρῶες δὲ φλογὶ ἶσοι ἀολλέες ἠὲ θυέλλῃ
Ἕκτορι Πριαμίδῃ ἄμοτον μεμαῶτες ἕποντο, 40
ἄβρομοι αὐΐαχοι· ἔλποντο δὲ νῆας Ἀχαιῶν
αἱρήσειν, κτενέειν δὲ παρ᾽ αὐτόθι πάντας ἀρίστους.
ἀλλὰ Ποσειδάων γαιήοχος ἐννοσίγαιος
Ἀργείους ὤτρυνε, βαθείης ἐξ ἁλὸς ἐλθών,
εἰσάμενος Κάλχαντι δέμας καὶ ἀτειρέα φωνήν· 45
Αἴαντε πρώτω προσέφη, μεμαῶτε καὶ αὐτώ·
«Αἴαντε, σφὼ μέν τε σαώσετε λαὸν Ἀχαιῶν
ἀλκῆς μνησαμένω, μηδὲ κρυεροῖο φόβοιο.
ἄλλῃ μὲν γὰρ ἔγωγ᾽ οὐ δείδια χεῖρας ἀάπτους
Τρώων, οἳ μέγα τεῖχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ· 50
ἕξουσιν γὰρ πάντας ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί·
τῇ δὲ δὴ αἰνότατον περιδείδια μή τι πάθωμεν,
ᾗ ῥ᾽ ὅ γ᾽ ὁ λυσσώδης φλογὶ εἴκελος ἡγεμονεύει,
Ἕκτωρ, ὃς Διὸς εὔχετ᾽ ἐρισθενέος πάϊς εἶναι.
σφῶϊν δ᾽ ὧδε θεῶν τις ἐνὶ φρεσὶ ποιήσειεν 55
αὐτώ θ᾽ ἑστάμεναι κρατερῶς καὶ ἀνωγέμεν ἄλλους·
τῶ κε καὶ ἐσσύμενόν περ ἐρωήσαιτ᾽ ἀπὸ νηῶν
ὠκυπόρων, εἰ καί μιν Ὀλύμπιος αὐτὸς ἐγείρει.»
Ἦ, καὶ σκηπανίῳ γαιήοχος ἐννοσίγαιος
ἀμφοτέρω κεκόπων πλῆσεν μένεος κρατεροῖο, 60
γυῖα δὲ θῆκεν ἐλαφρά, πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν.
αὐτὸς δ᾽ ὥς τ᾽ ἴρηξ ὠκύπτερος ὦρτο πέτεσθαι,
ὅς ῥά τ᾽ ἀπ᾽ αἰγίλιπος πέτρης περιμήκεος ἀρθεὶς
ὁρμήσῃ πεδίοιο διώκειν ὄρνεον ἄλλο,
ὣς ἀπὸ τῶν ἤϊξε Ποσειδάων ἐνοσίχθων. 65
τοῖιν δ᾽ ἔγνω πρόσθεν Ὀϊλῆος ταχὺς Αἴας,
αἶψα δ᾽ ἄρ᾽ Αἴαντα προσέφη Τελαμώνιον υἱόν·
«Αἶαν, ἐπεί τις νῶϊ θεῶν, οἳ Ὄλυμπον ἔχουσι,
μάντεϊ εἰδόμενος κέλεται παρὰ νηυσὶ μάχεσθαι,
οὐδ᾽ ὅ γε Κάλχας ἐστί, θεοπρόπος οἰωνιστής· 70
ἴχνια γὰρ μετόπισθε ποδῶν ἠδὲ κνημάων
ῥεῖ᾽ ἔγνων ἀπιόντος· ἀρίγνωτοι δὲ θεοί περ·
καὶ δ᾽ ἐμοὶ αὐτῷ θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι φίλοισι
μᾶλλον ἐφορμᾶται πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι,
μαιμώωσι δ᾽ ἔνερθε πόδες καὶ χεῖρες ὕπερθε.» 75