Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 5 στ. 689-766
Είπε, μα ο κρανοσείστης Έχτορας απηλογιά δε δίνει,
μόν᾽ τον προσπέρασε, τι γύρευε να διώξει τους Αργίτες 690
μιαν ώρα αρχύτερα και θάνατο σε πλήθιους να σκορπίσει.
Τότε οι συντρόφοι οι αρχοντογέννητοι το θείο το Σαρπηδόνα
κάτω απ᾽ τον ώριο δρυ τον κάθισαν του Βροντοσκουταράτου,
κι απ᾽ το μερί του επήρε κι έσυρε το φράξινο κοντάρι
ο λιονταρόκαρδος Πελάγονας, ο γκαρδιακός του ακράνης· 695
κι αυτός λιγώθηκε, και σκέπασε τα μάτια του κατάχνια,
μα ευτύς συνέφερε· τι εδρόσιζε βοριάς, και την ψυχή του,
που ήταν κοντά να φύγει, ανάσταινε τρογύρα του φυσώντας.
Στον Άρη οι Αργίτες και στον Έχτορα μπροστά το χαλκοκράνη
μήτε στα πόδια πίσω τό ᾽βαζαν, στα μαύρα πλοία να φτάσουν, 700
μηδέ και πόλεμο τους άνοιγαν πισωπατούσαν μόνο
σιγά σιγά, τον Άρη ως έμαθαν πως είναι μες στους Τρώες.
Την ώρα αυτή ποιόν πρώτο εσκότωσαν και ποιόν στερνόν οι δυο τους,
του Πρίαμου ο γιος, ο μέγας Έχτορας, κι ο σιδερένιος Άρης;
Σκοτώσαν τον ισόθεο Τεύθραντα, τον αλογάρη Ορέστη, 705
τον αιτωλό καστροπολέμαρχο τον Τρήχο, τον Οινόμαο,
του Οινόπου τον υγιό τον Έλενο και το λαμπροζωσμένο
Ορέσβιο, που μακριά το σπίτι του, στην Ύλη, πλάι στη λίμνη
του Κηφισού, με βιος αρίφνητο, κι ολόγυρά του εζούσαν
οι άλλοι Βοιωτοί, και τα πολύκαρπα χωράφια τους δουλεύαν. 710
Μα μόλις η Ήρα, η κρουσταλλόχερη θεά, τους είδε τούτους
στους Δαναούς να δίνουν θάνατο μες στη σφαγή την άγρια,
λόγια ξεστόμιζε ανεμάρπαστα στην Αθηνά γυρνώντας:
«Ωχού μου, θυγατέρα αδάμαστη του Βροντοσκουταράτου,
ψεύτικο λόγο αλήθεια εδώσαμε του Μενελάου, πριν πάρει 715
πρώτα την Τροία την ωριοτείχιστη να μη διαγείρει πίσω,
τον άγριον Άρη αν τώρα αφήσουμε τέτοιο κακό να κάνει.
Μόν᾽ έλα τώρα την αδάμαστη να θυμηθούμε αντρειά μας.»
Έτσι είπε, κι η Αθηνά την άκουσεν ευτύς η γλαυκομάτα. · Πήρε η Αθηνά, του βροντοσκούταρου του Δία η κόρη, ωστόσο Και τότε ο Δίας τής αποκρίθηκεν ο νεφελοστοιβάχτης:
Κι η Ήρα με βιάση τ᾽ άτια εσύνταζε τα χρυσοχαλινάτα, 720
μες στις θεές η πρώτη, του τρανού του Κρόνου η θυγατέρα
κι η Ήβη γοργά τις ρόδες άρμοσε ζερβά δεξιά απ᾽ τ᾽ αμάξι,
τις χάλκινες, τις οχταδράχτινες, στο σιδερένιο αξόνι.
Μαλαματένιος, ακατάλυτος ο γύρος τους, κι απάνω
στεφάνια περασμένα χάλκινα, που να σαστίζει ο νους σου, 725
και κεφαλάρια δυο ζερβόδεξα που γύρνααν ασημένια.
Λουριά από ασήμι κι από μάλαμα κρατούσαν στεριωμένη
την κάσα του αμαξιού, κι ολόγυρα δυο γύροι την εζώναν.
Κι είχε μπροστά τιμόνι ολάργυρο. Στην άκρη εκεί στεριώνει
τον όμορφο ζυγό από μάλαμα, και τα πανώρια δένει 730
μαλαματένια απάνω νιόλουρα, και ζεύει ατή της η Ήρα
τα γρήγορα άλογά της, πόλεμο κι αντάρες λαχταρώντας.
και το αγανό μαντί της έβγαλε στο πατρικό παλάτι,
το πλουμιστό, που ατή της το ύφανε με τα ίδια της τα χέρια· 735
του Δία μετά φοράει το θώρακα του νεφελοστοιβάχτη
για τον πολύδακρο τον πόλεμο, και τ᾽ άρματά του βάζει.
Το κροσσωτό του βροντοσκούταρο περνά στους ώμους γύρω,
το τρομερό, που στεφανώνει το περίγυρα η Φευγάλα·
εκεί κι η Αμάχη, εκεί κι η Δύναμη, κι ο φοβερός εκεί ᾽ναι 740
Κυνηγημός, εκεί το ανήμερο κεφάλι της Γοργόνας,
το άγριο παράλλαμα, που στέκεται φριχτό του Δία σημάδι.
Το κράνος με τα δυο τα κέρατα, τα τέσσερα τ᾽ αφάλια
φοράει τ᾽ ολόχρυσο ―από κάτω του στρατέματα από κάστρα
χωρούσαν εκατό― κι ανέβηκε στο αμάξι της, κι αδράχνει 745
το δυνατό, βαρύ, θεόρατο κοντάρι, που σκοτώνει
όσους ηρώους του Τρανοδύναμου την κόρη εχουν θυμώσει.
Κι η Ήρα με βιάση τότε τ᾽ άλογα χτυπά με το μαστίγι,
κι οι πύλες τ᾽ ουρανού από μόνες τους βροντήξαν, που απ᾽ τις Ώρες
φυλάγουνται· τι αυτές τον Όλυμπο και τα πλατιά τα ουράνια 750
πήραν χρεή, με σύγνεφο πυκνό να τ᾽ ανοιγοσφαλνούνε.
Μέσα απ᾽ αυτές τα μαστιγόλαμνα περάσαν άτια τώρα,
κι ήβραν στου Ολύμπου του πολύκορφου την πιο αψηλή τη ράχη
αλάργα απ᾽ τους θεούς να κάθεται το γιο του Κρόνου μόνο.
Εκεί τ᾽ αλόγατα ανακράτησεν η κρουσταλλόχερη Ήρα, 755
και των θεών τον πρώτο ρώτησε, το γιο του Κρόνου, κι είπε:
«Πατέρα Δία, με το άγριο φέρσιμο πώς δε θυμώνεις του Άρη;
Πόσους και τί λογής ερήμαξε για ιδές Αργίτες τώρα
δίχως ντροπή καμιά! Κι η πίκρα μου τρανή, μα κείνοι ανέγνοιοι
βρίσκουν χαρά, ο ασημοδόξαρος Απόλλωνας κι η Κύπρη, 760
τούτο τον άμυαλο ξαγγρίζοντας, που νόμο δεν κατέχει.
Πατέρα Δία, τον Άρη αν γύρευα να διώξω από τη μάχη,
αφού τον κρούσω πρώτα αλύπητα, θα θύμωνες μαζί μου;»
«Ομπρός, την κουρσολόγα απάνω του την Αθηνά ξαμόλα· 765
πρώτη φορά δεν είναι σε βαριά τυράννια που τον ρίχνει.»
Ὣς φάτο, τὸν δ᾽ οὔ τι προσέφη κορυθαίολος Ἕκτωρ,
ἀλλὰ παρήϊξεν, λελιημένος ὄφρα τάχιστα 690
ὤσαιτ᾽ Ἀργείους, πολέων δ᾽ ἀπὸ θυμὸν ἕλοιτο.
οἱ μὲν ἄρ᾽ ἀντίθεον Σαρπηδόνα δῖοι ἑταῖροι
εἷσαν ὑπ᾽ αἰγιόχοιο Διὸς περικαλλέϊ φηγῷ·
ἐκ δ᾽ ἄρα οἱ μηροῦ δόρυ μείλινον ὦσε θύραζε
ἴφθιμος Πελάγων, ὅς οἱ φίλος ἦεν ἑταῖρος. 695
τὸν δὲ λίπε ψυχή, κατὰ δ᾽ ὀφθαλμῶν κέχυτ᾽ ἀχλύς·
αὖτις δ᾽ ἐμπνύνθη, περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο
ζώγρει ἐπιπνείουσα κακῶς κεκαφηότα θυμόν.
Ἀργεῖοι δ᾽ ὑπ᾽ Ἄρηϊ καὶ Ἕκτορι χαλκοκορυστῇ
οὔτε ποτὲ προτρέποντο μελαινάων ἐπὶ νηῶν 700
οὔτε ποτ᾽ ἀντεφέροντο μάχῃ, ἀλλ᾽ αἰὲν ὀπίσσω
χάζονθ᾽, ὡς ἐπύθοντο μετὰ Τρώεσσιν Ἄρηα.
Ἔνθα τίνα πρῶτον, τίνα δ᾽ ὕστατον ἐξενάριξαν
Ἕκτωρ τε Πριάμοιο πάϊς καὶ χάλκεος Ἄρης;
ἀντίθεον Τεύθραντ᾽, ἐπὶ δὲ πλήξιππον Ὀρέστην, 705
Τρῆχόν τ᾽ αἰχμητὴν Αἰτώλιον Οἰνόμαόν τε,
Οἰνοπίδην θ᾽ Ἕλενον καὶ Ὀρέσβιον αἰολομίτρην,
ὅς ῥ᾽ ἐν Ὕλῃ ναίεσκε μέγα πλούτοιο μεμηλώς,
λίμνῃ κεκλιμένος Κηφισίδι· πὰρ δέ οἱ ἄλλοι
ναῖον Βοιωτοὶ μάλα πίονα δῆμον ἔχοντες. 710
Τοὺς δ᾽ ὡς οὖν ἐνόησε θεὰ λευκώλενος Ἥρη
Ἀργείους ὀλέκοντας ἐνὶ κρατερῇ ὑσμίνῃ,
αὐτίκ᾽ Ἀθηναίην ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
ὢ πόποι, αἰγιόχοιο Διὸς τέκος, Ἀτρυτώνη,
ἦ ῥ᾽ ἅλιον τὸν μῦθον ὑπέστημεν Μενελάῳ, 715
Ἴλιον ἐκπέρσαντ᾽ εὐτείχεον ἀπονέεσθαι,
εἰ οὕτω μαίνεσθαι ἐάσομεν οὖλον Ἄρηα.
ἀλλ᾽ ἄγε δὴ καὶ νῶϊ μεδώμεθα θούριδος ἀλκῆς.
Ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη.
ἡ μὲν ἐποιχομένη χρυσάμπυκας ἔντυεν ἵππους 720
Ἥρη, πρέσβα θεά, θυγάτηρ μεγάλοιο Κρόνοιο·
Ἥβη δ᾽ ἀμφ᾽ ὀχέεσσι θοῶς βάλε καμπύλα κύκλα,
χάλκεα ὀκτάκνημα, σιδηρέῳ ἄξονι ἀμφίς.
τῶν ἤτοι χρυσέη ἴτυς ἄφθιτος, αὐτὰρ ὕπερθε
χάλκε᾽ ἐπίσσωτρα προσαρηρότα, θαῦμα ἰδέσθαι· 725
πλῆμναι δ᾽ ἀργύρου εἰσὶ περίδρομοι ἀμφοτέρωθεν·
δίφρος δὲ χρυσέοισι καὶ ἀργυρέοισιν ἱμᾶσιν
ἐντέταται, δοιαὶ δὲ περίδρομοι ἄντυγές εἰσι.
τοῦ δ᾽ ἐξ ἀργύρεος ῥυμὸς πέλεν· αὐτὰρ ἐπ᾽ ἄκρῳ
δῆσε χρύσειον καλὸν ζυγόν, ἐν δὲ λέπαδνα 730
κάλ᾽ ἔβαλε χρύσει᾽· ὑπὸ δὲ ζυγὸν ἤγαγεν Ἥρη
ἵππους ὠκύποδας, μεμαυῖ᾽ ἔριδος καὶ ἀϋτῆς.
Αὐτὰρ Ἀθηναίη, κούρη Διὸς αἰγιόχοιο,
πέπλον μὲν κατέχευεν ἑανὸν πατρὸς ἐπ᾽ οὔδει,
ποικίλον, ὅν ῥ᾽ αὐτὴ ποιήσατο καὶ κάμε χερσίν· 735
ἡ δὲ χιτῶν᾽ ἐνδῦσα Διὸς νεφεληγερέταο
τεύχεσιν ἐς πόλεμον θωρήσσετο δακρυόεντα.
ἀμφὶ δ᾽ ἄρ᾽ ὤμοισιν βάλετ᾽ αἰγίδα θυσσανόεσσαν
δεινήν, ἣν περὶ μὲν πάντῃ Φόβος ἐστεφάνωται,
ἐν δ᾽ Ἔρις, ἐν δ᾽ Ἀλκή, ἐν δὲ κρυόεσσα Ἰωκή, 740
ἐν δέ τε Γοργείη κεφαλὴ δεινοῖο πελώρου,
δεινή τε σμερδνή τε, Διὸς τέρας αἰγιόχοιο.
κρατὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφίφαλον κυνέην θέτο τετραφάληρον
χρυσείην, ἑκατὸν πολίων πρυλέεσσ᾽ ἀραρυῖαν·
ἐς δ᾽ ὄχεα φλόγεα ποσὶ βήσετο, λάζετο δ᾽ ἔγχος 745
βριθὺ μέγα στιβαρόν, τῷ δάμνησι στίχας ἀνδρῶν
ἡρώων, οἷσίν τε κοτέσσεται ὀβριμοπάτρη.
Ἥρη δὲ μάστιγι θοῶς ἐπεμαίετ᾽ ἄρ᾽ ἵππους·
αὐτόμαται δὲ πύλαι μύκον οὐρανοῦ, ἃς ἔχον Ὧραι,
τῇς ἐπιτέτραπται μέγας οὐρανὸς Οὔλυμπός τε, 750
ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν νέφος ἠδ᾽ ἐπιθεῖναι.
τῇ ῥα δι᾽ αὐτάων κεντρηνεκέας ἔχον ἵππους·
εὗρον δὲ Κρονίωνα θεῶν ἄτερ ἥμενον ἄλλων
ἀκροτάτῃ κορυφῇ πολυδειράδος Οὐλύμποιο.
ἔνθ᾽ ἵππους στήσασα θεὰ λευκώλενος Ἥρη 755
Ζῆν᾽ ὕπατον Κρονίδην ἐξείρετο καὶ προσέειπε·
«Ζεῦ πάτερ, οὐ νεμεσίζῃ Ἄρῃ τάδε καρτερὰ ἔργα,
ὁσσάτιόν τε καὶ οἷον ἀπώλεσε λαὸν Ἀχαιῶν
μάψ, ἀτὰρ οὐ κατὰ κόσμον, ἐμοὶ δ᾽ ἄχος, οἱ δὲ ἕκηλοι
τέρπονται Κύπρις τε καὶ ἀργυρότοξος Ἀπόλλων, 760
ἄφρονα τοῦτον ἀνέντες, ὃς οὔ τινα οἶδε θέμιστα;
Ζεῦ πάτερ, ἦ ῥά τί μοι κεχολώσεαι, αἴ κεν Ἄρηα
λυγρῶς πεπληγυῖα μάχης ἐξαποδίωμαι;»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς·
«ἄγρει μάν οἱ ἔπορσον Ἀθηναίην ἀγελείην, 765
ἥ ἑ μάλιστ᾽ εἴωθε κακῇς ὀδύνῃσι πελάζειν.»