Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 9 στ. 606-655
Τότε ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος του απηλογήθη κι είπε:
«Φοίνικα, γέροντα αρχοντόθρεφτε, σεβάσμιε, δεν τη θέλω
τέτοια τιμή· θαρρώ, μ᾽ ετίμησεν ο Δίας με τη βουλή του,
κι αυτή κοντά στα δρεπανόγυρτα καράβια θα μου μείνει,
όσο κρατά η πνοή στα στήθια μου κι η δύναμη στα γόνα. 610
Κάτι άλλο τώρα εγώ θα σού ᾽λεγα και συ στο νου σου βάλ᾽ το:
Μη μου αναδεύεις πια με κλάματα και βόγγους την καρδιά μου,
του Ατρείδη για να κάνεις δούλεψη, κι αγάπη εσύ να τού ᾽χεις
δεν πρέπει· με όλη την αγάπη μου, μαζί σου μη χολιάσω.
Ο που μ᾽ οχτρεύεται ταιριάζει σου κι οχτρός δικός σου νά ᾽ναι· 615
όμοια με μένα εσύ βασίλευε και την τιμή μοιράσου.
Ας παν αυτοί να πουν το μήνυμα, μα εσύ δω πέρα κάθου
σε στρώμα μαλακό πλαγιάζοντας, και σα γλυκοχαράξει,
θα ιδούμε, σπίτι αν θα γυρίσουμε γιά αν θα σταθούμε ακόμα.»
Αυτά ειπε, κι έγνεψε στον Πάτροκλο μονάχα με τα φρύδια, 620
παχύ να στρώσει για το Φοίνικα κρεβάτι, να το νιώσουν
κι οι άλλοι, να φύγουν δίχως άργητα· μα τότε αναμεσό τους
ο ισόθεος Αίαντας πήρε κι έλεγεν, ο γιος του Τελαμώνα:
«Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
πάμε! Θαρρώ του κάκου ο δρόμος μας αυτός, δε βρίσκουμε άκρη 625
με ό,τι κι αν λέμε. Να γυρίσουμε να πούμε στους Αργίτες
μιαν ώρα αρχύτερα το λόγο του, κι ας είναι για κακό μας.
Θα κάθουνται θαρρώ προσμένοντας· ωστόσο μες στα στήθια
την πέρφανη καρδιά του σίδερο την έκανε ο Αχιλλέας,
ο ανήλεος! Κι ουδέ μας τους σύντροφους ψηφά, ν᾽ αλλάξει γνώμη, 630
που αγάπη και τιμή τού δείχναμε περίσσια από τους άλλους,
ο ανέσπλαχνος! Ακόμα αν σκότωσαν γιά γιο γιά αδέρφι κάποιου,
την ξαγορά, ο φονιάς που τού ᾽δινε, τη δέχτη αυτός στο τέλος,
κι απόμεινε ο φονιάς στον τόπο του, βαριά πλερώνοντάς του·
και του άλλου μαλακώνει η μάνητα κι η πέρφανη καρδιά του, 635
την ξαγορά του φόνου ως δέχτηκε. Μα στα δικά σου στήθια
θυμό οι θεοί βαρύ κι αμάλαχτο σου χώσαν ―για μια κόρη,
μια μοναχά, κι εφτά σού δίνουμε πανώριες τώρα νά ᾽χεις,
κι άλλα πολλά από πάνω! Γλύκανε καν τώρα την οργή σου,
σεβάσου ακόμα και το σπίτι σου· στη στέγη σου από κάτω, 640
σταλμένοι απ᾽ το στρατό, βρισκόμαστε· πιο γκαρδιακοί σου φίλοι
και πιο ακριβοί μαθές δε βρίσκουνται μες στους Αργίτες άλλοι.»
Τότε ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος του απηλογήθη κι είπε:
«Αίαντα, πολέμαρχε αρχοντόγεννε και υγιέ του Τελαμώνα,
λίγο-πολύ σωστά τα λόγια σου, δεν έχουμε άλλη γνώμη. 645
Όμως φουσκώνει από τη μάνητα κάθε φορά η καρδιά μου,
σα θυμηθώ την καταφρόνεση που μού ᾽χει ο Ατρείδης δείξει
μπρος στους Αργίτες, λες κι αψήφιστος πως ήμουν ξωμερίτης.
Τραβάτε τώρα εσείς, το μήνυμα να πείτε, να γλιτώστε:
δε θα με νοιάξει για τον πόλεμο τον αιματοβαμμένο, 650
προτού στων Μυρμιδόνων τ᾽ άρμενα και στα καλύβια φτάσει
ο μέγας Έχτορας, του αντρόκαρδου του Πρίαμου ο γιος, χαλνώντας
πλήθος Αργίτες και κορώνοντας τα πλοία, να γίνουν στάχτη.
Όμως μπροστά στο μαύρο μου άρμενο και στο καλύβι εμένα,
ο Έχτορας λέω, κι ας είναι η λύσσα του τρανή, θα σταματήσει.» 655
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
«Φοῖνιξ, ἄττα γεραιέ, διοτρεφές, οὔ τί με ταύτης
χρεὼ τιμῆς· φρονέω δὲ τετιμῆσθαι Διὸς αἴσῃ,
ἥ μ᾽ ἕξει παρὰ νηυσὶ κορωνίσιν, εἰς ὅ κ᾽ ἀϋτμὴ
ἐν στήθεσσι μένῃ καί μοι φίλα γούνατ᾽ ὀρώρῃ. 610
ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾽ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσι·
μή μοι σύγχει θυμὸν ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων,
Ἀτρεΐδῃ ἥρωϊ φέρων χάριν· οὐδέ τί σε χρὴ
τὸν φιλέειν, ἵνα μή μοι ἀπέχθηαι φιλέοντι.
καλόν τοι σὺν ἐμοὶ τὸν κήδειν ὅς κ᾽ ἐμὲ κήδῃ· 615
ἶσον ἐμοὶ βασίλευε καὶ ἥμισυ μείρεο τιμῆς.
οὗτοι δ᾽ ἀγγελέουσι, σὺ δ᾽ αὐτόθι λέξεο μίμνων
εὐνῇ ἔνι μαλακῇ· ἅμα δ᾽ ἠοῖ φαινομένηφι
φρασσόμεθ᾽ ἤ κε νεώμεθ᾽ ἐφ᾽ ἡμέτερ᾽ ἦ κε μένωμεν.»
Ἦ, καὶ Πατρόκλῳ ὅ γ᾽ ἐπ᾽ ὀφρύσι νεῦσε σιωπῇ 620
Φοίνικι στορέσαι πυκινὸν λέχος, ὄφρα τάχιστα
ἐκ κλισίης νόστοιο μεδοίατο· τοῖσι δ᾽ ἄρ᾽ Αἴας
ἀντίθεος Τελαμωνιάδης μετὰ μῦθον ἔειπε·
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
ἴομεν· οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ 625
τῇδέ γ᾽ ὁδῷ κρανέεσθαι· ἀπαγγεῖλαι δὲ τάχιστα
χρὴ μῦθον Δαναοῖσι καὶ οὐκ ἀγαθόν περ ἐόντα,
οἵ που νῦν ἕαται ποτιδέγμενοι. αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς
ἄγριον ἐν στήθεσσι θέτο μεγαλήτορα θυμόν,
σχέτλιος, οὐδὲ μετατρέπεται φιλότητος ἑταίρων 630
τῆς ᾗ μιν παρὰ νηυσὶν ἐτίομεν ἔξοχον ἄλλων,
νηλής· καὶ μέν τίς τε κασιγνήτοιο φονῆος
ποινὴν ἢ οὗ παιδὸς ἐδέξατο τεθνηῶτος·
καί ῥ᾽ ὁ μὲν ἐν δήμῳ μένει αὐτοῦ πόλλ᾽ ἀποτείσας,
τοῦ δέ τ᾽ ἐρητύεται κραδίη καὶ θυμὸς ἀγήνωρ 635
ποινὴν δεξαμένῳ· σοὶ δ᾽ ἄληκτόν τε κακόν τε
θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι θεοὶ θέσαν εἵνεκα κούρης
οἴης· νῦν δέ τοι ἑπτὰ παρίσχομεν ἔξοχ᾽ ἀρίστας,
ἄλλα τε πόλλ᾽ ἐπὶ τῇσι· σὺ δ᾽ ἵλαον ἔνθεο θυμόν,
αἴδεσσαι δὲ μέλαθρον· ὑπωρόφιοι δέ τοί εἰμεν 640
πληθύος ἐκ Δαναῶν, μέμαμεν δέ τοι ἔξοχον ἄλλων
κήδιστοί τ᾽ ἔμεναι καὶ φίλτατοι, ὅσσοι Ἀχαιοί.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
«Αἶαν διογενὲς Τελαμώνιε, κοίρανε λαῶν,
πάντά τί μοι κατὰ θυμὸν ἐείσαο μυθήσασθαι· 645
ἀλλά μοι οἰδάνεται κραδίη χόλῳ, ὁππότε κείνων
μνήσομαι, ὥς μ᾽ ἀσύφηλον ἐν Ἀργείοισιν ἔρεξεν
Ἀτρεΐδης, ὡς εἴ τιν᾽ ἀτίμητον μετανάστην.
ἀλλ᾽ ὑμεῖς ἔρχεσθε καὶ ἀγγελίην ἀπόφασθε·
οὐ γὰρ πρὶν πολέμοιο μεδήσομαι αἱματόεντος, 650
πρίν γ᾽ υἱὸν Πριάμοιο δαΐφρονος, Ἕκτορα δῖον,
Μυρμιδόνων ἐπί τε κλισίας καὶ νῆας ἱκέσθαι
κτείνοντ᾽ Ἀργείους, κατά τε σμῦξαι πυρὶ νῆας.
ἀμφὶ δέ τοι τῇ ἐμῇ κλισίῃ καὶ νηῒ μελαίνῃ
Ἕκτορα καὶ μεμαῶτα μάχης σχήσεσθαι ὀΐω.» 655