Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 24 στ. 571-620
Είπε, κι ο γέροντας φοβήθηκε κι υπάκουσε στο λόγο.
Τότε ο Αχιλλέας σα λιόντας πήδηξε κι όξω απ᾽ την πόρτα εβγήκε,
όχι μονάχος του· τον Άλκιμο πήρε μαζί του ακόμα
και τον αντρόκαρδο Αυτομέδοντα, τους δυο πιστούς συντρόφους,
που απ᾽ τον καιρό που εχάθη ο Πάτροκλος πιο απ᾽ όλους αγαπούσε. 575
Και πιάνουν τότε οι τρεις και τ᾽ άλογα ξεζεύουν και τις μούλες,
κι ως φέραν μέσα το βροντόφωνο του γέροντα διαλάλη,
να κάτσει σε σκαμνί τον έβαλαν κι από το στέριο κάρο
το βιος ξεφόρτωσαν το αρίφνητο, την ξαγορά του Εχτόρου·
κι αφήκαν μόνο ένα καλόφαντο πανί και δυο κιλίμια, 580
νά ᾽ναι ο νεκρός, ως θα τον έπαιρναν να φύγουν, σκεπασμένος.
Μετά τις σκλάβες όξω εφώναξε και λέει να τον ασκώσουν
πέρα μακριά, κι αφού τον λούσουνε, να τον αλείψουν μύρα·
τι αλλιώς, το γιο του ο Πρίαμος βλέποντας, μπορούσε στον καημό του
ν᾽ αφήσει να ξεσπάσει η πίκρα του· κι αν θύμωνε ο Αχιλλέας, 585
θα τον εσκότωνε, το θέλημα του Δία πατώντας έτσι.
Κι ως οι γυναίκες τον απόλουσαν και τον αλείψαν μύρα
και γύρα το χιτώνα τού ᾽βαλαν και τ᾽ όμορφο κιλίμι,
πήρε ο Αχιλλέας και τον απίθωσε στο στρώμα πάνω ατός του,
κι οι σύντροφοί του τον εσήκωσαν στο τορνευτό καρότσι. 590
Τότε ο Αχιλλέας θρηνώντας έκραξε το σύντροφο του κι είπε:
«Μη μου χολιάζεις, όχι, Πάτροκλε, σα μάθεις και στον Άδη
το θείο τον Έχτορα πως λύτρωσα και δίνω πίσω· τι όσα
μού ᾽δωσε ο κύρης του γι᾽ αντίμεμα του πεταμού δεν είναι.
Και συ απ᾽ αυτά θα πάρεις, έννοια σου, το μερτικό που πρέπει.» 595
Είπε ο Αχιλλέας ο αρχοντογέννητος, και στο καλύβι πίσω
μπαίνοντας κάθισε στ᾽ ωριόπλουμο θρονί, που πριν καθόταν,
στον τοίχο αντίκρα, κι έτσι εμίλησε στο γέροντα γυρνώντας:
«Ο γιος σου, Πρίαμε, πια λυτρώθηκε, το θέλημά σου εγίνη,
κι απά στο στρώμα τώρα κείτεται· θα τόνε ιδείς κι ατός σου 600
ευτύς ως φέξει, κουβαλώντας τον· καιρός για δείπνο τώρα.
Κι η Νιόβη ακόμα η καλοπλέξουδη στερνά να φάει θυμήθη,
που δώδεκα παιδιά της έχασε στο αρχοντικό της μέσα,
γιους έξι στον ανθό της νιότης τους και θυγατέρες έξι·
τους γιους ο Απόλλωνας τους σκότωσε με το αργυρό δοξάρι 605
θυμώνοντας της Νιόβης, κι η Άρτεμη τις κόρες η δοξεύτρα,
με τη Λητώ τη ροδομάγουλη καθώς συνεριζόταν,
τάχα παιδιά πολλά πως γέννησε, και δυο η Λητώ μονάχα·
όμως εκείνοι, δυο κι ας ήτανε, της τα σκοτώσαν όλα.
Μέρες εννιά κειτόνταν στο αίμα τους, κι ούτ᾽ ένας δε βρισκόταν 610
για να τα θάψει· τι είχε γύρω τους τον κόσμο ο Δίας πετρώσει.
Τέλος, στις δέκα απάνω, τά ᾽θαψαν οι αθάνατοι του Ολύμπου·
κι αυτή να κλαίει σαν πια κουράστηκε, στερνά να φάει θυμήθη.
Τώρα σε βράχια κάπου, ανάμεσα σε απάτητα φαράγγια,
στη Σίπυλο, που λεν πως διάλεξαν οι αθάνατες νεράιδες 615
νά ᾽χουν λημέρι, και χορεύουνε στον Αχελώο τρογύρα,
κλωσάει τους πόνους τους θεόσταλτους, κι ας έχει γίνει πέτρα.
Ομπρός λοιπόν, σεβάσμιε γέροντα, κι εμείς να φάμε τώρα,
κι έχεις καιρό να κλάψεις έπειτα τον ακριβό το γιο σου,
στο κάστρο ως θα τον μπάσεις· κλάματα πολλά στ᾽ αλήθεια αξίζει!» 620
Ὣς ἔφατ᾽, ἔδεισεν δ᾽ ὁ γέρων καὶ ἐπείθετο μύθῳ.
Πηλεΐδης δ᾽ οἴκοιο λέων ὣς ἆλτο θύραζε,
οὐκ οἶος, ἅμα τῷ γε δύω θεράποντες ἕποντο,
ἥρως Αὐτομέδων ἠδ᾽ Ἄλκιμος, οὕς ῥα μάλιστα
τῖ᾽ Ἀχιλεὺς ἑτάρων μετὰ Πάτροκλόν γε θανόντα, 575
οἳ τόθ᾽ ὑπὸ ζυγόφιν λύον ἵππους ἡμιόνους τε,
ἐς δ᾽ ἄγαγον κήρυκα καλήτορα τοῖο γέροντος,
κὰδ δ᾽ ἐπὶ δίφρου εἷσαν· ἐϋξέστου δ᾽ ἀπ᾽ ἀπήνης
ᾕρεον Ἑκτορέης κεφαλῆς ἀπερείσι᾽ ἄποινα.
κὰδ δ᾽ ἔλιπον δύο φάρε᾽ ἐΰννητόν τε χιτῶνα, 580
ὄφρα νέκυν πυκάσας δοίη οἶκόνδε φέρεσθαι.
δμῳὰς δ᾽ ἐκκαλέσας λοῦσαι κέλετ᾽ ἀμφί τ᾽ ἀλεῖψαι,
νόσφιν ἀειράσας, ὡς μὴ Πρίαμος ἴδοι υἱόν,
μὴ ὁ μὲν ἀχνυμένῃ κραδίῃ χόλον οὐκ ἐρύσαιτο
παῖδα ἰδών, Ἀχιλῆϊ δ᾽ ὀρινθείη φίλον ἦτορ, 585
καί ἑ κατακτείνειε, Διὸς δ᾽ ἀλίτηται ἐφετμάς.
τὸν δ᾽ ἐπεὶ οὖν δμῳαὶ λοῦσαν καὶ χρῖσαν ἐλαίῳ,
ἀμφὶ δέ μιν φᾶρος καλὸν βάλον ἠδὲ χιτῶνα,
αὐτὸς τόν γ᾽ Ἀχιλεὺς λεχέων ἐπέθηκεν ἀείρας,
σὺν δ᾽ ἕταροι ἤειραν ἐϋξέστην ἐπ᾽ ἀπήνην. 590
ᾤμωξέν τ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα, φίλον δ᾽ ὀνόμηνεν ἑταῖρον·
«μή μοι, Πάτροκλε, σκυδμαινέμεν, αἴ κε πύθηαι
εἰν Ἄϊδός περ ἐὼν ὅτι Ἕκτορα δῖον ἔλυσα
πατρὶ φίλῳ, ἐπεὶ οὔ μοι ἀεικέα δῶκεν ἄποινα.
σοὶ δ᾽ αὖ ἐγὼ καὶ τῶνδ᾽ ἀποδάσσομαι ὅσσ᾽ ἐπέοικεν.» 595
Ἦ ῥα, καὶ ἐς κλισίην πάλιν ἤϊε δῖος Ἀχιλλεύς,
ἕζετο δ᾽ ἐν κλισμῷ πολυδαιδάλῳ, ἔνθεν ἀνέστη,
τοίχου τοῦ ἑτέρου, ποτὶ δὲ Πρίαμον φάτο μῦθον·
«υἱὸς μὲν δή τοι λέλυται, γέρον, ὡς ἐκέλευες,
κεῖται δ᾽ ἐν λεχέεσσ᾽· ἅμα δ᾽ ἠοῖ φαινομένηφιν 600
ὄψεαι αὐτὸς ἄγων· νῦν δὲ μνησώμεθα δόρπου.
καὶ γάρ τ᾽ ἠΰκομος Νιόβη ἐμνήσατο σίτου,
τῇ περ δώδεκα παῖδες ἐνὶ μεγάροισιν ὄλοντο,
ἓξ μὲν θυγατέρες, ἓξ δ᾽ υἱέες ἡβώοντες.
τοὺς μὲν Ἀπόλλων πέφνεν ἀπ᾽ ἀργυρέοιο βιοῖο 605
χωόμενος Νιόβῃ, τὰς δ᾽ Ἄρτεμις ἰοχέαιρα,
οὕνεκ᾽ ἄρα Λητοῖ ἰσάσκετο καλλιπαρῄῳ·
φῆ δοιὼ τεκέειν, ἡ δ᾽ αὐτὴ γείνατο πολλούς·
τὼ δ᾽ ἄρα καὶ δοιώ περ ἐόντ᾽ ἀπὸ πάντας ὄλεσσαν.
οἱ μὲν ἄρ᾽ ἐννῆμαρ κέατ᾽ ἐν φόνῳ, οὐδέ τις ἦεν 610
κατθάψαι, λαοὺς δὲ λίθους ποίησε Κρονίων·
τοὺς δ᾽ ἄρα τῇ δεκάτῃ θάψαν θεοὶ Οὐρανίωνες.
ἡ δ᾽ ἄρα σίτου μνήσατ᾽, ἐπεὶ κάμε δάκρυ χέουσα.
νῦν δέ που ἐν πέτρῃσιν, ἐν οὔρεσιν οἰοπόλοισιν,
ἐν Σιπύλῳ, ὅθι φασὶ θεάων ἔμμεναι εὐνὰς 615
νυμφάων, αἵ τ᾽ ἀμφ᾽ Ἀχελώϊον ἐρρώσαντο,
ἔνθα λίθος περ ἐοῦσα θεῶν ἐκ κήδεα πέσσει.
ἀλλ᾽ ἄγε δὴ καὶ νῶϊ μεδώμεθα, δῖε γεραιέ,
σίτου· ἔπειτά κεν αὖτε φίλον παῖδα κλαίοισθα,
Ἴλιον εἰσαγαγών· πολυδάκρυτος δέ τοι ἔσται.» 620